Το Κυπριακό ζήτημα παραμένει ένα από τα πιο περίπλοκα πολιτικά και διπλωματικά θέματα στη σύγχρονη ιστορία. Εδώ και δεκαετίες, η διεθνής κοινότητα, οι εμπλεκόμενες πλευρές, και οι διαμεσολαβητές προσπαθούν να βρουν μια λύση που να εξασφαλίζει την ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων στο νησί, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ανάμεσα στις προτάσεις που έχουν προταθεί και συζητούνται είναι αφενός η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία (ΔΔΟ) που προβλέπεται από τις αποφάσεις του ΟΗΕ και που αποτελεί διαπραγματευτικό κεκτημένο ως το συμφωνημένο πλαίσιο λύσης, και αφετέρου η χαλαρή ομοσπονδία που τελευταία προτείνεται ανεπίσημα κυρίως από τουρκοκυπριακής πλευράς, αλλά και από κάποιες φωνές στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Παρακάτω αναλύονται οι δύο προσεγγίσεις, με έμφαση στον ορισμό τους, στα βασικά χαρακτηριστικά τους, καθώς και στις ομοιότητες και διαφορές τους.
Χαλαρή ομοσπονδία
Η χαλαρή ομοσπονδία που προτείνεται κυρίως από παράγοντες της τουρκοκυπριακής πλευράς, αποτελεί ένα μοντέλο διακυβέρνησης όπου οι εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης είναι περιορισμένες, ενώ τα περισσότερα δικαιώματα και αρμοδιότητες μεταφέρονται στις συνιστώσες πολιτείες. Στην περίπτωση της Κύπρου, αυτό σημαίνει ότι οι δύο κοινότητες-πολιτείες θα διατηρούν αυξημένη αυτονομία. Βασικές λειτουργίες όπως η εξωτερική πολιτική, η άμυνα και η διαχείριση της οικονομίας μπορεί να είναι κοινές, αλλά η κεντρική κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου τον έλεγχο. Οι υποστηρικτές αυτού του μοντέλου θεωρούν ότι παρέχει στις δύο κοινότητες αυξημένο βαθμό αυτονομίας και πολιτικής ισότητας, καθώς και δυνατότητα να διατηρούν την πολιτιστική και κοινωνική τους ταυτότητα, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει κατά τους υποστηρικτές της τη συνοχή και τη διεθνή νομιμοποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία
Η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία είναι το συμφωνημένο μοντέλο που προβλέπουν οι αποφάσεις του ΟΗΕ και που έχει συναποφασισθεί και συζητηθεί στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό. Στηρίζεται στη δημιουργία δύο ζωνών, με την κάθε μία να διοικείται από τη μία εκ των δύο κοινοτήτων - τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Παράλληλα, η διακυβέρνηση θα είναι δικοινοτική με πολιτική ισότητα στην εκπροσώπηση και συμμετοχή και των δύο πλευρών σε βασικές δομές εξουσίας. Στο πλαίσιο της ΔΔΟ, διατηρείται μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση που θα διαχειρίζεται κρίσιμους τομείς, όπως η οικονομία, η εξωτερική πολιτική και η άμυνα. Το μοντέλο αυτό αποβλέπει στη διασφάλιση της ενότητας του κράτους, και ταυτόχρονα στον σεβασμό, στην ιδιαιτερότητα και στην αυτονομία των δύο κοινοτήτων.
Ομοιότητες
Διατήρηση ενός κράτους: Και τα δύο μοντέλα βασίζονται στην ιδέα ενός κράτους, όπου οι δύο κοινότητες θα συνυπάρχουν υπό μια ομοσπονδιακή δομή.
Αυτονομία κοινοτήτων: Τόσο η χαλαρή ομοσπονδία όσο και η ΔΔΟ προβλέπουν σημαντική αυτονομία για τις δύο κοινότητες, επιτρέποντάς τους να διαχειρίζονται τις εσωτερικές τους υποθέσεις.
Διασφάλιση ισότητας: Και οι δύο προσεγγίσεις αναγνωρίζουν τη σημασία της πολιτικής ισότητας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Στόχος ειρηνικής συνύπαρξης: Ο πρωταρχικός στόχος και των δύο μορφών λύσης είναι η δημιουργία μιας σταθερής και βιώσιμης πολιτικής κατάστασης που θα εξασφαλίζει την ειρήνη και την ασφάλεια στο νησί.
Διαφορές
Επίπεδο συγκεντρωτικής διακυβέρνησης: Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο μοντέλων αφορά τον βαθμό συγκέντρωσης των εξουσιών. Στη χαλαρή ομοσπονδία, η κεντρική κυβέρνηση έχει περιορισμένες αρμοδιότητες, ενώ στη ΔΔΟ οι εξουσίες της είναι σημαντικά διευρυμένες, προκειμένου να διασφαλιστεί η ενότητα του κράτους.
Έμφαση στην αυτονομία: Η χαλαρή ομοσπονδία δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην αυτονομία των δύο συνιστωσών πολιτειών, μειώνοντας τις ανάγκες για διαρκή συνεργασία και αλληλεξάρτηση. Αντίθετα, η ΔΔΟ προϋποθέτει περισσότερη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων μέσω της ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης.
Διαχείριση διαφορών: Στο μοντέλο της χαλαρής ομοσπονδίας, οι διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων πιθανόν να περιορίζονται λόγω της αυξημένης αυτονομίας τους. Στη ΔΔΟ οι κοινές δομές διακυβέρνησης απαιτούν περισσότερους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών, καθώς οι κοινότητες θα μοιράζονται περισσότερες εξουσίες.
Σύνθεση της κεντρικής κυβέρνησης: Η ΔΔΟ προβλέπει σαφείς ρυθμίσεις για τη δικοινοτική εκπροσώπηση στην κεντρική κυβέρνηση, με συγκεκριμένες ποσοστώσεις και δικλίδες ασφαλείας. Αντίθετα, στη χαλαρή ομοσπονδία, ο ρόλος της κεντρικής κυβέρνησης είναι πιο περιορισμένος, γεγονός που μειώνει την ανάγκη για λεπτομερείς ρυθμίσεις
Αντιλήψεις βιωσιμότητας: Υποστηρικτές της χαλαρής ομοσπονδίας θεωρούν ότι η μειωμένη αλληλεξάρτηση θα οδηγήσει σε πιο βιώσιμη συμβίωση. Αντίθετα, οι υπέρμαχοι της ΔΔΟ πιστεύουν ότι μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση είναι απαραίτητη για τη μακροπρόθεσμη ενότητα και σταθερότητα του κράτους.
Προκλήσεις και προοπτικές
Η χαλαρή ομοσπονδία εγείρει ανησυχίες σχετικά με τη δυνατότητα διατήρησης της ενότητας του κράτους. Μια από τις μεγαλύτερες ανησυχίες είναι η περιορισμένη εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης. Η αδυναμία επιβολής ενιαίας πολιτικής από την κεντρική διοίκηση μπορεί να οδηγήσει σε δυσλειτουργίες, ειδικά σε κρίσιμους τομείς όπως η άμυνα, η οικονομία και οι εξωτερικές σχέσεις. Η υπερβολική αυτονομία των συνιστώντων κρατιδίων ενδέχεται επίσης να ενισχύσει αποσχιστικές τάσεις, ιδιαίτερα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, αυξάνοντας τον κίνδυνο διχοτόμησης. Επιπλέον, η εναρμόνιση με το κοινοτικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να καταστεί προβληματική σε μια τόσο αποκεντρωμένη δομή, δημιουργώντας ζητήματα συμμόρφωσης και αποτελεσματικότητας στη λειτουργία της Κύπρου ως κράτους μέλους. Η ΔΔΟ, από την άλλη πλευρά, έχει δεχθεί κριτική για την πολυπλοκότητά της. Η ανάγκη συνεχούς συνεργασίας και διαχείρισης από κοινού σημαντικών τομέων μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδα, ειδικά αν υπάρξουν έντονες πολιτικές διαφορές μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Και τα δύο μοντέλα αποτελούν θεωρητικά βιώσιμες λύσεις, αλλά η επιτυχία τους εξαρτάται από τη βούληση των δύο κοινοτήτων να συνεργαστούν και να δεσμευτούν σε ένα κοινό όραμα για το μέλλον.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων αποτελεί επίσης έναν σημαντικό παράγοντα που περιπλέκει την εφαρμογή της χαλαρής ομοσπονδίας. Οι διαφορετικές ιστορικές εμπειρίες και οι προϋπάρχουσες αντιπαραθέσεις έχουν δημιουργήσει βαθιές ρίζες δυσπιστίας, οι οποίες καθιστούν δύσκολη τη συνεργασία και την επίτευξη συναίνεσης. Επιπρόσθετα, η δημιουργία ενός νέου Συντάγματος που να ορίζει σαφώς τις αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης και των συνιστώντων κρατιδίων είναι μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία, καθώς απαιτεί λεπτομερή διαπραγμάτευση και συμβιβασμό.
Η επιλογή μεταξύ χαλαρής ομοσπονδίας και διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας αποτελεί μια κρίσιμη απόφαση για το μέλλον της Κύπρου. Οι δύο προσεγγίσεις αντανακλούν διαφορετικές φιλοσοφίες διακυβέρνησης και διαφορετικές αντιλήψεις για το πώς μπορεί να επιτευχθεί η ειρηνική συνύπαρξη στο νησί. Είναι απαραίτητο να διεξαχθεί μια ευρεία δημόσια συζήτηση, όπου οι πολίτες θα ενημερωθούν πλήρως για τις συνέπειες και τις προοπτικές κάθε λύσης. Μιας λύσης που θα επιτευχθεί εφόσον σχεδιαστεί και υλοποιηθεί με διαφάνεια, θα εφαρμόζει πλήρως και χωρίς παρεκκλίσεις τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες, θα επιτυγχάνει συναίνεση και σεβασμό στις ευαισθησίες και των δύο πλευρών, και τελικά θα είναι αποδεκτή με δημοκρατικές διαδικασίες από τους πολίτες. Η επίτευξη συμφωνίας απαιτεί αμοιβαίο σεβασμό, κατανόηση και αναγνώριση ότι η ειρήνη και η σταθερότητα αποτελούν κοινό στόχο. Μόνο μέσα από ειλικρινή διάλογο και πολιτική βούληση μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό. Αναμφίβολα, η εφαρμογή και η υλοποίηση μιας κοινά αποδεχτής λύσης θα αποτελέσει το πρώτο, αλλά καθοριστικό, βήμα προς την ειρήνη και τη σταθερότητα στο νησί και στην ευρύτερη περιοχή.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη