Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 αποτέλεσε την αφετηρία σοβαρών εξελίξεων στον δυτικό κόσμο και ένα γεγονός-σταθμό στην εξωτερική πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο δεσμευτικός χαρακτήρας των κυρώσεων που άρχισε να επιβάλλει η ΕΕ κατά της Ρωσίας είχε ως αποτέλεσμα η Κύπρος να βρεθεί σε πολύ δυσάρεστη θέση. Στην Προεδρία της Δημοκρατίας βρισκόταν ο Νίκος Αναστασιάδης, ο οποίος φαινόταν να μην ένιωθε άνετα με το αντιρωσικό κλίμα που δημιουργήθηκε στις Βρυξέλλες. Μάλιστα στις 24 Φεβρουαρίου κυκλοφόρησαν και κάποιες φωτογραφίες του Προέδρου Αναστασιάδη από το Ντουμπάι την ημέρα της έκτακτης και κρίσιμης Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου θα αποφασιζόταν το δεύτερο πακέτο οικονομικών κυρώσεων εις βάρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ενώ η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος δήλωνε ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δεν θα μεταβεί στις Βρυξέλλες, επικαλούμενη την υποχρέωση του Προέδρου να δώσει ομιλία στο πλαίσιο διεθνούς επιχειρηματικού φόρουμ στο Ντουμπάι. Τελικά, οι εικόνες που κυκλοφόρησαν στον κυπριακό ηλεκτρονικό Τύπο προκάλεσαν αντιδράσεις, με την κυβέρνηση να διαμηνύει ότι έγινε κατορθωτό να βρεθεί έκτακτη πτήση για τη μεταφορά του Προέδρου Αναστασιάδη στις Βρυξέλλες. Την περίοδο εκείνη υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Ιωάννης Κασουλίδης, ο οποίος εφάρμοζε μια δυτικόφιλη πολιτική στα πλαίσια των δικών του δυνατοτήτων. Το Υπουργείο Εξωτερικών ήταν και το πρώτο που εξέδωσε ανακοίνωση για την εισβολή στην Ουκρανία, ενώ σε αμηχανία βρέθηκε το σύνολο των ελληνοκυπριακών κομμάτων.
Η δυσαρέσκεια της Κύπρου συνέχισε να εκδηλώνεται σε ανώτατο επίπεδο μέχρι και τον Μάιο του 2022, με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη να δηλώνει ότι οι διάφορες προτάσεις για κυρώσεις θα πρέπει να είναι καλά σχεδιασμένες και στοχευμένες, ώστε να έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και όχι να προκαλούν μεγαλύτερο οικονομικό αντίκτυπο στα κράτη-μέλη της ΕΕ παρά στην ίδια τη Ρωσία. Ήταν φανερό ότι είχαν αρνητικό αντίκτυπο για την Κύπρο λόγω των σχέσεων εξάρτησης που αναπτύχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Όμως η Κύπρος έπρεπε να επιλέξει στρατόπεδο και μόνο μια επιλογή είχε ως μέλος της ΕΕ.
Έτσι, άρχισε η απορωσοποίηση της Κύπρου με σκληρές αποφάσεις, όπως το κλείσιμο χιλιάδων εταιρειών εν μία νυκτί. Οι κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας συνεχίστηκαν και η Κύπρος τελικά συμμορφώθηκε πλήρως, με τη νέα κυβέρνηση του Νίκου Χριστοδουλίδη να σφραγίζει τον δυτικό προσανατολισμό της Κύπρου μέσα από τον στρατηγικό διάλογο με τις ΗΠΑ που ανακοίνωσε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν καλωσορίζοντας τον Κύπριο ομόλογό του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ την περασμένη βδομάδα.
Σε δύο βάρκες
Οι επαμφοτερίζουσες σχέσεις της Κύπρου με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την ΕΕ δεν ήταν χαρακτηριστικό μόνο της διακυβέρνησης του Νίκου Αναστασιάδη. Υπάρχει μια μακρά ιστορία που μας παίρνει πίσω στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η γεωγραφική θέση της Κύπρου και η αποικιοκρατική ιστορία του νησιού οδήγησαν στο «Δόγμα Μακαρίου», μια πολιτική ίσων αποστάσεων μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η Κυπριακή Δημοκρατία, την 1η Σεπτεμβρίου 1961, εντάχθηκε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων ως ιδρυτικό μέλος και ταυτίστηκε με τον Τρίτο Κόσμο. Η ουδετεροφιλία ως μια στρατηγική εξωτερικής πολιτικής αποτελούσε αντίδραση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας απέναντι στην απροθυμία των ισχυρών κρατών της Δύσης να ικανοποιήσουν το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα. Ήταν ένας μοχλός πίεσης και αξιοποίησης των δυνατοτήτων που πρόσφερε σε ένα μικρό κράτος της Ανατολικής Μεσογείου ο διπολικός κόσμος του Ψυχρού Πολέμου και ο ανταγωνισμός μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης.
Επρόκειτο για μια ριψοκίνδυνη πολιτική ακροβατισμού και εκβιασμού των υπερδυνάμεων για την απόκτηση ελευθερίας κινήσεων και την επίτευξη του σκοπού της αυτοδιάθεσης, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν η ελληνοκυπριακή ηγεσία. Γι’ αυτό η Κυπριακή Δημοκρατία απείχε από τους πολυμερείς στρατιωτικούς συνασπισμούς του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας και δεν σύναπτε διμερείς συμμαχίες με τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση.
Η εξάρτηση της Ελλάδας από τον αμερικανικό παράγοντα και η αποτυχία των Αθηνών να προωθήσουν επιτυχώς το κυπριακό ζήτημα στον ΟΗΕ έσπρωξαν τον Μακάριο στην αναζήτηση νέων συμμάχων στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, με στόχο την πλειοψηφία στην ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Ήδη από τον Απρίλιο του 1955 ο Μακάριος θα συμμετάσχει ως παρατηρητής στη Διάσκεψη των Αφρο-ασιατικών Χωρών στην Bandung της Ινδονησίας, εντάσσοντας το κυπριακό ζήτημα στη σφαίρα του αντιαποικιακού αγώνα. Έτσι η νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία δεχόταν οικονομική στήριξη από τις ΗΠΑ και ταυτόχρονα διατηρούσε εμπορικούς δεσμούς με τη Σοβιετική Ένωση.
Εξάλλου, ο αδέσμευτος προσανατολισμός του Μακαρίου είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσει τη μόνιμη υποστήριξη του ΑΚΕΛ από το 1960 μέχρι το 1974. Στην ουσία το ΑΚΕΛ έβλεπε στον Ελληνοκύπριο Πρόεδρο της Δημοκρατίας έναν πόλο αντίστασης έναντι του ΝΑΤΟ. Αυτό προσέφερε στον Μακάριο τη δυνατότητα να επικρατήσει στο εσωτερικό και να περιθωριοποιήσει ακροδεξιές δυνάμεις που αμφισβητούσαν την εξουσία του.
Τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ένταση των διακοινοτικών ταραχών οδήγησαν σε αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση. Η σύγκρουση επεκτάθηκε και στις σχέσεις της κυβέρνησης Μακαρίου με την Ελλάδα και την Τουρκία. Τελικά ο αδέσμευτος προσανατολισμός έφερε την Κύπρο πιο κοντά στη Σοβιετική Ένωση και οδήγησε σε αποξένωση με τη Δύση. Ακολούθησε η τουρκική εισβολή του 1974, η οποία προκάλεσε έντονο αντινατοϊκό κλίμα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Τέλος των ψευδαισθήσεων
Οι αδυναμίες της πολιτικής των ίσων αποστάσεων διαφάνηκαν κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Γλαύκου Κληρίδη. Η συμφωνία για την αγορά πυραύλων αεράμυνας S-300 από τη Ρωσία το 1997 προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Τουρκίας η οποία απείλησε με πόλεμο. Τελικά η Λευκωσία υποχώρησε και οι πύραυλοι κατέληξαν στην Κρήτη.
Ούτε η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ το 2004 δεν κατάφερε να αλλάξει το «Δόγμα Μακαρίου». Η Κύπρος παρέμεινε παγιδευμένη στην πολιτική των ίσων αποστάσεων, με αποτέλεσμα να διαφανούν και πάλι οι σοβαρές αδυναμίες της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής κατά τη διακυβέρνηση του Δημήτρη Χριστόφια. Έτσι η Κύπρος δεν μπόρεσε να χειριστεί αποτελεσματικά την υπόθεση του πλοίου «Monchegorsk». Το πλοίο μετέφερε στη Συρία πολεμικό υλικό από το Ιράν και εντοπίστηκε από το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ μετά την έξοδό του από τη διώρυγα του Σουέζ. Οδηγήθηκε στην Κύπρο και το φορτίο μεταφέρθηκε στη ναυτική βάση της Εθνικής Φρουράς στο Μαρί. Η Λευκωσία δέχθηκε σφοδρές πιέσεις από τη Ρωσία με αποτέλεσμα να φυλαχτεί το φορτίο σε ακατάλληλες συνθήκες και να προκληθεί έκρηξη το 2011, με 13 νεκρούς και σοβαρότατες υλικές ζημιές.
Παρά τα μεγάλα προβλήματα που προκαλούσε η επαμφοτερίζουσα εξωτερική πολιτική, η Κύπρος συνέχισε να ερωτοτροπεί με τη Ρωσία και επί διακυβέρνησης του Νίκου Αναστασιάδη χωρίς καμία αντίδραση στο εσωτερικό. Ούτε καν ο ΔΗΣΥ, που δήλωνε πάντα τον δυτικό του προσανατολισμό, δεν τόλμησε να αλλάξει το Δόγμα Μακαρίου. Η υποστηρικτική στάση της Ρωσίας στο Κυπριακό στα πλαίσια του Συμβουλίου Ασφαλείας αποτελούσε για το ελληνοκυπριακό πολιτικό σύστημα μια ασπίδα προστασίας απέναντι στις πιέσεις της Δύσης για επίλυση του προβλήματος.
Ταυτόχρονα, υπήρχε μια όλο και πιο έντονη οικονομική δραστηριότητα των Ρώσων στο νησί που δημιούργησε στην πορεία σχέσεις ρωσικής εξάρτησης σε πολλούς οικονομικούς, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς παράγοντες. Το αποτέλεσμα ήταν η Κύπρος να λειτουργεί ως αντιπρόσωπος των ρωσικών συμφερόντων εντός της ΕΕ, με την ανοχή των Ευρωπαίων εταίρων. Αυτό ίσχυε μέχρι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που προκάλεσε μια απότομη στροφή στην εξωτερική πολιτική της Κύπρου.
Τι κέρδιζε η Ρωσία
Η Σοβιετική Ένωση και ακολούθως η Ρωσική Ομοσπονδία θεωρούσαν ότι η συνεχιζόμενη εκκρεμότητα του κυπριακού προβλήματος προκαλούσε σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Άρα διατηρούσε ζωντανή και την πιθανότητα διάσπασης της νοτιο-ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα εξυπηρετούσε τον σκοπό της καθόδου στη Μεσόγειο και της απόκτησης επιρροής σε κράτη της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτά ήταν τα κυριότερα κέρδη για τη Μόσχα που χρησιμοποιούσε τα κυπριακά λιμάνια για ελλιμενισμό και εφοδιασμό των πολεμικών της πλοίων.
Αμερικανοκυπριακές σχέσεις
Η ιστορία των πρόσφατων αμερικανοκυπριακών σχέσεων άρχισε γύρω στο 2014, όταν η Κύπρος ξεκίνησε να συμβάλλει πιο ενεργά στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Αυτό εκτιμήθηκε από την πλευρά της Ουάσινγκτον. Το 2018, ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Ιωάννης Κασουλίδης, έθεσε ενώπιον της υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Βικτόρια Νούλαντ, την ιδέα για μια δομή στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Το ίδιο έτος υπογράφτηκε η δήλωση προθέσεων για διμερή συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας. Ακολούθησαν μια σειρά από συμφωνίες για διάφορα θέματα και κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και επισκέψεις αμερικανικών πλοίων σε κυπριακά λιμάνια. Ως εκ τούτου, τέθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων που οδήγησαν στην ανακοίνωση της έναρξης στρατηγικού διαλόγου μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ηνωμένων Πολιτειών κατά την πρόσφατη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Κωνσταντίνου Κόμπου με τον Αμερικανό ομόλογό του Άντονι Μπλίνκεν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Ευκαιρίες και κίνδυνοι
Η έναρξη των συγκρούσεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής ανέδειξε την Κύπρο ως έναν σημαντικό ανθρωπιστικό διάδρομο στην Ανατολική Μεσόγειο. Η περίπτωση του Σουδάν το 2023 και η απομάκρυνση ξένων πολιτών μέσω της Κύπρο αλλά και η σημερινή προσπάθεια για μεταφορά ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα αποτελούν παραδείγματα της σημασίας που έχει η Κύπρος σε μια γεωγραφική περιοχή αυξανόμενης έντασης. Σίγουρα το αμερικανικό ενδιαφέρον σχετίζεται και με την προσπάθεια διατήρησης ορισμένων συμμαχιών του Ισραήλ με τρίτα κράτη, σε μια περίοδο διεθνούς απομόνωσης του Τελ Αβίβ λόγω της συνέχισης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα.
Υπάρχει ωστόσο ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας στην εξίσωση και αφορά τα προβλήματα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Αυτό είναι κάτι που επιτρέπει στις ΗΠΑ να κινηθούν εκτός του δόγματος της γεωστρατηγικής ανωτερότητας της Άγκυρας. Αποτελεί μάλιστα έναν μοχλό αμερικανικής πίεσης προς τον Ερντογάν και τους τουρκικούς εκβιασμούς. Η αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 από ένα νατοϊκό κράτος όπως η Τουρκία ενόχλησε σοβαρά τις ΗΠΑ. Το ίδιο και οι διάφορες διμερείς συμφωνίες Τουρκίας-Ρωσίας στα ενεργειακά κ.λπ.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια οι ΗΠΑ ήταν πολύ προσεκτικές στις κινήσεις τους όσον αφορά την Κύπρο, έχοντας πάντοτε γνώμονα τα τουρκικά συμφέροντα στην περιοχή. Η Τουρκία ήταν απαραίτητος σύµµαχος των ΗΠΑ στην εφαρμογή της πολιτικής της ανάσχεσης του ρωσικού παράγοντα από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης και παραμένει μέχρι σήμερα στρατηγικά σημαντικότερη από την Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτός είναι ο λόγος που δεν πρέπει η Λευκωσία να περάσει σε μια νέα περίοδο ψευδαισθήσεων, θεωρώντας δεδομένη και μόνιμη κατάσταση την αναβάθμιση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Πρόκειται βέβαια για μια πολύ θετική εξέλιξη που ενισχύει τη θέση της Κύπρου και δημιουργεί ευκαιρίες για την επίλυση του Κυπριακού.
Το παράδειγμα Μητσοτάκη
Το παράδειγμα της Ελλάδας και της νέας ελληνοτουρκικής προσέγγισης δείχνει τον δρόμο στη Λευκωσία. Του ελληνοτουρκικού διαλόγου προηγήθηκε η αναβάθμιση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, την οποία εκμεταλλεύτηκε ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για να επιλύσει τα ελληνοτουρκικά προβλήματα.
Η επίσκεψη του Μητσοτάκη στις ΗΠΑ το 2022 και η ιστορική ομιλία στο Κογκρέσο προκάλεσαν την ανησυχία της Άγκυρας και δημιούργησαν πιέσεις προς την τουρκική ηγεσία. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει στην περίπτωση της Κύπρου, εάν η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη δεν επιλέξει τον δρόμο της εργαλειοποίησης της αμερικανικής στήριξης για διατήρηση του status quo.
Η ρευστότητα των διεθνών σχέσεων και οι αναπάντεχες ανατροπές δεν επιτρέπουν τον εφησυχασμό οποιουδήποτε κράτους. Η καταστροφή της Σμύρνης διδάσκει ακριβώς αυτό. Η αλλαγή της στάσης των δυτικών κρατών και η στροφή προς τον Κεμάλ Ατατούρκ άφησε την Ελλάδα εκτεθειμένη. Το ίδιο μπορεί να συμβεί στην Κύπρο ανά πάσα στιγμή εάν βελτιωθούν αισθητά οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις.