Κάποιοι σε αυτή τη χώρα επιμένουν να ζουν στο παρελθόν. Στην προσπάθειά τους να κατακεραυνώσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη τον κατηγορούν ότι διά της υπογραφής της Διακήρυξης των Αθηνών με τον Ερντογάν, εγκατέλειψε την Κύπρο. Πρόκειται για μια διακήρυξη η οποία λένε, αγγίζει τα όρια της εθνικής μειοδοσίας. Γιατί; Διότι η μητέρα Ελλάδα, λένε, έπαψε να λειτουργεί ως εθνικό κέντρο, σταμάτησε να λαμβάνει υπόψη την Κύπρο και το άλυτο πρόβλημά της.
Το εθνικό κέντρο
Για ποιο εθνικό κέντρο μιλούν κάποιοι; Η Κύπρος είναι ανεξάρτητη χώρα μέλος του ΟΗΕ και της ΕΕ. Το εθνικό της κέντρο ή για να είμαστε σοβαροί το κέντρο λήψης αποφάσεων για την πορεία που θα ακολουθήσουν οι Κύπριοι είναι η Λευκωσία. Σε συνεργασία βέβαια και με την Ελλάδα, την ΕΕ και τους συμμάχους μας. Αν ήμασταν σοβαροί κι αν διαχρονικά είχαμε μια σκεπτόμενη με πολιτικούς όρους ηγεσία, αυτό θα το είχαμε καταλάβει από το 1960 όταν ιδρύσαμε κοινό κράτος με τους Τουρκοκύπριους. Δυστυχώς, δεν το εμπεδώσαμε και χάσαμε τη μισή Κύπρο το 1974. Δεν φαίνεται επίσης να αντιληφθήκαμε τη σημασία της ένταξης ολόκληρης της Κύπρου το 2004 στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιστορικά ομιλούντες το λεγόμενο εθνικό κέντρο, άρχισε να λειτουργεί μετά την Ελληνική Επανάσταση και τις προσπάθειες του νέου ελληνικού κράτους από το 1830 να ενσωματώσει, στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας, όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς, καθώς και τις περιοχές που ζούσαν, στην Εγγύς Ανατολή. Όσοι στην Κύπρο εν έτει 2023 επιμένουν να κάνουν λόγο για ύπαρξη εθνικού κέντρου οφείλουν να πάνε λίγο πίσω και να θυμηθούν πώς λειτούργησε αυτή η σχέση. Μάλλον είμαστε σίγουροι ότι καμιά ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα δεν επιθυμεί σήμερα να καθορίζεται ως εθνικό κέντρο για τη Λευκωσία. Η σχέση αυτή ιστορικά υπήρξε πολύ ανθυγιεινή.
* Το 1930 το εθνικό κέντρο, δηλαδή ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος στην Αθήνα, μας είπε να σταματήσουμε τις προκλήσεις κατά των Βρετανών, οι οποίοι ήταν σύμμαχοι της Ελλάδας και μας ζήτησε να αναμένουμε ακόμα λίγο σε σχέση πάντα με το αίτημα των Κυπρίων για ένωση. Ήδη ο Κρητικός πολιτικός με τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, και παρά τη μικρασιατική ήττα, είχε καταφέρει να βγάλει από την εξίσωση την Τουρκία σε σχέση με την Κύπρο. Ο Βενιζέλος ήθελε χρόνο αλλά οι πατριώτες της Κύπρου και κυρίως η ηγεσία τους μάλλον ήταν ανυπόμονοι. Το δήλωσε και ο ίδιος σε μια τοποθέτησή του: «Ο ακοίμητος εθνικός πόθος των Ελλήνων της Κύπρου, μη συγκρατηθείς από τους πολιτικούς άνδρας της μεγαλονήσου, ως ώφειλεν, εντός των ορίων των νομίμων εκδηλώσεων, ήγαγεν εις παρεκτροπάς, αι οποίες δεν είναι προωρισμέναι προφανώς να εξυπηρετήσουν τον επιδιωκόμενον σκοπόν». Τότε ήταν που ξεκίνησε και ο διαχωρισμός των Κυπρίων σε ενδοτικούς και πατριώτες. Οι μετριοπαθείς ήταν μειοψηφία. Στο πλαίσιο αυτό ο Βενιζέλος κατετάγη από κάποιους Κυπρίους μεταξύ των προδοτών του έθνους, αντίθετα ο ελληνόψυχος μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς ανακηρύχθηκε σε ήρωα. Οι Κύπριοι μπήκαν στο Κυβερνείο τον Οκτώβριο του 1931 και τα έκαψαν όλα. Οι Εγγλέζοι αντέδρασαν διορίζοντας ως κυβερνήτη τον Πάλμερ. Ο Νικόδημος Μυλωνάς πέθανε αλκοολικός στην εξορία και οι Βρετανοί άρχισαν να εκτουρκίζουν συστηματικά τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της Κύπρου φέροντας δασκάλους από την Τουρκία. Ποιος έφταιγε για όλα αυτά; Το εθνικό κέντρο βέβαια που δεν έστερξε στο δίκαιο αίτημα των Κυπρίων για ένωση! Και βεβαίως οι Βρετανοί που εφάρμοσαν το διαίρει και βασίλευε. Ο στείρος πατριωτισμός στην Κύπρο μπορούσε να συνεχίσει ακάθεκτος.
* Στη δεκαετία του 1950 ένας άλλος αρχιερέας, ο Μακάριος ανέλαβε τη διενέργεια δημοψηφίσματος, το οποίο κατέδειξε το αυτονόητο. Ότι οι Κύπριοι ήθελαν ένωση. Το εθνικό κέντρο στην Αθήνα δεν ήθελε καν να παραλάβει τους τόμους του δημοψηφίσματος το οποίο υπέγραψαν οι παππούδες και οι πατεράδες μας. Η Ελλάς μας είπαν αργότερα ανέπνεε με δύο πνεύμονες. Έναν αμερικανικό και έναν βρετανικό. Αρχικά ο Πρωθυπουργός Παπάγος ζήτησε από τον Μακάριο να μην πιέζει για εγγραφή του Κυπριακού στον ΟΗΕ. Η Αθήνα δεν συμφωνούσε ούτε με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα. Πίστευε ότι η σύμμαχος Βρετανία θα ερχόταν με ένα θετικό σχέδιο, όπως έγινε με την υποβολή του σχεδίου Χάρτινγκ. Τελικά σύρθηκε από τη Λευκωσία σε μια αντιπαράθεση με την Αγγλία την οποία δεν μπορούσε να κερδίσει. Οι Βρετανοί τότε προειδοποίησαν τον υπουργό του Παπάγου, τον Μαρκεζίνη διά του Βρετανού πρέσβη στην Αθήνα: «Αν τα δημοψηφίσματα, οι διαδηλώσεις και οι παντός είδους εκδηλώσεις του Μακαρίου ή οποιουδήποτε άλλου εξελιχθούν σε πολεμικές αναταραχές, οι Άγγλοι θα βρεθούν σε δύσκολη θέση. Ο μόνος αντιπερισπασμός θα ήταν η ανακίνηση του Μακεδονικού. Επειδή όμως τόσο μοχθήσαμε για να αποσπάσουμε τον Τίτο από τον Στάλιν, μας ενδιαφέρει να τον συνδέσουμε με την Ελλάδα ως σύμμαχο και φίλο. Έτσι δεν μένει παρά να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον των Τούρκων, οι οποίοι από τον περασμένο αιώνα έχουν παραιτηθεί από κάθε διεκδίκηση επί της Κύπρου...». Οι πατριώτες της Λευκωσίας μπροστά στον δίκαιο αγώνα μας και παρά τις προειδοποιήσεις των Αθηνών, έκριναν ότι θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε τις μηχανορραφίες της Αγγλίας. Έγιναν όλα όπως τα ήθελε η Λευκωσία. Και στα Ηνωμένα Έθνη πήγαμε και ο αγώνας ξεκίνησε. Για ακόμα μια φορά το λεγόμενο εθνικό κέντρο υποχώρησε, ο δε ξεροκέφαλος Μακάριος και ο αστείος Γρίβας έγιναν οι ήρωες του έθνους. Η Τουρκία βέβαια μπήκε για τα καλά στο παιχνίδι της Κύπρου ανατρέποντας τα έξι σημεία της Συνθήκης της Λωζάνης.
* Το 1960 υπογράψαμε τη Συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου. Από ελληνικής πλευράς τις υπέγραψε το εθνικό κέντρο διά του Κωνσταντίνου Καραμανλή και από πλευράς Λευκωσίας ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Ο Μακάριος στην πορεία θεώρησε τις συνθήκες περίπου ως προδοσία και σίγουρα προδότης δεν ήταν ο ίδιος αλλά ο Καραμανλής. Κάπως έτσι αποφάσισε να τις αναθεωρήσει το 1963. Το εθνικό κέντρο διαφώνησε, μέσω μιας πολυσέλιδης επιστολής του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, αλλά ο Μακάριος έκανε αυτό που ήθελε. Ο προδότης Καραμανλής δεν τόλμησε να επισκεφθεί ποτέ την Κύπρο. Ούτε και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη τον συμπάθησαν ποτέ οι πατριώτες της Λευκωσίας υπενθυμίζοντας μια παρεξηγημένη ρήση του περί «πόρνης της Μεσογείου». Μόνο που πόρνη, μάλλον είναι οι Κύπριοι που τη μετέτρεψαν, χρησιμοποιώντας τον Μακάριο στη συνέχεια ως χανουμάκι των Αδεσμεύτων αλλά και της Μόσχας.
* Το 1973 το εθνικό χουντικό κέντρο συμφωνούσε με τον Κληρίδη να υπογράψουμε το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων Κληρίδη - Ντενκτάς για επιστροφή των Τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο Μακάριος δεν συμφώνησε με αποτέλεσμα το εθνικό χουντικό κέντρο να κάνει πραξικόπημα και να επιτρέψει στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο. Ήταν μια -ίσως και η μοναδική φορά- που η Αθήνα έκανε του κεφαλιού της στην Κύπρο με άμεσα δυστυχώς και καταστρεπτικά αποτελέσματα. Η προδοσία αυτή μας δυναστεύει ακόμα.
* Το εθνικό κέντρο μετά το 1974 στήριξε όλες τις πρωτοβουλίες για λύση του Κυπριακού. Δέχτηκε τη στροφή προς την ομοσπονδία, ήταν παρών και στις διαπραγματεύσεις του Ανάν το 2004 και στο Κραν Μοντανά το 2017. Το 2004 ο Κώστας Καραμανλής βρέθηκε στο Μπούργκενστοκ, έστω παίζοντας ολημερίς playstation στη σουίτα του, για να στηρίξει την ψήφιση του σχεδίου Ανάν. Η κυβέρνηση Τσίπρα με εξαίρεση τον ανεκδιήγητο Νίκο Κοτζιά στήριξε επίσης τη διαδικασία στο Κραν Μοντανά. Τελικά παρότι το εθνικό κέντρο διατύπωσε τη θέση του, η Κύπρος και το 2004 και το 2017 το έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια. Το 2017 στις αποφάσεις της κυπριακής ηγεσίας συνέβαλαν τα μάλα και κάποια οικονομικά συμφέροντα. Τα δις των διαβατηρίων και η διαφθορά για πρώτη φορά έκαναν τόσο φανερό τνο ρόλο τους στον καθορισμό της στάσης της Λευκωσίας.
Προδότες
Κατά καιρούς Έλληνες Πρωθυπουργοί όπως ο Βενιζέλος, ο Παπάγος, ο Καραμανλής, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Σημίτης και άλλοι κρίθηκαν από τους Κύπριους πατριώτες κατώτεροι των εθνικών περιστάσεων. Στην Κύπρο οι ανώριμοι πολιτικοί μας τα θέλησαν όλα σε απόλυτο βαθμό και λογικά κινδυνεύουν να τα χάσουν όλα.
Κάποιοι λαϊκιστές Πρωθυπουργοί που ίσως μας κατάλαβαν καλύτερα, μας κορόιδευαν κατάμουτρα, του στυλ «η Κύπρος αποφασίζει και η Κύπρος συμπαρίσταται», με τους υπουργούς τους να κάνουν γερές μπάζες από αγορές εξοπλιστικών προγραμμάτων μαζί με Κύπριους συναδέλφους τους. Στην πραγματικότητα, όλοι τους όσο τα χρόνια περνούσαν διαπίστωναν ότι η Κύπρος κείται μακράν σε ό,τι αφορά την πιθανότητα συνεννόησης, αφού ούτε και οι ρηξικέλευθες προτάσεις για πανεθνικές διασκέψεις έγιναν αποδεκτές.
Στην Κύπρο το εθνικό κέντρο στα μυαλά κάποιων υπήρχε και υπάρχει ως όρος για να δικαιολογεί έναν συναισθηματικό αλλά κυρίως έναν ανεδαφικό κυπριακής εμπνεύσεως πατριωτισμό. Η εφεύρεση του εθνικού κέντρου, δεν έχει σχέση με την ελληνικότητα ή όχι του 80% της χώρας, αλλά συντηρήθηκε για να κάνουν οι «εγωιστές» Κύπριοι ηγέτες, όπως τους αποκαλούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ό,τι τους καπνίσει, με την κάλυψη της Αθήνας. Στην πραγματικότητα κυρίως μετά το 1960 όταν η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο δικοινοτικό κράτος, κάθε αναφορά σε εθνικό κέντρο, αποτελούσε ένα ακόμα βήμα προς την οριστική διχοτόμηση της χώρας μας. Αν μας έμεινε κάποιος χρόνος, θα ήταν φρόνιμο πιστεύω να αφήσουμε τις δακρύβρεχτες υποκρισίες και να επικεντρωθούμε στην εξεύρεση ενός συμβιβασμού. Ο οποίος πρέπει να ξεκινά από τη Λευκωσία γιατί η ηγεσία της πλέον πιστεύει σε αυτόν. Εν τοιαύτη περιπτώσει όχι μόνο ένα κέντρο, αλλά πολλά κέντρα θα σταθούν στο πλευρό της χώρας μας.