Οι τελευταίες αναβαθμίσεις της Fitch για την Τράπεζα Κύπρου και τη Eurobank Ltd επιβεβαιώνουν ότι οι δύο μεγαλύτεροι τραπεζικοί όμιλοι της χώρας έχουν πλέον εδραιωθεί στην επενδυτική βαθμίδα, με μακροπρόθεσμη αξιολόγηση «BBB» και σταθερή προοπτική. Ωστόσο, ο ίδιος οίκος προειδοποιεί ότι το περιθώριο για περαιτέρω αναβαθμίσεις είναι πλέον περιορισμένο, όχι λόγω αδυναμιών των τραπεζών αλλά εξαιτίας των ορίων που θέτει το μικρό μέγεθος και η δομή της κυπριακής οικονομίας.
Η Fitch σημειώνει ότι οι αναβαθμίσεις στηρίζονται στη βελτίωση της αξιολόγησης του κυπριακού λειτουργικού περιβάλλοντος στο επίπεδο ‘bbb’, καθώς τα τελευταία χρόνια καταγράφονται σταθερή ανάπτυξη, χαμηλή ανεργία και αποκλιμάκωση της ιδιωτικής υπερχρέωσης, γεγονότα που ενισχύουν τις προοπτικές κερδοφορίας και ποιότητας ενεργητικού για το τραπεζικό σύστημα. Ταυτόχρονα, διευκρινίζει ότι η βαθμολογία του λειτουργικού περιβάλλοντος παραμένει χαμηλότερη από ό,τι θα υπεδείκνυαν άλλα θεμελιώδη στοιχεία, λόγω του μικρού μεγέθους και της περιορισμένης διαφοροποίησης της κυπριακής οικονομίας, κάτι που λειτουργεί ως «ταβάνι» για τις αξιολογήσεις των τραπεζών.
Χαρακτηριστικά, η Fitch αναφέρει ότι η ανοδική προοπτική για τις αξιολογήσεις των τραπεζών είναι «είναι περιορισμένη λόγω της αξιολόγησης του λειτουργικού περιβάλλοντος με βαθμολογία «bbb», η οποία περιορίζεται από το μικρό μέγεθος και τη δομή της κυπριακής οικονομίας». Για να υπάρξει ουσιαστικό περιθώριο νέων αναβαθμίσεων, θα απαιτηθεί «η κυπριακή οικονομία να μεγεθυνθεί σημαντικά, υποστηρίζοντας την ικανότητα των τραπεζών να συνεχίσουν να αναπτύσσονται και να βελτιώνουν τη διαφοροποίηση του κινδύνου». Δηλαδή μια σημαντική διεύρυνση του μεγέθους της κυπριακής οικονομίας και καλύτερη γεωγραφική και κλαδική διαφοροποίηση των κινδύνων.
Με άλλα λόγια, οι δύο μεγάλες τράπεζες της χώρας δείχνουν πλέον να «ασφυκτιούν» στα όρια της εγχώριας αγοράς, έχοντας φτάσει σε επίπεδα κερδοφορίας και κεφαλαιακής επάρκειας που δύσκολα μπορούν να μεταφραστούν σε νέες ποιοτικές αναβαθμίσεις χωρίς να μεγαλώσει και το ίδιο το «γήπεδο» στο οποίο δραστηριοποιούνται.
H Τράπεζα Κύπρου
Για την Τράπεζα Κύπρου o Fitch τονίζει ότι η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει τη συνεχιζόμενη ενίσχυση του αυτόνομου πιστοληπτικού προφίλ της τράπεζας, με περαιτέρω μείωση του αποθέματος κληρονομημένων προβληματικών δανείων, υγιείς προοπτικές κερδοφορίας και ικανοποιητική κεφαλαιακή βάση. Η τράπεζα περιγράφεται ως ένας από τους κυρίαρχους παίκτες της εγχώριας αγοράς, με ισχυρή ανταγωνιστική θέση, σταθερή χρηματοδότηση από καταθέσεις και σαφώς βελτιωμένους δείκτες ποιότητας ενεργητικού, καθώς ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει υποχωρήσει σε περίπου 1% και ο συνολικός δείκτης προβληματικών στοιχείων σε περίπου 5%.
O Fitch αναμένει ότι η κερδοφορία της Τράπεζας Κύπρου θα παραμείνει ισχυρή, έστω και ελαφρώς χαμηλότερη από τα πολύ υψηλά επίπεδα του 2025. To πρώτο εννιάμηνο ο δείκτης λειτουργικού κέρδους/σταθμισμένου κινδύνου στοιχείων ενεργητικού (RWA) ήταν στο 5,3%, υποστηριζόμενος από ισχυρά καθαρά έσοδα από τόκους και μειωμένη επίδραση από απομειώσεις σε παλαιά, προβληματικά στοιχεία ενεργητικού.
Η Eurobank
Για τη Eurobank Ltd o Fitch επισημαίνει ότι η αναβάθμιση αντανακλά την ενισχυμένη επιχειρηματική της θέση στην Κύπρο, μετά τη συγχώνευση με τη Eurobank Cyprus και την εξαγορά των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων της CNP στο νησί, που αυξάνουν τη διαφοροποίηση των εσόδων και τα μερίδια αγοράς σε εταιρική, ιδιωτική τραπεζική και ασφάλειες. Ο οίκος υπογραμμίζει ότι η τράπεζα διαθέτει ισχυρή εγχώρια παρουσία, σταθερή, ευρέως διασπαρμένη βάση καταθέσεων και πολύ άνετη ρευστότητα, με τον δείκτη δανείων προς καταθέσεις να κινείται σημαντικά κάτω από το 50%.
O Fitch σημειώνει παράλληλα ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν πάνω από τον μέσο όρο του κλάδου, ενώ η ποιότητα του ενεργητικού έχει βελτιωθεί σημαντικά, με τον δείκτη προβληματικών δανείων να κινείται κοντά στο 2% και το χαρτοφυλάκιο να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μετρητά και υψηλής ποιότητας χρεόγραφα, με πολύ περιορισμένο απόθεμα ακινήτων από ανακτήσεις. Ο οίκος εκτιμά ότι η κερδοφορία θα στηριχθεί το 2026-2027 από την υγιή αύξηση των δανείων, ένα μεγαλύτερο και μακροπρόθεσμο χαρτοφυλάκιο τίτλων, μέτριες απομειώσεις δανείων και την υλοποίηση συνεργειών.






