Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η έλευση του φυσικού αερίου αποτελεί το κλειδί για να επιτευχθεί ουσιαστική μείωση στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας και να διασφαλιστεί η επάρκεια στην ηλεκτροδότηση της χώρας. Η έλευση του φυσικού αερίου θα φέρει, όμως και μια δομική αλλαγή στην εγχώρια αγορά ενέργειας: για πρώτη φορά θα έχουμε συμβατική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από έναν ιδιώτη δίνοντας ώθηση στο ουσιαστικό άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού στον ανταγωνισμό.
«Θέλουμε να κάψουμε το πρώτο μόριο αερίου που θα έρθει στην Κύπρο για την παραγωγή ηλεκτρισμού», λέει στον «Π» ο διευθύνων σύμβουλος της Power Energy Cyprus (PEC), συμφερόντων της Cyfield, Γιώργος Χρυσοχός. Η λειτουργία της μονάδας της PEC ισχύος 260 MW θα προσφέρει στο σύστημα το 30% της συμβατικής παραγωγής και θα οδηγήσει άμεσα σε 20% φθηνότερη ενέργεια, προσθέτει. Με την ολοκλήρωση του σταθμού στο Βασιλικό και την έναρξη λειτουργίας του με φυσικό αέριο, η PEC φιλοδοξεί να αποτελέσει βασικό πυλώνα της κυπριακής αγοράς ενέργειας, προσφέροντας φθηνότερη και πιο αποδοτική ηλεκτρική ενέργεια στους καταναλωτές. Όπως εξηγεί ο κ. Χρυσοχός, οι καταναλωτές θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τον προμηθευτή που ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες τους, βάσει τιμών, εξυπηρέτησης και ευκολιών πληρωμής. «Η λειτουργία του σταθμού μας θα φέρει πραγματικό ανταγωνισμό στην αγορά και θα μειώσει σημαντικά το κόστος ηλεκτρισμού», σημειώνει.
Το φυσικό αέριο
Όλα αυτά προϋποθέτουν ότι θα εισαχθεί το φυσικό αέριο στο ενεργειακό μείγμα της Κύπρου, δηλαδή να ολοκληρωθεί ο τερματικός υποδοχής φυσικού αερίου στο Βασιλικό και η ΔΕΦΑ να προχωρήσει στη σύναψη συμβολαίων για την αγορά του καυσίμου.
Στη συζήτησή μας ο κ. Χρυσοχός δεν έκρυψε την ενόχληση, αλλά και την απογοήτευσή του, για το πώς έχει εξελιχθεί η υλοποίηση του έργου στο Βασιλικό. Σήμερα, που δεν υπάρχει ακόμη ένα τελικό χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση των εργασιών στο Βασιλικό, ο διευθύνων σύμβουλος της PEC εισηγείται μια διαφορετική προσέγγιση.
«Από τον Ιούλιο του 2024, όταν οι Κινέζοι τερμάτισαν τη σύμβαση, περιμένουμε με ανυπομονησία την επανέναρξη των εργασιών. Δυστυχώς είμαστε τέλη Μαρτίου του 2025 και ακόμα ούτε καν ο μηχανικός που θα αναλάβει το έργο δεν έχει διοριστεί. Είναι τραγικό, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία που έπρεπε να δώσουν οι αρχές στο έργο. Θα έπρεπε όλες οι διαδικασίες να γίνουν υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης, δηλαδή οι διορισμοί, οι χρόνοι υλοποίησης των διαγωνισμών, η επιλογή των υποψηφίων, όλα. Μέχρι και την κατασκευή. Ευελπιστούμε ότι θα εκπληρωθεί η υπόσχεση που δίδεται δημόσια, υπόσχεση που δόθηκε και σε εμάς, ότι τέλος του 2025 θα έχουμε φυσικό αέριο, νοουμένου ότι θα βρεθεί μηχανικός και νοουμένου ότι βρεθούν οι εργολάβοι για να ολοκληρώσουν το έργο. Εμείς προτείναμε πολλές φορές να γίνει απευθείας διαπραγμάτευση με εργολάβους. Υπάρχει διαδικασία νόμιμη στην Κύπρο, θα μπορούσε να γίνει μια μικρή λίστα με προσοντούχους εργολάβους και να γίνει μια απευθείας διαπραγμάτευση μαζί τους, χωρίς προσφορές ούτως ώστε να ξεκινήσουν οι εργασίες και να αποφευχθούν προσφυγές».
«Κάθε μήνας καθυστέρησης κοστίζει στην κυπριακή οικονομία περίπου €300 εκατομμύρια λόγω υψηλότερου κόστους ηλεκτρισμού», υπογραμμίζει. «Αν το έργο είχε ολοκληρωθεί εγκαίρως, η Κύπρος θα είχε εξοικονομήσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από το κόστος ηλεκτρισμού». «Χρειάζεται», προσθέτει, «συντονισμός και αποφασιστικότητα για να διασφαλίσουμε ότι οι επενδύσεις αυτές θα αποδώσουν καρπούς τόσο για τους επενδυτές όσο και για τους καταναλωτές».
Η επένδυση
Εξ ανάγκης ο προγραμματισμός για την ολοκλήρωση της μονάδας της PEC προσαρμόστηκε στις διαρκείς καθυστερήσεις έλευσης του φυσικού αερίου. Η επέκταση της κατασκευαστικής εταιρείας Cyfield στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, μια επένδυση 200 εκατ. ευρώ αποδείχθηκε μια μεγάλη περιπέτεια, εξηγεί στον «Π» ο κ. Χρυσοχός.
Η καθυστέρηση αύξησε το κόστος κατασκευής κατά €30 εκατ. λόγω πληθωρισμού και ανατιμήσεων υλικών. Επιπλέον, το κόστος χρήματος και οι τόκοι επιβάρυναν σημαντικά την επένδυση. «Αν γνωρίζαμε το 2017 ότι θα αντιμετωπίζαμε αυτές τις δυσκολίες, πιθανότατα δεν θα είχαμε προχωρήσει στην αγορά της εταιρείας», παραδέχεται. «Το αρχικό μας πλάνο προέβλεπε ότι το έργο θα λειτουργούσε έως το 2021».
Η Cyfield απέκτησε την άδεια της PEC από Ρώσους ιδιοκτήτες, οι οποίοι την κατείχαν για πολλά χρόνια. Και εκείνοι είχαν απογοητευτεί από την καθυστέρηση στην έλευση του φυσικού αερίου και αποφάσισαν να την πουλήσουν. «Εμείς εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία, καθώς η άδεια έληγε σύντομα και η ΡΑΕΚ είχε προειδοποιήσει ότι αν δεν υπήρχε δράση, η ανανέωση της άδειας δεν θα ήταν δυνατή. Τον Ιανουάριο του 2018 αγοράσαμε την εταιρεία. Αμέσως ξεκινήσαμε βασικές υποδομές υλοποίησης, όπως η κατασκευή δρόμου που συνδέει τον παλιό δρόμο με το τεμάχιο, το οποίο ήταν περίκλειστο. Η δημιουργία αυτού του δρόμου ήταν απαραίτητη για την έκδοση νέας οικοδομικής άδειας. Όλες οι απαραίτητες άδειες υπήρχαν, αλλά υπήρχαν προϋποθέσεις που έπρεπε να εκπληρωθούν για να είναι έγκυρες. Το πρώτο βήμα μας ήταν να υλοποιήσουμε αυτές τις προϋποθέσεις. Επιπλέον, ολοκληρώσαμε τη συμφωνία πρόσβασης στη θάλασσα μέσω στρατοπέδου το 2019, κάτι που μας έδωσε το δικαίωμα χρήσης της περιοχής».
Αν υποθέσουμε ότι θα επαληθευτεί το καλό σενάριο, η PEC θα είναι έτοιμη να μπει άμεσα στην παραγωγή, αλλά και στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. «Αν το φυσικό αέριο φτάσει έως τα τέλη του 2025, η παραγωγή μπορεί να ξεκινήσει άμεσα μετά τις απαραίτητες δοκιμές και διαδικασίες πιστοποίησης. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, που θα διαρκέσουν περίπου τρεις μήνες, θα παράγεται ηλεκτρική ενέργεια που θα ενσωματώνεται στο δίκτυο», λέει ο κ. Χρυσοχός.
Νέο ενεργειακό περιβάλλον
Ο κ. Χρυσοχός σημειώνει ότι από το 2019 μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει οι συνθήκες στην αγορά και απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις με αιχμή την εγκατάσταση συστημάτων αποθήκευσης. «Το 2021, όταν σχεδιάζαμε το έργο, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) είχαν μικρότερη διείσδυση και τα καύσιμα ήταν φθηνότερα. Σήμερα, η αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ δημιουργεί ανάγκες για αποθήκευση ενέργειας και μονάδες εφεδρείας, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής. Χωρίς αποθήκευση, η διείσδυση των ΑΠΕ θα συνεχίσει να περιορίζεται», λέει.
Η αποθήκευση
Σε αυτό το νέο ενεργειακό περιβάλλον που δημιουργεί η έλευση του φυσικού αερίου ο κ. Χρυσοχός τονίζει τη σημασία της αποθήκευσης ενέργειας ως βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Σημείωσε ότι η Κύπρος, λόγω της ενεργειακής απομόνωσης, αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες στην αξιοποίηση των ΑΠΕ, καθώς η υπερπαραγωγή ενέργειας συχνά οδηγεί σε απώλειες. Η αποθήκευση μέσω μπαταριών ή άλλων τεχνολογιών είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί η ισορροπία του συστήματος και να περιοριστούν οι περικοπές παραγωγής.
Η PEC έχει ήδη λάβει άδεια από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) για την ανάπτυξη μονάδας αποθήκευσης ισχύος 200MWh για δύο ώρες δίπλα στον σταθμό της στο Βασιλικό. Ωστόσο, ο κ. Χρυσοχός εξέφρασε ανησυχίες για την έλλειψη σαφούς πολιτικής σχετικά με τις επιχορηγήσεις για έργα αποθήκευσης. «Οι επενδυτές περιμένουν να δουν τι θα γίνει με τα σχέδια στήριξης, καθώς η ανασφάλεια τους εμποδίζει να προχωρήσουν», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, τόνισε ότι τα υφιστάμενα κρατικά σχέδια χορηγιών αποκλείουν μεγάλο μέρος της αγοράς προς όφελος της ΑΗΚ, δημιουργώντας μονοπωλιακές συνθήκες και αθέμιτο ανταγωνισμό. Προτείνει τη διεξαγωγή μειοδοτικών διαγωνισμών για επιχορηγήσεις, ώστε να διασφαλιστεί η δίκαιη κατανομή πόρων και να ενισχυθεί η αποθήκευση ενέργειας στην Κύπρο.
Η ηλεκτρική διασύνδεση
Σχετικά με τον Great Sea Interconnector, ο κ. Χρυσοχός εξέφρασε σοβαρές ενστάσεις για το εγχείρημα, χαρακτηρίζοντάς το ως πολιτικό έργο με περιορισμένη οικονομική βιωσιμότητα. Σύμφωνα με τον ίδιο, η διασύνδεση δεν θα επιλύσει ουσιαστικά τα προβλήματα επάρκειας και εφεδρείας ηλεκτρικής ενέργειας στην Κύπρο. «Η Ελλάδα και άλλες χώρες ήδη κάνουν περικοπές στην παραγωγή ΑΠΕ. Πώς θα εξάγουμε ή θα εισάγουμε πράσινη ενέργεια όταν οι συνθήκες παραγωγής είναι παρόμοιες;» διερωτήθηκε.
Ο κ. Χρυσοχός επισήμανε ότι το κόστος χρήσης του καλωδίου θα είναι υψηλό, αυξάνοντας το τελικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας κατά περίπου 10%. Υποστήριξε ότι οι χώρες που θα επωφεληθούν περισσότερο από τη διασύνδεση -όπως η Ελλάδα- πρέπει να αναλάβουν το επενδυτικό ρίσκο και το κόστος υλοποίησης του έργου.
Παρά τις ανησυχίες του, αναγνώρισε ότι το έργο έχει πολιτική αξία, καθώς τερματίζει την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και συνδέει τη χώρα με τα ευρωπαϊκά δίκτυα ηλεκτρισμού. Ωστόσο, τόνισε ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι ειλικρινείς με τους πολίτες σχετικά με το αυξημένο κόστος που θα επιφέρει η διασύνδεση.