Η ενεργειακή ασφάλεια της Κύπρου έχει αυξηθεί την εικοσαετία 2002-2022, αλλά μαζί με τη Μάλτα και το Λουξεμβούργο παραμένουν τα πιο ευάλωτα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ στην ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού, σύμφωνα με ανάλυση της Violeta Klyviene, ανώτερης οικονομολόγου στη Διεύθυνση Πολιτικής Στρατηγικής και Θεσμικών Σχέσεων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) και του Matjaž Sušec, επικεφαλής της Διεύθυνσης Στρατηγικής Πολιτικής και Θεσμικών Σχέσεων του ΕΜΣ.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσιάζονται σε blog, με τον τίτλο «Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να ενισχύσουν την ενεργειακή ασφάλεια», η Κύπρος έχει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση και βρίσκεται μακριά από τον μέσο όρο του δείκτη που έχουν υπολογίσει οι δύο αναλυτές του ΕΣΜ (γράφημα 1).
Ο υπολογισμός του δείκτη ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού χρησιμοποιεί δεδομένα σχετικά με i) τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας στο συνολικό ενεργειακό ii) τη διαφοροποίηση των εισαγωγών ανά πηγή ενέργειας και περιοχή, iii) και έναν παράγοντα πολιτικής σταθερότητας.
Όπως μαρτυρά και ο τίτλος του blog, η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ συμβάλλει αποφασιστικά στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας. Τα στοιχεία του ΕΣΜ δείχνουν ότι η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ έχει αυξηθεί αισθητά στην Κύπρο, πλησιάζει τον μέσο όρο, αλλά απέχουμε αισθητά από τις επιδόσεις χωρών με λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες για μαζική παραγωγή ΑΠΕ. Η Φινλανδία βρίσκεται στην κορυφή και έχει τον υψηλότερο δείκτη ενεργειακής ασφάλειας.
«Η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί κλειδί για τη στρατηγική αυτονομία και την οικονομική ανθεκτικότητα της ζώνης του ευρώ. Η πρόοδος που σημειώθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες περιορίστηκε από τις διαταραχές στις αγορές ενέργειας που προκάλεσαν ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία και τα έντονα καιρικά φαινόμενα το 2022. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις θα μπορούσαν να την εμποδίσουν περαιτέρω. Για να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα σε κλονισμούς του ενεργειακού εφοδιασμού, τα μέλη της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να συνεχίσουν να αυξάνουν τη χρήση της εγχώριας παραγόμενης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, που αποτελεί προτεραιότητα στην ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)», τονίζεται στο blog.
«Η ενεργειακή ασφάλεια», εξηγούν οι Klyviene και Sušec, «έχει αυξηθεί στα περισσότερα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σύμφωνα με την ανάλυσή μας, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία. Αυτό ισχύει επίσης, κατά μέσο όρο, για τη ζώνη του ευρώ στο σύνολό της. Αυτό αντικατοπτρίζεται στις βαθμολογίες της περιοχής στον δείκτη μας για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τους διάφορους παράγοντες διαφοροποίησης, ιδίως τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η μελέτη μας δείχνει ότι η αυξημένη εξάρτηση από τις ανανεώσιμες πηγές και την πυρηνική ενέργεια μείωσε την εξάρτηση ορισμένων χωρών από τα ορυκτά καύσιμα και την εισαγόμενη ενέργεια, βελτιώνοντας τελικά την ενεργειακή ασφάλεια. Μεταξύ άλλων, η ενεργειακή ασφάλεια επιδεινώθηκε στην Ολλανδία, λόγω της σταδιακής κατάργησης της εγχώριας παραγωγής φυσικού αερίου, και στη Γερμανία, μετά τη μείωση της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας και τις πιο συγκεντρωμένες εισαγωγές ενέργειας μέσω του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream».
Ο ρόλος των ΑΠΕ
Στο blog αναφέρεται ότι «οι τιμές του δείκτη ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού δείχνουν ότι οι χώρες με ευρέως διαφοροποιημένα ενεργειακά μείγματα και υψηλό ποσοστό τοπικά παραγόμενης ενέργειας έχουν το υψηλότερο επίπεδο ενεργειακής ασφάλειας στη ζώνη του ευρώ. Η μακροπρόθεσμη ενεργειακή ασφάλεια μπορεί να επιτευχθεί με την αντικατάσταση των εισαγόμενων ορυκτών καυσίμων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Τα ενεργειακά συστήματα χωρίς άνθρακα και με ευρεία ανεξαρτησία θα μειώσουν μακροπρόθεσμα το ενεργειακό κόστος και θα καταστήσουν την Ευρώπη πιο ανθεκτική σε μελλοντικές γεωπολιτικές κρίσεις. Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην κατανάλωση της ζώνης του ευρώ έφτασε κατά μέσο όρο το 25% το 2022. Αυτό δείχνει ότι η μετάβαση από τις εισαγόμενες πηγές ενέργειας με υψηλές εκπομπές απέχει πολύ από το να ολοκληρωθεί. Οι προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν. Διάφορες πολιτικές της ΕΕ, όπως η νέα οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που εγκρίθηκε το φθινόπωρο του 2023, θέτουν πιο φιλόδοξους στόχους με στόχο την περαιτέρω βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας. Η εν λόγω οδηγία απαιτεί τουλάχιστον το 42,5% της ενέργειας στην ΕΕ να είναι ανανεώσιμη έως το 2030, σύμφωνα με τις πρωτοβουλίες Green Deal και REPowerEU. Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για να για την επίτευξη αυτού του στόχου και τελικά για την επίτευξη στρατηγικής και βιώσιμης οικονομικής ανθεκτικότητα», καταλήγουν τα δύο υψηλόβαθμα στελέχη του ΕΜΣ.