Η Κύπρος δεν έχει ξεμπερδέψει ακόμη με τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, με τα τρωτά σημεία να σχετίζονται με το ιδιωτικό, το δημόσιο και το εξωτερικό χρέος, τα οποία έχουν συνολικά υποχωρήσει αλλά παραμένουν σημαντικά.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κύπρος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μακροοικονομικές ανισορροπίες και ζητούνται πρόσθετες ενέργειες. Το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί περαιτέρω. Το χρέος των νοικοκυριών όσο και το χρέος των επιχειρήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ συνέχισαν να μειώνονται, παραμένοντας υψηλά. Ωστόσο, παρατηρεί η Επιτροπή, το εταιρικό και το εξωτερικό χρέος διογκώνεται από το χρέος οντοτήτων ειδικού σκοπού, οι οποίες ενέχουν περιορισμένους κινδύνους για την εγχώρια οικονομία.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Σε ό,τι αφορά το ιδιωτικό χρέος (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) η προσοχή εστιάζεται στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ).
«Το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων που κατέχουν οι τράπεζες έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, μεταξύ άλλων το 2023, και η επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις εταιρείες απόκτησης πιστώσεων αναμένεται να στηρίξει την περαιτέρω μείωση του ιδιωτικού χρέους», τονίζεται στις συστάσεις για την κυπριακή οικονομία που εξέδωσε την περασμένη εβδομάδα το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών (ECOFIN)
Παρ' όλα αυτά, οι αυστηρότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες είναι πιθανό να αυξήσουν την πίεση στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, προστίθεται.
Ο κίνδυνος μιας αύξησης των ΜΕΔ εντείνει την πίεση για να υπάρξει περαιτέρω μείωση των «κόκκινων» δανείων σήμερα.
Υπενθυμίζεται ότι σειρά από διεθνείς οργανισμούς καθώς και οίκοι αξιολόγησης εξακολουθούν να παρακολουθούν προσεκτικά το ζήτημα της περαιτέρω μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Κύπρο και ειδικά τον τρόπο υλοποίησης του πλαισίου για τις εκποιήσεις.
«Οι επανειλημμένες αναστολές του πλαισίου αναγκαστικής εκτέλεσης (εκποιήσεις) επιβράδυναν τις λύσεις για τα μη εξυπηρετούμενα δανείων. Τον Δεκέμβριο (2023), το Κοινοβούλιο ψήφισε έναν νέο Νόμο περί Εκποιήσεων, η αποτελεσματική εφαρμογή του οποίου θα είναι απαραίτητη για τη μείωση, την επίλυση και τη διαχείριση των υφιστάμενων και μελλοντικών μη εξυπηρετούμενων δανείων», αναφέρει στην ετήσια έκθεσή του ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ).
Ο ΕΜΣ σημειώνει και τις θετικές επιδόσεις το 2023 του κυπριακού τραπεζικού τομέα, αλλά και τις προκλήσεις που έχει μπροστά του, οι οποίες μπορούν να τον επηρεάσουν.
«Η αύξηση των επιτοκίων και η αργή μετακύλιση στις καταθέσεις ώθησαν τα κέρδη των τραπεζών και τα τους δείκτες φερεγγυότητας σε υψηλά επίπεδα δεκαετίας. Ωστόσο, η επίτευξη βιώσιμης κερδοφορίας, μόλις σταθεροποιηθεί το περιβάλλον των επιτοκίων, μπορεί να παραμείνει πρόκληση μεσοπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα. Μετά την αύξηση των επιτοκίων, μεγάλοι όγκοι δανείων επαναδιαπραγματεύτηκαν, ενώ η νέα δανειοδοτική δραστηριότητα ήταν μέτρια. Παρ' όλα αυτά, ο τομέας διατήρησε άνετα επίπεδα ρευστότητας λόγω της άφθονης και σταθερής καταθετικής βάσης», αναφέρει ο ΕΜΣ.
Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Χριστόδουλος Πατσαλίδης, σε πρόσφατη τοποθέτησή του στη γενική συνέλευση του Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου σημείωνε ότι «παρά την αύξηση των επιτοκίων από τα μέσα του 2022, και τη συνεπαγόμενη αυξημένη δυσκολία των δανειοληπτών για αποπληρωμές, η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού του τραπεζικού τομέα δεν έχει επιδεινωθεί. Χρειάζεται όμως επαγρύπνηση δεδομένου ότι οι αρνητικές επιπτώσεις από την άνοδο των επιτοκίων μπορεί να λάβουν χώρα με χρονική υστέρηση. Συνυπολογίζοντας όμως τις μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις που διαχειρίζονται οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων, ο όγκος των ΜΕΧ που παραμένει στην πραγματική οικονομία εξακολουθεί να είναι μεγάλος, ενώ σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προβλέψεις αναμένεται χειροτέρευση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού κατά το 2024. Επομένως, οι πρόσφατες τροποποιήσεις που έχουν γίνει στο νομοθετικό πλαίσιο για τις εκποιήσεις αλλά και για τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο πρέπει να τύχουν αξιοποίησης από όλους τους εμπλεκόμενους. Από πλευράς τραπεζών, είναι υψίστης σημασίας να επιτυγχάνεται εγκαίρως ο εντοπισμός των πελατών που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες με στόχο την εξεύρεση ενός βιώσιμου πλάνου αποπληρωμής των δανείων. Κάτι τέτοιο, περιορίζει το κόστος τόσο για τις τράπεζες όσο και για τους δανειολήπτες, ενώ αποφεύγεται η εφαρμογή δραστικότερων μέτρων.
To δημόσιο χρέος
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται με ταχείς ρυθμούς και η Κύπρος προβλέπεται να διατηρήσει δημοσιονομικά πλεονάσματα φέτος και το επόμενο έτος, γεγονός που θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του λόγου του χρέους.
Με βάση στοιχεία επικυρωμένα από τη Eurostat, το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης της Κύπρου αυξήθηκε από 2,7% του ΑΕΠ το 2022 σε 3,1% το 2023, ενώ το χρέος της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε από 85,6% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022 σε 77,3% στο τέλος του 2023.
Το μακροοικονομικό σενάριο στο οποίο στηρίζονται οι δημοσιονομικές προβολές προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,9% το 2024 και 3,1% το 2025 και προβλέπει πληθωρισμό 2,5% το 2024 και 2% το 2025.
Το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί στο 2,9% του ΑΕΠ το 2024 και στο 2,8% του ΑΕΠ το 2025, ενώ ο λόγος του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί στο 70,6% έως το τέλος του 2024 και στο 65,5% έως το τέλος του 2025. Μετά το 2025, ο λόγος του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί στο 59,2% του ΑΕΠ το 2026 και στο 54,2% του ΑΕΠ το 2027.
Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
Το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε περαιτέρω το 2023 σε μεγάλο βαθμό λόγω της συνεχιζόμενης ισχυρής εγχώριας ζήτησης και του επαναπατρισμού κερδών. Αναμένεται να παραμείνει μεγάλο φέτος και το επόμενο έτος. Η εξαιρετικά αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση δεν βελτιώθηκε πέρυσι και αναμένεται να επιδεινωθεί, εκτός εάν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βελτιωθεί αισθητά. Έχουν καταβληθεί εκτεταμένες προσπάθειες πολιτικής για την αντιμετώπιση των τρωτών σημείων που έχουν εντοπιστεί.
«Η πλήρης και έγκαιρη εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανακάμψης και Ανθεκτικότητας και περαιτέρω μέτρα αναμένεται να συμβάλουν στην επέκταση των εξαγωγών και στην άμβλυνση της υπερβολικής εξάρτησης από τις εισαγωγές πετρελαίου», τονίζεται στις συστάσεις.