Κάτω από το μικροσκόπιο της Αρχής κατά της Διαφθοράς βρέθηκαν, πρόσφατα, επτά δικαστές των Επαρχιακών Δικαστηρίων, οι οποίοι ελέχθησαν για διαφθορά μετά από καταγγελίες που υποβλήθηκαν εναντίον τους και αφορούσαν κατ' ισχυρισμό σύγκρουση συμφέροντος, εύνοια σε διάδικο και κακοδικία. Οι έξι καταγγελίες ήταν επώνυμες και υποβλήθηκαν από πολίτες που είχαν παράπονο από τους δικαστές που εκδίκασαν τις υποθέσεις τους. Η έβδομη καταγγελία ήταν ανώνυμη και στρεφόταν κατά συγκεκριμένου δικαστή για σύγκρουση συμφέροντος και, ειδικότερα, για φερόμενη μεροληπτική στάση αναφορικά με τον χειρισμό υποθέσεων των οποίων διάδικοι είναι πιστωτικό ίδρυμα και εταιρεία εξειδικευμένη στη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Και οι επτά καταγγελίες εξετάστηκαν από την Αρχή κατά της Διαφθοράς και απορρίφθηκαν καθώς δεν διαπιστώθηκαν στοιχεία που να καταδεικνύουν πράξεις διαφθοράς.
Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει ο «Π», πέραν της γραπτής ενημέρωσης στην οποία προέβη η Αρχή κατά της Διαφθοράς προς τους καταγγέλλοντες για τους λόγους που απορρίφθηκαν οι καταγγελίες τους, τους υπέδειξε ότι τόσο τα ζητήματα μεροληψίας όσο και της σύγκρουσης συμφέροντος που αφορούν τους δικαστές εγείρονται και/ή επιλύονται κατά τη διάρκεια εκδίκασης των υποθέσεων, όπου οι παραπονούμενοι θα είχαν κάθε δικαίωμα να ζητήσουν την εξαίρεση των δικαστών από την εκδίκαση των υποθέσεών τους με σχετικό αίτημα εφόσον αποδείκνυαν τις καταγγελίες τους περί μεροληψίας και σύγκρουσης συμφέροντος. Κάτι που δεν έγινε.
Διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση όπου δικαστής αποφασίσει να μην εξαιρεθεί κατόπιν σχετικού αιτήματος διαδίκου, και υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν σε πράξη διαφθοράς σε σχέση με την εκδίκαση της υπόθεσης, τότε, η καταγγελία εμπίπτει εντός των αρμοδιοτήτων της Αρχής κατά της Διαφθοράς και δύναται, με βάση τους Κανονισμούς που διέπουν τη σύσταση και λειτουργία της, να τη διερευνήσει αμέσως και να την αξιολογήσει.
Τρεις καταγγελίες για ανώτερο δημόσιο υπάλληλο
H Aρχή κατά της Διαφθοράς εξέτασε και ανώνυμες καταγγελίες που στρέφονταν εναντίον υψηλόβαθμου δημόσιου υπάλληλου του Υπουργείου Εσωτερικών. Οι καταγγελίες απορρίφθηκαν εξαιτίας απουσίας επαρκών στοιχείων. Επειδή οι καταγγελίες υποβλήθηκαν ανώνυμα, οι λειτουργοί της Αρχής κατά της Διαφθοράς δεν ήταν σε θέση να επικοινωνήσουν με το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που προέβησαν στις καταγγελίες για να εξασφαλιστούν πρόσθετα στοιχεία. Αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της έρευνας και να αρχειοθετηθεί. Οι καταγγελίες αφορούσαν τα εξής:
1 Δημόσιος υπάλληλος, που κατονομάζεται, προβαίνει σε ενέργειες με σκοπό να διαγραφεί σύλλογος στη Λεμεσό και να χάσει το δικαίωμα χρήσης του οικήματος το οποίο ενοικιάζει για 35 χρόνια. Οι ενέργειες αφορούν, μεταξύ άλλων, απειλές προς τα μέλη και τον πρώην πρόεδρο του συλλόγου και αποστολή επιστολών με τον ισχυρισμό πως ο σύλλογος είναι υπό διάλυση.
2 Παράνομη λειτουργία και/ή διαχείριση του εστιατορίου του συλλόγου, του οποίου η παράνομη λειτουργία είναι εις γνώσιν και/ή συγκαλύπτεται από τον υπό αναφορά ανώτερο δημόσιο υπάλληλο, το Υπουργείο Εσωτερικών, τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού και την Αστυνομία.
3 Περίπτερο, του οποίου ο ιδιοκτήτης κατείχε θέση σε κοινοτικό συμβούλιο, λειτουργεί παράνομα χωρίς πολεοδομικές άδειες. Η παράνομη λειτουργία του περιπτέρου συγκαλύπτεται από τον εν λόγω ανώτερο δημόσιο υπάλληλο, ενώ διατυπώνονται απειλές για να μην λειτουργήσει άλλο περίπτερο στην περιοχή.
Επειδή οι πιο πάνω καταγγελίες ήταν ανώνυμες, δεν κατέστη δυνατή η περαιτέρω έρευνα για εξεύρεση επιπρόσθετων στοιχείων. Ως εκ τούτου, βάσει των ισχυρισμών αλλά και των στοιχείων που υποβλήθηκαν ενώπιόν της, η Αρχή κατά της Διαφθοράς αποφάνθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται το ποινικό αδίκημα της διαφθοράς σε βάρος του εν λόγω δημόσιου υπαλλήλου.
Το σωματείο-καζίνο
Υποβλήθηκε στην Αρχή κατά της Διαφθοράς ανώνυμη καταγγελία στην οποία αναφερόταν ότι συγκεκριμένο σωματείο λειτουργεί παράνομα ως καζίνο και ότι δεν εφαρμόζει την κείμενη νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία των σωματείων και ιδρυμάτων. Πρόσθετα, στην ανώνυμη καταγγελία αναφερόταν πως έχει γίνει έλεγχος από την Αστυνομία στο εν λόγω υποστατικό όπου ελέγχθηκε πως λειτουργεί με την άδεια της Νομικής Υπηρεσίας και ότι είναι εγγεγραμμένο ως σωματείο. Σημειώνεται ότι την εγγραφή σωματείων εγκρίνει ο εφορος Σωματείων και Ιδρυμάτων Επαρχίας.
Όπως αποφάνθηκε η Αρχή κατά της Διαφθοράς, δεν έχουν προσκομιστεί επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν την περαιτέρω εξέταση της εν λόγω ανώνυμης καταγγελίας. Σημειώνεται ότι η Αρχή κατά της Διαφθοράς έχει διαπιστώσει κατόπιν έρευνας, στην οποία προέβη, ότι το εν λόγω υποστατικό λειτουργεί έχοντας εξασφαλίσει όλες τις απαραίτητες άδειες για να διεξάγει τις σχετικές δραστηριότητες ως σωματείο.
Γενικές και αόριστες καταγγελίες
Η Αρχή κατά της Διαφθοράς υποχρεώθηκε να απορρίψει αρκετές ανώνυμες καταγγελίες για διαφθορά που υποβλήθηκαν ενώπιόν της και στρέφονταν εναντίον δημόσιων και κρατικών λειτουργών, διότι ήταν γενικές και αόριστες και η Αρχή δεν είχε τρόπο επικοινωνίας με τους καταγγέλλοντες για να ζητηθούν πρόσθετα στοιχεία και διευκρινίσεις. Είναι γ' αυτόν τον λόγο που η Αρχή κατά της Διαφθοράς με πρόσφατη ανακοίνωσή της ζήτησε όπως με τις ανώνυμες καταγγελίες υποβάλλονται όλα τα σχετικά στοιχεία και πληροφορίες για να δύναται η Αρχή να τις εξετάσει.
Η Αρχή κατά της Διαφθορά,ς προτού αρχίσει οποιαδήποτε διαδικασία διερεύνησης, μελετά την καταγγελία/πληροφορία που έχει περιέλθει σε γνώση της με οποιονδήποτε τρόπο προκειμένου να καταλήξει κατά πόσο αφορά πράξη διαφθοράς. Στην περίπτωση που καταλήξει ότι η καταγγελία/πληροφορία δεν αφορά πράξη διαφθοράς, η Αρχή πληροφορεί σχετικά γραπτώς το πρόσωπο το οποίο υπέβαλε την καταγγελία/πληροφορία. Αν δεν είναι διαθέσιμα τα στοιχεία του καταγγέλλοντος, τότε, γίνεται σχετική ανάρτηση στην ιστοσελίδα της Αρχής.
Σε περίπτωση κατά την οποία η Αρχή κατά της Διαφθοράς, σε οποιοδήποτε στάδιο εξέτασης ή/και διερεύνησης καταγγελίας ή πληροφορίας, κρίνει ότι διαφαίνεται η διάπραξη του αδικήματος της διαφθοράς, προχωρεί σε διερεύνηση με τον διορισμό λειτουργών επιθεώρησης. Στην περίπτωση κατά την οποία διαφανεί η διάπραξη άλλου αδικήματος, το οποίο, όμως, δεν συνδέεται με πράξη διαφθοράς, η Αρχή ενημερώνει σχετικά τον Γενικό Εισαγγελέα για τις δικές του ενέργειες.