Έξι στους δέκα Κυπρίους συμφωνούν με τη νομιμοποίηση της ευθανασίας ή της υποβοηθούμενης από γιατρό αυτοκτονίας ή του θανάτου στη χώρα μας, την ίδια στιγμή που πέντε στους δέκα δηλώνουν ότι εάν έρχονταν αντιμέτωποι με πολύ δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και σοβαρά προβλήματα υγείας θα εξέταζαν το ενδεχόμενο της ευθανασίας ή του υποβοηθούμενου από γιατρό θανάτου ή της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν μέσα από έρευνα της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου, σύμφωνα με την οποία το 79% υποστηρίζει να υπάρχει το δικαίωμα αυτό σε ασθενείς με ανίατες και βασανιστικές χρόνιες ασθένειες. Τα παραπάνω δεδομένα επικαλείται η βουλεύτρια του ΑΚΕΛ και πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής Ειρήνη Χαραλαμπίδου, η οποία επαναφέρει στο τραπέζι την πρόταση νόμου που είχε καταθέσει τον Ιούνιο του 2023 για τον ιατρικώς υποβοηθούμενο τερματισμό της ζωής (ευθανασία). «Είμαι επηρεασμένη και από δικά μου βιώματα, όπως και χιλιάδων πολιτών, οι οποίοι είδαν τους δικούς τους ανθρώπους να υποφέρουν και παρακαλούσαν να φύγουν για να γλυτώσουν. Ακόμη και κανένας στην Κύπρο να μην το επιλέξει, πρέπει να προσφέρουμε το δικαίωμα. Υπενθυμίζω υπόθεση στην Πάφο, όπου σύζυγος τερμάτισε τη ζωή της συζύγου του διότι υπέφερε, για δύο χρόνια ήταν στα δικαστήρια και τελικά αθωώθηκε. Σήμερα αρκετοί καταφεύγουν στην Ελβετία», ανέφερε χθες η κ. Χαραλαμπίδου, με τη βουλεύτρια να επικαλείται στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ο αριθμός των Κυπρίων που επέλεξαν να μεταβούν στην Ελβετία, όπου εφαρμόζεται η ευθανασία και ο ιατρικώς υποβοηθούμενος τερματισμός της ζωής, κυμαίνεται στους τριάντα.
Θα αποφασίζει ο ασθενής
Η πρόταση, όπως εξάλλου εξήγησε η κ. Χαραλαμπίδου, μιλώντας στον Πολίτη 107.6& 97.6 και στην εκπομπή «Δεύτερη ματιά στα γεγονότα», αφορά ανθρώπους που βρίσκονται σε μια καταληκτική κατάσταση. Δεν είναι, πρόσθεσε, «απόφαση μεταξύ ζωής και θανάτου. Απλώς σεβόμαστε το δικαίωμα του ανθρώπου να φύγει με τον τρόπο που επιθυμεί». Ενώ παράλληλα σημείωσε ότι «ο ασθενής παίρνει την απόφαση για τον εαυτό του. Κανένας άλλος, ούτε συγγενής ούτε μέλος του οικογενειακού του κύκλου, δεν μπορεί να το αποφασίσει ή να το αποτρέψει», για να διευκρινίσει στη συνέχεια ότι η πρόταση δεν αφορά στους ανήλικους, καθώς θα επρόκειτο για απόφαση που έπρεπε να λάβει ο κηδεμόνας. Η βουλεύτρια του ΑΚΕΛ απάντησε την ίδια στιγμή και σε ερώτηση ως προς το εάν η κοινωνία είναι έτοιμη για εφαρμογή μιας τέτοιας νομοθεσίας ή εάν υπάρχουν θρησκευτικά ή άλλα κωλύματα, όπου, επικαλούμενη την έρευνα που διεξήχθη από την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής Κύπρου, είπε ότι η πλειονότητα των συμμετεχόντων συμφωνούν με τη νομιμοποίηση της ευθανασίας, την ίδια στιγμή που το ποσοστό των ατόμων που δήλωσαν ότι διαφωνούν είναι πολύ μικρό, για την ακρίβεια κάτω από το 18% των ατόμων που ερωτήθηκαν. Η κ. Χαραλαμπίδου ανέφερε επίσης ότι μέσω των υπηρεσιών της Βουλής έγινε έρευνα σε άλλα Κοινοβούλια και από τις 29 απαντήσεις που έλαβαν διαπιστώθηκε πως σε 12 χώρες εφαρμόζεται η ευθανασία ή η ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία, μεταξύ αυτών η Αυστραλία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ολλανδία κ.ά. Σε άλλες 4 χώρες, τη Γαλλία, την Αγγλία, τη Σλοβενία και την Ιρλανδία, η συζήτηση για το ίδιο θέμα είναι σε προχωρημένο στάδιο. Σημείωσε δε ότι στην Αυστρία ο συγκεκριμένος νόμος ψηφίστηκε μετά από καταδικαστική για τη χώρα απόφαση δικαστηρίου πρόσφατα κατόπιν προσφυγής ατόμου που ήθελε να προχωρήσει σε ευθανασία. Σημείωσε επίσης ότι η σχετική νομοθεσία πέρασε στην Ισπανία και την Πορτογαλία που είναι καθολικές χώρες με έντονο θρησκευόμενο αίσθημα. Η ανακουφιστική φροντίδα για τον ασθενή, πρόσθεσε, αποτελεί πρόνοια της πρότασης νόμου και προτάσσεται ως επιλογή για τον ασθενή, αλλά αφορά το τελικό στάδιο.
Η πρόταση νόμου κατατέθηκε -υπενθυμίζεται- από την κ. Χαραλαμπίδου τον Ιούνιο του 2023, με την ίδια να απαντά σε ερώτηση ως προς το γιατί δεν έχει αρχίσει ακόμη η συζήτηση επί της πρότασης, σημειώνοντας ότι «αυτό έγινε σε μια προσπάθεια να δοθεί χρόνος στα κόμματα και στους βουλευτές να μελετήσουν την πρόταση και να σχηματίσουν άποψη επί του θέματος χωρίς να επηρεάζονται από το γεγονός ότι όταν κατατέθηκε η πρόταση ήμασταν σε προεκλογική περίοδο».
Η πρόταση
Όσον αφορά τώρα τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα εφαρμόζεται ο ιατρικώς υποβοηθούμενος τερματισμός της ζωής, σύμφωνα με την πρόταση νόμου, η προτεινόμενη νομοθεσία θα εφαρμόζεται στην περίπτωση ατόμων που πάσχουν με κάποια ανίατη ασθένεια. Με τον ασθενή να έχει δικαίωμα σε παροχή υπηρεσιών ιατρικώς υποβοηθούμενου τερματισμού ζωής από τον θεράποντα ιατρό και/ή τον εντεταλμένο ιατρό, είτε με τη μέθοδο της ενεργητικής ευθανασίας είτε με τη μέθοδο της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, εφόσον:
Δεν είναι ψυχικά ασθενής ή δεν έχει κηρυχθεί πρόσωπο ανίκανο, δυνάμει των διατάξεων του περί Διαχείρισης Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμου.
Η παθολογική κατάσταση του ατόμου έχει επιβεβαιωθεί από τον θεράποντα ιατρό και/ή τον εντεταλμένο ιατρό και το προσδόκιμο ζωής του δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
Το άτομο έχει εκφράσει προφορικά ενώπιον του ιατρού του τουλάχιστον δύο φορές και σε διάστημα όχι μικρότερο των δεκαπέντε ημερών μεταξύ τους τη βούλησή του να λάβει τις υπηρεσίες ιατρικώς υποβοηθούμενου τερματισμού της ζωής, καθορίζοντας ή όχι εκ των προτέρων την προτιμητέα για τον ίδιο νόμιμη μέθοδο. Στη συνέχεια, το άτομο δηλώνει την επιθυμία του για τρίτη φορά, με γραπτή του δήλωση, η οποία επισυνάπτεται σε έντυπο, το οποίο συμπληρώνεται από ιατρό και ακολούθως υπογράφεται από τον ίδιο ενώπιον δύο μαρτύρων. Ο ιατρός οφείλει να παράσχει διαβεβαίωση ότι κατά την υπογραφή του εντύπου από τον πάσχοντα, αυτός δεν πάσχει από οποιαδήποτε ψυχική νόσο ή άλλη διανοητική διαταραχή, μη σχετιζόμενη καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με την ασθένεια από την οποία ούτος πάσχει, κατά τρόπο που να περιορίζεται η κρίση και/ή η βούλησή του.
Βεβαιώνεται από τον ιατρό ότι ο πάσχων έχει ενημερωθεί αναφορικά με τις παρεχόμενες για την περίπτωσή του υπηρεσίες στήριξης και φροντίδας και ότι, παρά ταύτα, εξακολουθεί να εμμένει στην αρχική δήλωση βουλήσεώς του.