Σεξουαλική κακοποίηση παιδιού αφορούσε άλλη μια υπόθεση που απασχόλησε τα δικαστήρια, αυτή τη φορά σε επίπεδο Εφετείου. Πρόκειται για την περίπτωση 63χρονου οδηγού ταξί ο οποίος τον Μάρτιο του 2015 είχε θεαθεί σε δημόσιο χώρο στην Πάφο να ασελγεί σε 13χρονη με μέτρια νοητική στέρηση και αφού κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες της άσεμνης επίθεσης και της κατάχρησης ευάλωτης θέσης παιδιού λόγω διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας, του επιβλήθηκαν αντίστοιχα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 και 7 ετών.
Την καταδίκη αλλά και την ποινή ο 63χρονος προσέβαλε με έφεση και χθες το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι λανθασμένα κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία υπήρξε εύρημα ενοχής και για τη δεύτερη κατηγορία. Συγκεκριμένα εξήγαγε το συμπέρασμα ότι οι μαρτυρίες που προσφέρθηκαν δεν αποδείκνυαν ότι ο εφεσείων γνώριζε από προηγουμένως τη 13χρονη ή είχε γνώση για τη νοητική της κατάσταση και για τον λόγο αυτό παραμέρισε την ποινή των 7 ετών. Την ίδια όμως στιγμή αύξησε την ποινή για την άσεμνη επίθεση από τα 3 στα 5 χρόνια, προσμετρώντας ως ιδιαίτερο επιβαρυντικό παράγοντα τη διαφορά της ηλικίας που ο εφεσείων είχε με το παιδί.
Υπενθυμίζεται ότι ήταν και αυτή μια από τις υποθέσεις που απασχόλησαν έντονα την κοινή γνώμη. Σύμφωνα με τα όσα είχαν ακουστεί πρωτόδικα, το παιδί είχε προσεγγίσει τον 63χρονο ζητώντας του χρήματα για να αγοράσει γλυκά και αυτός της έδωσε δύο ευρώ. Όμως κάθε άλλο παρά άδολη ήταν η πράξη του αφού την επίδικη ημέρα θεάθηκε από πολίτη να βρίσκεται σε χώρο στάθμευσης με την ανήλικη και να την παρενοχλεί σεξουαλικά, δηλαδή τη φιλούσε στο στόμα και τον λαιμό και επίσης τη θώπευε σε διάφορα μέρη του σώματός της. Ο πολίτης που ήταν μάρτυρας του περιστατικού κατέγραψε τους αριθμούς εγγραφής του οχήματός του και κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία, ενώ ήταν βάσει της δικής του και μόνο μαρτυρίας που επιτεύχθηκε η καταδίκη του αφού ούτε η μαρτυρία του παιδιού στάθηκε ικανή να υποστηρίξει τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και οι οποίες ήταν περισσότερες από εκείνες για τις οποίες τελικά κρίθηκε ένοχος.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορθά ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης. Αναφορικά όμως με το αδίκημα της κατάχρησης ευάλωτης θέσης παιδιού λόγω διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας, έχουμε διεξέλθει με μεγάλη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και όντως δεν έχουμε εντοπίσει να διατυπώνεται οποιοδήποτε εύρημα για το ότι ο εφεσείων γνώριζε για τη διανοητική αναπηρία της ανήλικης. Η διαπίστωση της κλινικής ψυχολόγου ’ότι κάποιος που έχει επικοινωνία και επαφή μαζί της και γνωρίζει παιδιά της ηλικίας της μπορεί να κατανοήσει ότι έχει δυσκολίες στα θέματα κατανόησης και στη γνωσιοαντιληπτική της ικανότητα’ δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε για τη νοητική της δυσκολία, ούτε προκύπτει βέβαια ότι γνώριζε την ανήλικη από προηγουμένως», σημειώνεται στην απόφαση.
Έχει αξία η παραδοχή σε τέτοια εγκλήματα
Για την αύξηση της ποινής για το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης από τα 3 στα 5 χρόνια, το Εφετείο τοποθετήθηκε ως εξής: «Τα δικαστήρια στο δύσκολο έργο της επιβολής ποινής είναι επιβεβλημένο να προστατεύουν το αγαθό που ο νομοθέτης ευλόγως θέλησε να προστατευθεί, δηλαδή τα παιδιά. Το θύμα στην προκειμένη περίπτωση, ούσα 13 χρόνων, ήταν στην προστατευόμενη εκείνη ηλικία που ακριβώς καθιστά το αδίκημα σοβαρό, γι’ αυτό και η προνοούμενη υπό του νόμου ποινή είναι η 20ετής φυλάκιση. Επιβαλλόταν συνεπώς η ποινή του πρωτόδικου δικαστηρίου να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από επίδοξους παραβάτες.
Επιβαρυντικοί παράγοντες είναι αυτοί που ελέχθησαν ήδη, όμως ιδιαίτερη βαρύτητα έχει το γεγονός της ηλικίας του εφεσείοντα σε σχέση με την ηλικία του θύματος. Ακριβώς η ακραία διαφορά προσδίδει στο αδίκημα τέτοιαν απαξία, που πρέπει να αντανακλάται και στο ύψος της ποινής.
Πολλάκις εκφράσαμε την αξία της παραδοχής, ειδικά σε σεξουαλικά αδικήματα, όπου το θύμα δεν υποβάλλεται στη βάσανο της μαρτυρίας, κάτι που εδώ δεν ισχύει. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τη διαφορά στην ανώτατη προνοούμενη ποινή του δικού μας νόμου, που είναι 20 αντί 14 χρόνια ως η Αγγλία, αλλά και την τεράστια διαφορά ηλικίας μεταξύ θύτη και θύματος, κρίνουμε ότι η ποινή των 5 ετών εξυπηρετεί ορθά τους σκοπούς του νόμου».