Η κυβέρνηση κατέθεσε στη Βουλή το νομοσχέδιο για τους προστατευόμενους πληροφοριοδότες (whistle-blowers) για υποθέσεις διαφθοράς. Ωστόσο είναι άγνωστο πότε θα ψηφιστεί και αν θα ψηφιστεί πριν από τις προεδρικές εκλογές. Ακόμα και όταν ψηφιστεί και γίνει νόμος, είναι επίσης άγνωστο αν θα λειτουργήσει, καθώς τα μεγέθη της Κύπρου και οι σχέσεις γνωριμίας ενδεχομένως να λειτουργήσουν ανασταλτικά. Με λίγα λόγια, το νομοσχέδιο ενθαρρύνει όσους επιθυμούν να καταγγείλουν πράξεις διαφθοράς στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα, να το κάνουν χωρίς να κινδυνεύουν με την αποκάλυψη της ταυτότητάς τους και βεβαίως με συνέπειες από τη συνεργασία τους με τις αρμόδιες αρχές. Προϋπόθεση είναι να μην εμπλέκονται στην υπόθεση που θα καταγγείλουν, αλλά ακόμα και αν εμπλέκονται τότε μπορούν να ευεργετηθούν με την καταδίκη τους στο ήμισυ της ποινής που κανονικά προβλέπεται. Το νομοσχέδιο θέτει και άλλες προϋποθέσεις, οι οποίες στοχεύουν στην απόσπαση «καθαρών» μαρτυριών και στην αποτροπή διοχέτευσης πληροφοριών για να ευνοηθεί αυτός που τις δίνει ή να εκδικηθεί τον καταγγελλόμενο.
Με καθαρά χέρια
Ο προστατευόμενος πληροφοριοδότης σύμφωνα με το νομοσχέδιο πρέπει να είναι άνθρωπος που δεν εμπλέκεται «καθ' οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις (διαφθοράς)». Επίσης δεν πρέπει να αποβλέπει σε ίδιον όφελος. Τις πληροφορίες που έχει κατά περίπτωση μπορεί να τις δίνει στον γενικό εισαγγελέα ή σε άλλη αρμόδια αρχή. Οφείλει επίσης να είναι καλόπιστος και να πιστεύει πραγματικά ότι οι πληροφορίες «τείνουν να αποκαλύψουν ότι διεπράχθη ή διαπράττεται ή πρόκειται να διαπραχθεί οποιοδήποτε αδίκημα διαφθοράς, ή τείνουν να αποκαλύψουν οποιαδήποτε άλλη πράξη εν δυνάμει διαφθοράς». Όταν συντρέχουν αυτοί οι λόγοι και πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, τότε αυτός ο άνθρωπος τίθεται υπό προστασία.
Εχεμύθεια
Ο υπό προστασία πληροφοριοδότης με εγγύηση του κράτους πρέπει να γνωρίζει ότι η ταυτότητά του δεν θα αποκαλυφθεί, όπως επίσης δεν θα αποκαλυφθεί και κάποιο άλλο στοιχείο που θα τον «φωτογραφίζει». Αν κάνει έγγραφη καταγγελία, αυτή θα παραμείνει μυστική και δεν πρόκειται να αποκαλυφθεί ή να δημοσιευθεί, εκτός αν υπάρξει συγκατάθεσή του. Αν κάποιος δημοσιοποιήσει την ταυτότητα του υπό προστασία πληροφοριοδότη, ή στοιχεία που να οδηγούν στην αποκάλυψή του, τότε διαπράττει ποινικό αδίκημα το οποίο σε περίπτωση καταδίκης επισύρει ποινή φυλάκισης έως τρία χρόνια ή χρηματικό πρόστιμο 5.000 ευρώ ή και τα δύο.
Προστασία από κυνηγητό
Ο whistle-blower δεν πρέπει να ανησυχεί αν παραβιάσει όρο συμφωνίας ή εθιμικό κανόνα πίστης ή εμπιστευτικότητας ή εχεμύθειας. Από τη στιγμή που καταγγέλλει μια πράξη διαφθοράς, τότε δεν υπέχει ποινική, πειθαρχική ή αστική ευθύνη για την αποκάλυψη. Δηλαδή, σε αυτήν την περίπτωση δεν τον δεσμεύει καμία συμφωνία εμπιστευτικότητας και ουδείς μπορεί να τον εμποδίσει.
Αν είναι υπάλληλος στον ιδιωτικό τομέα και απολύεται ή εξαναγκάζεται σε παραίτηση από την εργασία του, θα θεωρείται ότι απολύθηκε παράνομα, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι οι ενέργειες αυτές δεν οφείλονται ή δεν συνδέονται με την αποκάλυψη.
Αν είναι δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η μετάθεση ή απόσπαση ή μετακίνησή του ή μείωση των καθηκόντων του ή μείωση της αξιολόγησης ή υπηρεσιακής βαθμολογίας του ή μη παροχή ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης ή επιμόρφωσης από την αρμόδια αρχή ή με την έγκρισή ή την ανοχή της συνιστά εκδικητικό μέτρο, εκτός αν η αρμόδια αρχή αποδείξει ότι το μέτρο δεν οφείλεται ή δεν συνδέεται με την αποκάλυψη.
Πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων
Αν ο υπό προστασία πληροφοριοδότης καταθέσει στο δικαστήριο για την υπόθεση που έχει καταγγείλει, τότε θεωρείται μάρτυρας που χρήζει βοήθειας σύμφωνα με τον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο. Δηλαδή, θα μπορεί να καταθέσει με καθεστώς ανωνυμίας ή, αν απαιτείται, θα μπορεί να αλλάξει ταυτότητα ή να αλλάξει χώρο διαμονής, κάτω από την ομπρέλα του κράτους.
Μετανοημένος διεφθαρμένος
Αν κάποιος πολίτης εμπλέκεται σε υπόθεση διαφθοράς και αποφασίσει να βοηθήσει τις αρχές στην εξιχνίαση της υπόθεσής του, τότε σε περίπτωση καταδίκης του, και αφού υπάρξει δική του παραδοχή, το ανώτατο όριο της ποινής που μπορεί να του επιβληθεί από το δικαστήριο είναι το μισό του ανώτατου ορίου της ποινής που προβλέπεται στη νομοθεσία για το αδίκημα διαφθοράς. Αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεργαστεί ουσιαστικά και θα αρχίσει ποινική διαδικασία εναντίον του κρατικού αξιωματούχου ή του λειτουργού τον οποίο θα καταγγείλει.
Επίσης, αν ένας κρατικός αξιωματούχος παραδεχθεί την εμπλοκή του σε υπόθεση διαφθοράς και βοηθήσει στην ποινική δίωξη άλλων, τότε θα τιμωρείται επίσης με το μισό της προβλεπόμενης ποινής και αφού βεβαίως επιστρέψει στο κράτος το χρηματικό ποσό ή την περιουσία που επωφελήθηκε παρανόμως.
Ποιους και τι αφορά
Οι καταγγελίες που καλύπτονται από τον νόμο για τους προστατευόμενους πληροφοριοδότες καλύπτουν το σύνολο των νυν και πρώην αξιωματούχων (υπουργοί, βουλευτές, ανεξάρτητοι αξιωματούχοι, δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, μέλη σχολικών εφορειών κ.λπ.). Επίσης το νομοσχέδιο περιλαμβάνει και τα μέλη της ΕΦ, της Αστυνομίας, υπαλλήλους κρατικών και ημικρατικών οργανισμών. Στην έννοια της διαφθοράς εμπίπτουν «καταχρηστικές ή αθέμιτες συμπεριφορές, ενέργειες, παραλείψεις ή πρακτικές οι οποίες παραβλάπτουν ή δυνατόν να παραβλάψουν το δημόσιο συμφέρον, περιλαμβανομένης της κατάχρησης εξουσίας, της μεγάλης κλίμακας κακοδιαχείρισης, της ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων και της παράβασης οποιασδήποτε νομικής υποχρέωσης».
Στρεβλή πρακτική
Μέχρι σήμερα, όταν υποθέσεις φτάνουν στα δικαστήρια, σε πολλές περιπτώσεις άμεσα εμπλεκόμενοι μετατρέπονται από κατηγορούμενοι σε μάρτυρες κατηγορίας και ουσιαστικά περνούν από την «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» και καθαρίζουν για κάθε παρανομία. Η πρακτική αυτή δημιουργεί αντιδράσεις καθώς πολλές φορές είναι εμφανής η υστεροβουλία ανθρώπων που αποφασίζουν να βοηθήσουν τις αρχές, παρά το ότι έχουν σημαντικό ρόλο στη διάπραξη αδικημάτων. Το είδαμε στην υπόθεση της έκρηξης στο Μαρί, στη Δρομολαξιά, στον φόνο του Α. Χατζηκωστή, στην υπόθεση ΧΥΤΥ-ΧΥΤΑ κ.λπ. Σε αυτές τις περιπτώσεις τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον έχει ο γενικός εισαγγελέας, ο οποίος είναι ο αξιωματούχος που στη βάση του Συντάγματος έχει το αποκλειστικό προνόμιο να διατάσσει, να μην διατάσσει ή να αναστέλλει ποινικές διώξεις. Είναι προφανές ότι και με το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση ο γενικός εισαγγελέας διατηρεί το προνόμιο. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί πως είναι αυτονόητο ότι ο νόμος (όταν ψηφιστεί), όπως και κάθε νόμος, δεν έχει αναδρομική ισχύ κα συνεπώς δεν μπορεί να καλύψει υποθέσεις που ανάγονται στο παρελθόν, ακόμα και αν αυτές δεν έχουν εκδικαστεί.