Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται οι έρευνες των κυπριακών αρχών για το παγκόσμιο κύκλωμα μαζικής απάτης με πιστωτικές κάρτες, το οποίο φέρεται να δρούσε για σειρά ετών και να είχε αποκομίσει πάνω από 300 εκατομμύρια ευρώ από ανυποψίαστους πολίτες σε δεκάδες χώρες. Το δίκτυο είχε πλοκάμια και στην Κύπρο, όπου εντοπίστηκαν «εταιρείες-βιτρίνες» που χρησιμοποιήθηκαν για τη διακίνηση και το ξέπλυμα των παράνομων εσόδων.
Αστυνομική πηγή δήλωσε στο politis.com.cy ότι τα όσα αναφέρονται στην ανακοίνωση της Eurojust «δεν μπορούν να διαψευστούν». Απέφυγε ωστόσο να εισέλθει σε περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με την εμπλοκή κυπριακών εταιρειών ή τυχόν επιχειρησιακές ενέργειες που έχουν πραγματοποιηθεί στο νησί.
«Το διερευνητικό έργο βρίσκεται σε εξέλιξη και προς το παρόν δεν μπορούμε να προβούμε σε περισσότερες δηλώσεις», είπε, υπογραμμίζοντας ότι η κυπριακή πλευρά συνεργάζεται στενά με τις ευρωπαϊκές και διεθνείς αρχές στο πλαίσιο της ευρείας επιχείρησης που συντονίζει η Europol. Ερωτηθείς γιατί δεν υπήρξε από την πρώτη στιγμή επίσημη ενημέρωση από τις τοπικές αρχές, ανέφερε ότι «σε τέτοιες περιπτώσεις οι ανακοινώσεις γίνονται πρώτα σε διακρατικό επίπεδο».
Επιχείρηση «Chargeback»
Η μεγάλη αστυνομική επιχείρηση, με την κωδική ονομασία “Operation Chargeback”, πραγματοποιήθηκε την Τρίτη, 4 Νοεμβρίου 2025, υπό τον συντονισμό της Eurojust και με την υποστήριξη της Europol.
Στόχος ήταν τρία μεγάλα δίκτυα απάτης και ξεπλύματος χρήματος που δρούσαν διεθνώς από το 2016 έως το 2021, προκαλώντας ζημιά εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Η έρευνα ξεκίνησε ήδη από τον Δεκέμβριο του 2020 από το Τμήμα Κυβερνοεγκλήματος της Γενικής Εισαγγελίας του Κόμπλεντς στη Γερμανία, σε συνεργασία με την Ομοσπονδιακή Εγκληματολογική Υπηρεσία.
Κατά την «ημέρα δράσης», πραγματοποιήθηκαν πάνω από 60 έρευνες και εκτελέστηκαν 18 εντάλματα σύλληψης σε εννέα χώρες - ανάμεσά τους και η Κύπρος.
Στη Γερμανία, οι αρχές πραγματοποίησαν 29 εφόδους σε διάφορα κρατίδια, εκτέλεσαν πέντε εντάλματα σύλληψης και δεσμεύσαν περιουσιακά στοιχεία άνω των 35 εκατομμυρίων ευρώ στη Γερμανία και το Λουξεμβούργο.
Η απάτη και ο τρόπος δράσης
Σύμφωνα με την Europol και την Eurojust, οι δράστες φέρονται να καταχράστηκαν δεδομένα από περισσότερους από 4,3 εκατομμύρια κατόχους πιστωτικών καρτών σε 193 χώρες, δημιουργώντας περίπου 19 εκατομμύρια ψεύτικες διαδικτυακές συνδρομές σε ιστοσελίδες γνωριμιών, πορνογραφικού περιεχομένου και streaming. Οι δράστες φαίνεται να γνώριζαν καλά πως να να κινούνται κάτω από τα ραντάρ των αρχών, καθώς οι ιστότοποι αυτοί ήταν σχεδιασμένοι να μην εντοπίζονται από μηχανές αναζήτησης και ήταν προσβάσιμοι μόνο μέσω απευθείας συνδέσμων (URLs).
Οι χρεώσεις στις κάρτες ήταν χαμηλές, γύρω στα 50 ευρώ τον μήνα, ώστε να μη κινήσουν υποψίες, ενώ συνοδεύονταν από ασαφείς περιγραφές συναλλαγών, καθιστώντας δύσκολο για τα θύματα να εντοπίσουν τις παράνομες χρεώσεις.
Το «πλυντήριο» και η εμπλοκή της Κύπρου
Οι ύποπτοι εκμεταλλεύτηκαν την υποδομή τεσσάρων μεγάλων γερμανικών παρόχων πληρωμών για την επεξεργασία και το ξέπλυμα των παράνομων συναλλαγών.
Σύμφωνα με την Europol, έξι ύποπτοι, ανάμεσά τους ανώτατα στελέχη και υπεύθυνοι κανονιστικής συμμόρφωσης, φέρονται να συνεργάστηκαν με τα δίκτυα απάτης έναντι αμοιβής, παρέχοντάς τους πρόσβαση στα χρηματοοικονομικά συστήματα.
Για να καλύψουν τα ίχνη τους, οι δράστες δημιούργησαν δεκάδες εικονικές εταιρείες, κυρίως στην Κύπρο και το Ηνωμένο Βασίλειο, μέσω των οποίων διακινούσαν τις πληρωμές.
Οι εταιρείες αυτές λειτούργησαν ως νομικές “βιτρίνες”, κάνοντας να φαίνεται ότι τα έσοδα προέρχονταν από νόμιμες επιχειρήσεις.
Πολλές από αυτές αποκτήθηκαν μέσω παρόχων “Crime-as-a-Service”, που παρείχαν έτοιμες εταιρικές δομές με πλαστά έγγραφα KYC και εικονικούς διευθυντές.
Αυτό καθιστούσε σχεδόν αδύνατη την ιχνηλάτηση των πραγματικών δικαιούχων και την επιστροφή των ποσών στα θύματα.
Στο πλαίσιο της έρευνας, εκτιμάται ότι ζητήθηκε η συνδρομή της Μονάδας Καταπολέμησης Ξεπλύματος (MOKAS) για τη συλλογή και ανάλυση οικονομικών στοιχείων και συναλλαγών, σε συνεργασία με ευρωπαϊκές και διεθνείς αρχές, προκειμένου να εντοπιστούν οι διαδρομές του χρήματος και το εύρος της κυπριακής εμπλοκής.
Από το Λουξεμβούργο στη Γερμανία και τη Νέα Υόρκη
Η υπόθεση άρχισε να ξετυλίγεται στο Λουξεμβούργο, όταν οι αρχές εντόπισαν ύποπτες χρηματικές ροές και ξεκίνησαν δικαστική έρευνα για ξέπλυμα χρήματος και κατάχρηση εταιρικών περιουσιακών στοιχείων.
Πραγματοποιήθηκαν έρευνες σε γραφεία εταιρειών, ανακρίσεις υπόπτων και δέσμευση περιουσιακών στοιχείων αξίας εκατομμυρίων ευρώ.
Επειδή αρκετοί ύποπτοι ήταν Γερμανοί υπήκοοι, η υπόθεση μεταφέρθηκε στην Εισαγγελία του Κόμπλεντς, η οποία συνεργάστηκε στενά με τις αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών και την Εισαγγελία της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης.
Η ανταλλαγή πληροφοριών αποδείχθηκε καθοριστική για την αποκάλυψη του πλήρους δικτύου και την εκτέλεση των συλλήψεων.
Η διεθνής συνεργασία
Η Eurojust πραγματοποίησε τέσσερις συναντήσεις συντονισμού για την προετοιμασία της επιχείρησης, με τη συμμετοχή αρχών από δέκα χώρες, μεταξύ των οποίων Κύπρος, Γερμανία, Ισπανία, Λουξεμβούργο, Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες και Σιγκαπούρη.
Παράλληλα, διευκολύνθηκε η εκτέλεση 90 Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας και αιτημάτων δικαστικής συνδρομής προς 30 χώρες.
Η Europol παρείχε αναλυτική και τεχνική υποστήριξη από τον Μάιο του 2023, συμπεριλαμβανομένης εξειδίκευσης σε κρυπτονομίσματα και ψηφιακά ίχνη.
Κατά την «ημέρα δράσης» της 4ης Νοεμβρίου, εκατοντάδες αστυνομικοί πραγματοποίησαν πάνω από 60 εφόδους, κατάσχοντας κρυπτονομίσματα, πολυτελή οχήματα, ηλεκτρονικές συσκευές και εξοπλισμό επικοινωνίας.






