Ο Γιώργος Γεωργίου Λαντάκης με καταγωγή από την Αμμόχωστο και νυν κάτοικος Λεμεσού όταν ήταν 20 ετών στρατιώτης στην πρώτη γραμμή του πολέμου, το 1974, έγραψε με άσπρη και μπλε μπογιά το εμβληματικό σύνθημα «Τα σύνορά μας δεν είναι εδώ» στον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη. Φέτος έκλεισε 70 ετών. Φέτος συμπληρώνονται και 50 χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι.
Η σημειολογία του συνθήματος
Το σημαδιακό σύνθημα στον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη, με το οποίο μεγαλώσαμε ολόκληρη η μεταπολεμική Κύπρος, ποια μέρα το έγραψε, τον ρωτώ. Θυμάται; «Βεβαίως θυμάμαι. Ήταν λίγο μετά την κατάπαυση του πυρός και αφού είχε εξομαλυνθεί η κατάσταση στο ύψωμα, είχε προς τα γραφεία του Κολοκασίδη ένα ξυλουργείο, ένα πελεκανιό όπως λέμε στα κυπριακά, με διάφορα μηχανήματα, μια παράγκα με τσίγκους ήταν βασικά. Μια μέρα καθώς ανακάτωνα βρήκα κάτι μπογιές. Διάλεξα μια μπλε και μια άσπρη μπογιά και πήγα στο γνωστό σημείο και έγραψα με μεγάλα γράμματα ότι «Τα σύνορά μας δεν είναι εδώ». Λίγο καιρό αργότερα κάποιος άλλος πρόσθεσε πως «είναι στην Κερύνεια». Υπάρχει ακόμη το σύνθημα, κατά καιρούς το φρεσκομπογιατίζουν». Ωραία κουβέντα ότι τα σύνορά μας δεν είναι εδώ, μπορεί και μεταφορικά να σημαίνει πολλά πράγματα, του λέω. «Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο το έγραψα. Επειδή έχει και κυριολεκτική έννοια για το σημείο όπου βρίσκεται αλλά και μεταφορική».
Η παιδική ηλικία στον Άγιο Σέργιο
Ανέκαθεν ήταν καλλιτεχνική φύση ο κ. Γιώργος. Είτε έπαιζε μουσική ως ροκ κιθαρίστας του underground συγκροτήματος Black Stones ως ανέμελος έφηβος στην Αμμόχωστο, είτε ζωγράφιζε, είτε έγραφε, ανέκαθεν ήταν ανήσυχο πνεύμα. Δημιουργικό. Αυτήν την περίοδο, γράφει. «Γράφω για τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό και συγκεκριμένα στον Άγιο Σέργιο Αμμοχώστου όπου περνούσα τα καλοκαίρια, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ως μικρό παιδί. Περνούσα καταπληκτικά», αρχίζει να αφηγείται κάνοντας χρήση μιας σαγηνευτικής εκδοχής της κυπριακής διαλέκτου, που έχει αρχίσει να φθίνει στις μέρες μας. Η πεδινή εκεί περιοχή, θυμάται, ήταν γεμάτη συκιές, ελιές και μποστανικά με ντομάτες, αγγούρια, πεπόνια και καρπούζια. Κυρίως αυτή ήταν η ζήση των ανθρώπων τότε, θυμάται. Τα μποστάνια και τα σιτηρά. Τον ρωτώ εάν πιστεύει πως ως μικρό παιδί περνούσε ωραιότερα από τη δωδεκάχρονη σήμερα εγγονή του. «Πιστεύω πως ναι», απαντάει. «Τα παιδιά σήμερα είναι συνεχώς καθηλωμένα μπροστά από μια συσκευή η οποία δεν τους δίνει καμία αίσθηση χαράς και επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Εμείς ήμασταν ελεύθεροι, ήταν ωραιότερη εποχή νομίζω. Είχαμε τη φύση, τρώγαμε από τα μποστάνια, παίζαμε ατελείωτες ώρες έξω από το σπίτι. Ήμασταν μάλλον και η τελευταία γενιά που απόλαυσε υγιή, θρεπτικά τρόφιμα».

Στην πρώτη γραμμή
Δέκα μήνες βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πολέμου ο κ. Γιώργος Γεωργίου. Δέκα ολόκληρους μήνες. Από τη θάλασσα, τη μουσική, τους έρωτες και τα μεγάλα όνειρα της νεανικής του ζωής στην Αμμόχωστο, βρέθηκε, ξαφνικά ένα πρωί, στη βάρβαρη, πρώτη γραμμή του πολέμου. Ήταν μόλις 21 ετών. Πώς από τις δισκοθήκες βρέθηκε στην εμπόλεμη ζώνη; «Θα σου απαντήσω με μια απλή φράση: Ας όψονται οι αίτιοι. Ξέρουν για ποιους μιλώ και υπάρχουν άπειρα στοιχεία για το ποιοι είναι οι αίτιοι που σήμερα έχουν το θράσος να κάνουν τα θύματα».
«Όσοι στρατεύσιμοι ήμασταν από Αμμόχωστο, μαζευτήκαμε αρχικώς στην περιοχή του Καραόλου όπου υπήρχε δάσος με ευκαλύπτους. Από εκεί φάνηκε όλη η προδοσία. Δεν υπήρχε ούτε ένας αξιωματικός, ούτε οπλισμός, τίποτα. Η Αμμόχωστος εκκενώθηκε με βάση σχέδιο της χούντας. Μέρα μεσημέρι μας μετέφεραν Λευκωσία με φορτηγά. Από τη Λευκωσία μας πήραν στον ύψωμα του Κουτσοβέντη, που βρίσκεται στις νότιες παρυφές του Πενταδάκτυλου. Μείναμε 21 μέρες στο σημείο εκεί, όπου οι Τούρκοι μας χτυπούσαν ανελέητα. Το δειλινό της 21ης μέρας, μας μάζεψαν, έφεραν νεαρούς που ήταν στρατεύσιμοι και μας έφυγαν εμάς που θεωρούμασταν πια έφεδροι και μας πήραν στο Τσέρι. Η δεύτερη εισβολή με βρήκε στο Τσέρι. Μας έβαλαν πάλι στα φορτηγά και μας πήραν προς τη Λευκωσία, μέσω Στροβόλου. Εκεί που είναι η Ιερατική Σχολή μας κατέβασαν στον δρόμο και με τα πόδια φτάσαμε μέχρι τον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη. Μείναμε κάτω από ένα υπόστεγο και ήρθε αξιωματικός και μας είπε ονομαστικά εσύ, εσύ, εσύ και εσύ, δώδεκα άτομα συνολικά μας φώναξε, προωθείστε μπροστά».
Τον ρωτάω με ποια κριτήρια έστειλαν αυτούς τους δώδεκα μπροστά. Μεγαλύτερες ικανότητες, εμπειρία ή καλύτερο εξοπλισμό απ’ τους υπόλοιπους, πάντως, δεν είχαν, με διαβεβαιώνει. «Δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο. Ίσως ναι. Η πραγματικότητα είναι ότι όταν ήμασταν στο Τσέρι είχαν φωνάξει πάλι τα ίδια σχεδόν άτομα ονομαστικά».
Μετά τις σφοδρές μάχες της Σχολής Γρηγορίου, που ήταν από τις σφοδρότερες της εισβολής, το τάγμα κατευθύνθηκε στον λόφο του Μοντ Παρνάς. «Καθίσαμε να φάμε και θυμάμαι να είμαι κατάκοπος και να έχω αίματα πάνω μου, αφού ήμουν τραυματισμένος. Θυμάμαι επίσης που είχε μια κάσα με ντομάτες, σχεδόν σαπισμένες αλλά τις φάγαμε με μεγάλη όρεξη. Κάποια στιγμή ήρθε ένας αξιωματικός και είπε, εσύ, εσύ και εσύ, σχεδόν τα ίδια ονόματα πάλι, να πάμε προς το αεροδρόμιο».
Πώς θα έμπαιναν όμως στο αεροδρόμιο; «Έχουμε ένα άσπρο landrover, αμά μπείτε θα σας πάρουν για Ηνωμένα Έθνη οι Τούρκοι και δεν θα σας πυροβολήσουν» (σ.σ. γελάει και σε αυτό το σημείο). «Μπήκαμε σαν τα όρνεα στη σφαγή στο landrover και πήγαμε ανέπαφοι μέχρι το εργοστάσιο του Καϊσή που έκανε αμαξώματα των λεωφορείων. Τη νύχτα άμα σκοτείνιασε καλά ήρθε ένας αξιωματικός και φώναξε τέσσερα πέντε άτομα, μαζί με δύο άλλους καλαμαράδες, ήταν ανθυπολοχαγοί, δεν ξέρω δεν θυμάμαι καλά, αλλά ήμουν και εγώ, θα πάτε απέναντι, μας είπε, που είναι οι γραμμές των Τούρκων και όσους τραυματίες ή νεκρούς βρείτε να τους φέρετε. Πήγαμε κατάνυχτα, βρήκαμε δύο νεκρούς τους φέραμε πίσω, την ίδια νύχτα, πάλι τα ίδια άτομα. Για αυτό σου λέω, συγκυριακό ήταν, τυχαίο, δεν ξέρω».
Πολεμοχαρής η φύση του ανθρώπου;
Πίσω στο πλαστικό τραπέζι του μπαλκονιού, στο σπίτι του στη συνοικία του Αγίου Σπυρίδωνα, στη δυτική Λεμεσό, όπου συνομιλούμε, τον ρωτώ, εάν με αφορμή τις πολύνεκρες αιματηρές συγκρούσεις που τελικά δεν έπαψαν ποτέ να πραγματοποιούνται και που στις μέρες μας μάλιστα κορυφώνονται, εάν πιστεύει, ως άτομο που βίωσε από πρώτο χέρι τον πόλεμο, κατά πόσο η ανθρώπινη υπόσταση είναι εν τέλει εκ φύσεως και αναπόφευκτα πολεμοχαρής. «Ναι είναι μέσα στη φύση μας δυστυχώς, όχι όμως του καθημερινού ανθρώπου, όπως μου τον θέτεις αλλά των εκάστοτε ταγών που διαχρονικά καταπνίγουν τον απλό άνθρωπο. Αυτών δηλαδή που κινούν τα νήματα και βρίσκονται πίσω από τα μεγάλα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Δυστυχώς, η ανθρωπότητα δεν έχει πιάσει ακόμη το νόημα και συνεχίζεται να πνίγεται κάτω από σημαίες, έθνη, θρησκείες και σύμβολα».
Τον ίδιο ως άτομο που έζησε το τραύμα του πολέμου σε τρυφερή ηλικία, πώς τον επηρέασε; «Ανέτρεψε όλη μου τη ζωή. Ολόκληρη. Μου κατέστρεψε το είναι μου, τα θέλω μου, τα πιστεύω μου. Μας εξανάγκασε να γίνουμε έρμαια του καθενός. Δεν μας άφησε να πραγματοποιήσουμε όσα ονειρευτήκαμε. Ο πόλεμος επέδρασε καταλυτικά σε όλη τη μετέπειτα πορεία μου» σημειώνει.
Αναρωτιέμαι εάν η εμπειρία του πολέμου τον έκανε πιο ευαίσθητο ως καλλιτέχνη. Γράψιμο, μουσική, ζωγραφική, ποτέ δεν σταμάτησε να ασχολείται έστω με ένα από αυτά τα τρία ο κ. Γεωργίου, ασχέτως αν ο βιοπορισμός του ιδίου και της οικογένειάς του προερχόταν από το φυτώριο που διατηρεί με τη γυναίκα του στη Λεμεσό και από τη δουλειά του για χρόνια ως κηπουρός, που κι αυτά ως δραστηριότητες αναμφίβολα ενέχουν το καλλιτεχνικό και δημιουργικό στοιχείο .«Δεν νομίζω να με επηρέασε ο πόλεμος στην τέχνη μου. Αυτό ήταν κάτι που φαίνεται πως είχα έμφυτο από μικρός. Για να καταλάβεις, λίγες μέρες μετά την ανακωχή, είχα αρχίσει να ζωγραφίζω στο ύψωμα που ήμουν. Μαζί μου είχα και την κιθάρα μου. Εκείνο που με επηρέασε είναι ότι χάσαμε τον τόπο που γεννηθήκαμε, τους έρωτές μας, την παιδική μας ηλικία, την ξεγνοιασιά μας, τους φίλους μας. Το τραγικότερο από όλα ήταν ότι στον πόλεμο έχασα και τον παιδικό και αδελφικό μου φίλο, τον Ανδρέα Δημητρίου».
Τον ρωτάω εάν αισθάνεται πικρία από την αντιμετώπιση του κράτους και της πολιτείας όλα αυτά τα πενήντα χρόνια. «Δεν είναι θέμα αν θα με τιμήσει το κράτος», απαντάει αμέσως και ευθαρσώς. «Δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι αν κάνεις το καθήκον σου αξίζεις παράσημο. Εκείνο που μάλλον με πικραίνει και με θλίβει είναι ότι τελικά τα παράσημα δόθηκαν σε εκείνους που προκάλεσαν το κακό».