Της Κατερίνας Ηλιάδη
kateliadi@politis-news.com
Ο Κώστας Παρασκευά, πρόεδρος του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου και αναπληρωτής καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ξεκαθαρίζει τα θέματα αναφορικά με τις επαναπροωθήσεις/pushbacks προσφύγων και μεταναστών, καθώς και το κατά πόσον η Κυπριακή Δημοκρατία παραβιάζει σχετικές Συμβάσεις που έχει υπογράψει και επικυρώσει. Το θέμα προέκυψε μετά που έγινε γνωστό ότι σκάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα οποία επέβαιναν μέλη της Αστυνομίας και της Εθνικής Φρουράς, περιπολούσαν (και ακόμα περιπολούν) σε διεθνή χωρικά ύδατα, ανοικτά του Λιβάνου, αποτρέποντας βάρκες με Σύρους πρόσφυγες, που ξεκινούν από τα λιβανικά παράλια, να προσεγγίσουν κυπριακές ακτές. Η κυπριακή κυβέρνηση, πριν την επιβολή εμπάργκο δηλώσεων για το θέμα, ανέφερε ότι όλα γίνονται νόμιμα, προσθέτοντας ότι οι πέντε βάρκες που ξεκίνησαν από τον Λίβανο με πάνω από 400 Σύρους πρόσφυγες επέστεψαν με ασφάλεια στις λιβανικές ακτές. «Οτιδήποτε κάνουμε είναι στο πλαίσιο της νομιμότητας και των διεθνών κανονισμών [..] Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι (οι βάρκες) κατέπλευσαν με ασφάλεια στον Λίβανο», δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εσωτερικών, Κωνσταντίνος Ιωάννου, στις 17 Απριλίου 2024 (ΚΥΠΕ). Ο δρ Παρασκευά εξηγεί, στη συνέντευξή του στον «Πολίτη», ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κάνει επαναπροωθήσεις και «ενδεχόμενη καταδίκη της χώρας μας για ‘‘pushbacks’’ αναμφίβολα θα πλήξει και θα καταρρακώσει την εικόνα της».
Τι εννοούμε με τον όρο «pushbacks»;
Ευθύς εξαρχής θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται παγίως από διεθνείς οργανισμούς, καθώς επίσης και από διεθνή δικαιοδοτικά όργανα όπως είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Έτσι, ως «pushbacks» θεωρούνται διάφορα μέτρα που λαμβάνονται από κράτη τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα οι μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων των αιτούντων διεθνή προστασία, να εξαναγκάζονται με συνοπτικές διαδικασίες να επιστρέφουν στη χώρα από την οποία επιχείρησαν να διασχίσουν ή έχουν διασχίσει διεθνή σύνορα χωρίς πρόσβαση σε διεθνή προστασία ή διαδικασίες ασύλου ή τους έχει αρνηθεί οποιαδήποτε ατομική αξιολόγηση των αναγκών προστασίας τους. Το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει σε παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της μη επαναπροώθησης (non-refoulement). Η εν λόγω αρχή αποτελεί βασική προστασία στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του προσφυγικού και του ανθρωπιστικού δικαίου. Απαγορεύει στα κράτη να μεταφέρουν ή να απομακρύνουν άτομα από τη δικαιοδοσία ή τον αποτελεσματικό έλεγχό τους, όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι το άτομο θα κινδυνεύσει από ανεπανόρθωτη βλάβη κατά την επιστροφή του, συμπεριλαμβανομένης της δίωξης, των βασανιστηρίων, της κακομεταχείρισης ή άλλων σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συνεπώς, τα «pushbacks» μπορούν να οδηγήσουν σε διωγμό ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση των ατόμων στη χώρα στην οποία επιστρέφουν ή από την οποία δεν μπορούν να διαφύγουν. Οι βασικές υποχρεώσεις του ασύλου και του διεθνούς δικαίου έχουν ως στόχο να αποτρέψουν κάτι τέτοιο. Η συνέπεια της άρνησης των κρατών να εξετάσουν ισχυριζόμενες περιπτώσεις «pushbacks» είναι ότι οι πρακτικές αυτές εξακολουθούν να υφίστανται, στερώντας από τα θύματα το δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο και την απόδοση ευθυνών στις Αρχές για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Υπογράψαμε, επικυρώσαμε
Τι προνοούν οι διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις για το θέμα των προσφύγων και τα «pushbacks»;
Βασικό νομικό κείμενο για την προστασία των προσφύγων αποτελεί αναμφίβολα η Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών του 1951, η οποία ορίζει ποιος είναι πρόσφυγας, τα δικαιώματά του και τις νομικές υποχρεώσεις των κρατών. Βασική αρχή στη Σύμβαση είναι η μη επαναπροώθηση. Απολύτως σχετικό είναι και το Άρθρο 4 του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που απαγορεύει ρητά την ομαδική απέλαση αλλοδαπών. Το Άρθρο 3 της Σύμβασης, που απαγορεύει την απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση, με ανεπιφύλακτους όρους επίσης τυγχάνει εφαρμογής. Η ομαδική απέλαση έχει οριστεί από το ΕΔΑΔ ως κάθε μέτρο που υποχρεώνει τους αλλοδαπούς να εγκαταλείψουν μια χώρα, εκτός εάν το μέτρο αυτό λαμβάνεται βάσει εύλογης και αντικειμενικής εξέτασης της ιδιαίτερης περίπτωσης κάθε μεμονωμένου αλλοδαπού. Η Κύπρος έχει υπογράψει και επικυρώσει βεβαίως τόσο τη Σύμβαση για το Καθεστώς των Προσφύγων όσο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση και το 4ο πρόσθετό της Πρωτόκολλο. Ακόμη και ο περί Προσφύγων Νόμος [Ν.6/(I)2000] απαγορεύει τις επαναπροωθήσεις. Ως εκ τούτου, οι συμπεριφορές ή/και ενέργειες οι οποίες μπορούν να κριθούν ως «pushbacks» παραβιάζουν σαφώς τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ασύλου και του δικαιώματος προστασίας από την επαναπροώθηση, τα οποία αποτελούν τον πυρήνα του διεθνούς δικαίου για τους πρόσφυγες και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ασφαλής η Συρία;
Γιατί θεωρείται ακόμα ως μη ασφαλής τρίτη χώρα η Συρία, αφού σταμάτησε ο εμφύλιος πόλεμος; Γιατί να μην αποχαρακτηριστούν κάποιες περιοχές της Συρίας και να θεωρούνται ασφαλείς, ώστε να μπορούν να επιστρέψουν Σύροι πρόσφυγες;
Δυστυχώς, τα δεδομένα επί του παρόντος στη Συρία, σύμφωνα με τις επίσημες εκθέσεις διαφόρων διεθνών οργανισμών, δεν θα μπορούσαν να επιτρέψουν κάτι τέτοιο. Τον Μάρτιο του 2021, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στη σχετική της έκθεση τόνισε ότι δεν έχουν υπάρξει αξιόπιστες ή σταθερές αλλαγές σε κανένα τμήμα της επικράτειας της Συρίας λόγω των συνεχιζόμενων συγκρούσεων και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην τελευταία έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, το 2023, υπογραμμίζεται η συνεχιζόμενη επιδείνωση της ανθρωπιστικής κατάστασης στη Συρία, η συνεχιζόμενη βία και ανασφάλεια, ο εκτοπισμός και οι σχετικές ευπάθειες, καθώς και η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών. Στην τελευταία έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ (2023) σημειώνεται ότι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έχει αλλάξει στη Συρία, καθώς συνεχίζονται οι αυθαίρετες ή παράνομες δολοφονίες, οι εξαφανίσεις, τα βασανιστήρια και η σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία από το καθεστώς. Όσον αφορά τους Σύρους που επιστρέφουν, η έκθεση επισημαίνει ότι το καθεστώς δεν προωθεί την ασφαλή, εθελοντική και αξιοπρεπή επιστροφή, επανεγκατάσταση ή τοπική ενσωμάτωση των εκτοπισμένων και σε ορισμένες περιπτώσεις οι Αρχές αρνούνταν να επιτρέψουν στους εκτοπισμένους να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η πρόσφατη έκθεση του Γραφείου της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Φεβρουάριος 2024) περιγράφει παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καταχρήσεις και παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που αντιμετωπίζουν οι Σύροι μετά την επιστροφή τους, ώστε να φεύγουν για δεύτερη φορά για τον Λίβανο ή την Τουρκία. Από αυτά τα ελάχιστα παραδείγματα από τις εκθέσεις σημαντικών διεθνών οργανισμών για την κατάσταση σε σχέση με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Συρία μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί ότι η εν λόγω χώρα απέχει πολύ από το να χαρακτηρισθεί ως ασφαλής.
Η περίπτωση του Λιβάνου
Θεωρείται παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης η επιστροφή Σύρων στον Λίβανο;
Η περίπτωση της επιστροφής Σύρων στον Λίβανο είναι ομολογουμένως πιο σύνθετη. Στις περιπτώσεις που οι Αρχές επιλέγουν να απομακρύνουν τους αιτούντες άσυλο σε τρίτη χώρα, η ευθύνη του κράτους παραμένει ακέραιη όσον αφορά την υποχρέωσή του να μην τους απελάσει, εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι μια τέτοια ενέργεια θα τους εξέθετε, άμεσα (δηλ. στην εν λόγω τρίτη χώρα) ή έμμεσα (π.χ. στη χώρα καταγωγής ή σε άλλη χώρα), σε μεταχείριση αντίθετη ιδίως προς το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, όταν ένα κράτος, όπως για παράδειγμα η Κύπρος, επιδιώκει να απομακρύνει τον αιτούντα άσυλο σε τρίτη χώρα, για παράδειγμα στον Λίβανο, χωρίς να εξετάσει την αίτηση ασύλου του επί της ουσίας, η υποχρέωση της Κύπρου να μην εκθέσει το άτομο σε πραγματικό κίνδυνο μεταχείρισης αντίθετης προς το Άρθρο 3 εκπληρώνεται κατά τρόπο διαφορετικό από ό,τι στις περιπτώσεις επιστροφής στη χώρα καταγωγής (που είναι η Συρία). Ενώ στη δεύτερη περίπτωση οι κυπριακές Αρχές θα πρέπει να εξετάζουν αν η αίτηση ασύλου είναι βάσιμη και, συνεπώς, αντιμετωπίζουν τους υποτιθέμενους κινδύνους στη χώρα καταγωγής, δηλαδή τη Συρία, στην πρώτη περίπτωση το κύριο ζήτημα που εγείρεται ενώπιόν τους είναι αν το άτομο θα έχει πρόσβαση σε κατάλληλη διαδικασία ασύλου στην τρίτη χώρα υποδοχής, δηλαδή τον Λίβανο. Αυτό συμβαίνει διότι η χώρα απομάκρυνσης (η Κύπρος) ενεργεί με βάση το γεγονός ότι η τρίτη χώρα υποδοχής (Λίβανος) θα έπρεπε να εξετάσει την αίτηση ασύλου επί της ουσίας, εφόσον υποβληθεί τέτοιο αίτημα στις αρμόδιες Αρχές της εν λόγω χώρας. Πέρα από αυτό το κύριο ερώτημα, όταν ο ισχυριζόμενος κίνδυνος να υποστούν μεταχείριση αντίθετη προς το Άρθρο 3 αφορά, για παράδειγμα, τις συνθήκες κράτησης ή διαβίωσης των αιτούντων άσυλο σε τρίτη χώρα υποδοχής, ο κίνδυνος αυτός πρέπει επίσης να αξιολογείται από το κράτος απέλασης. Εν ολίγοις, το κράτος απομάκρυνσης (δηλαδή η Κύπρος) οφείλει να εξετάσει διεξοδικά εάν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να μην έχει ο αιτών πρόσβαση, στην τρίτη χώρα υποδοχής (Λίβανος), σε επαρκή διαδικασία ασύλου, η οποία θα τον προστατεύει από την επαναπροώθηση, δηλαδή από την άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση στη χώρα καταγωγής του, χωρίς ορθή αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζει από την άποψη του Άρθρου 3 της Σύμβασης. Εάν διαπιστωθεί ότι οι υπάρχουσες εγγυήσεις από την άποψη αυτή είναι ανεπαρκείς, το Άρθρο 3 συνεπάγεται την υποχρέωση να μην απομακρύνεται ο αιτών άσυλο στην εν λόγω τρίτη χώρα. Η άρνηση πρόσβασης σε κατάλληλη διαδικασία ασύλου συνεπάγεται ότι τα άτομα κινδυνεύουν να επιστραφούν ή να εγκλωβιστούν σε άλλη χώρα, όπου επίσης δεν έχουν πρόσβαση σε κατάλληλη διαδικασία ασύλου, γεγονός που τους θέτει σε κίνδυνο να επαναπροωθηθούν σε άλλη μια χώρα (η λεγόμενη αλυσιδωτή επαναπροώθηση). Στην περίπτωση του Λιβάνου, το ίδιο το κράτος του Λιβάνου παραδέχεται ότι δεν είναι χώρα ασύλου, υπάρχουν στοιχεία ότι ο Λίβανος πραγματοποιεί επαναπροωθήσεις, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν στοιχεία που εγείρουν σοβαρά ερωτηματικά για το κατά πόσον οι συνθήκες διαβίωσης στον Λίβανο είναι συμβατές με το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης που απαγορεύει την απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση.
ΕΔΑΔ, Βέλγιο, Ελλάδα
Πάντως, δεν υπάρχει πόλεμος στον Λίβανο
Το γεγονός της μη ύπαρξης πολέμου δεν είναι αποφασιστικός παράγοντας. Πέρα από το κύριο ερώτημα αν το άτομο θα έχει πρόσβαση σε κατάλληλη διαδικασία ασύλου στην τρίτη χώρα υποδοχής όπως είναι ο Λίβανος, όταν ο ισχυριζόμενος κίνδυνος για μεταχείριση αντίθετη προς το Άρθρο 3 αφορά, για παράδειγμα, τις συνθήκες κράτησης ή διαβίωσης των αιτούντων άσυλο στην τρίτη χώρα υποδοχής, ο κίνδυνος αυτός πρέπει επίσης να αξιολογείται από το κράτος απέλασης, δηλαδή την Κύπρο. Η απομάκρυνση των αιτούντων άσυλο σε τρίτη χώρα μπορεί να παραβιάζει το Άρθρο 3, λόγω ανεπαρκών συνθηκών υποδοχής στο κράτος υποδοχής ή λόγω του ότι δεν θα διασφαλίζεται η πρόσβασή τους σε εγκαταστάσεις υποδοχής προσαρμοσμένες στις ιδιαίτερες αδυναμίες τους, γεγονός που μπορεί να απαιτεί από το κράτος απομάκρυνσης να λάβει σχετικές εγγυήσεις από το κράτος υποδοχής. Το ΕΔΑΔ εφάρμοσε τις αρχές αυτές σε υποθέσεις στις οποίες στους προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν προσπαθήσει να υποβάλουν αίτηση ασύλου στους συνοριακούς υπαλλήλους ή/και είχαν εκφράσει φόβο για την ασφάλειά τους, δεν είχε επιτραπεί η είσοδος στο έδαφος και απομακρύνθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες σε τρίτη χώρα. Ίσως αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η προστασία του Άρθρου 3 δεν εφαρμόζεται μόνο όταν η χώρα προορισμού είναι ένα τρίτο κράτος, αλλά και όταν είναι κράτος-μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης. Έτσι, σε μία από τις πιο σημαντικές αποφάσεις των τελευταίων ετών, το ΕΔΑΔ είχε καταδικάσει το Βέλγιο για παραβίαση του Άρθρου 3 επειδή έκρινε ότι στέλνοντας τον προσφεύγοντα, Αφγανό υπήκοο, πίσω στην Ελλάδα, προκειμένου να εξεταστεί εκεί δυνάμει του Κανονισμού του Δουβλίνου το αίτημά του για παροχή ασύλου, οι βελγικές Αρχές τον εξέθεσαν σε κινδύνους που συνδέονταν με τις σοβαρές ατέλειες των διαδικασιών χορήγησης ασύλου και με τις απαράδεκτες συνθήκες κράτησης και διαβίωσης στην Ελλάδα.
Έτσι αποδεικνύονται οι επαναπροωθήσεις
Ερωτηθείς «πώς αποδεικνύεται ότι η Κύπρος έκανε επαναπροωθήσεις», ο δρ Παρασκευά απάντησε πως «υπάρχει πλέον ένας σημαντικός όγκος πληροφοριών που προέρχονται από εκθέσεις διεθνών οργανισμών που μας οδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση». Για παράδειγμα, συνέχισε, «η έκθεση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ του Ιανουαρίου 2021 αναφέρει ότι η Κύπρος έχει προβεί σε επαναπροωθήσεις. Ανάλογες πληροφορίες υπάρχουν στην πρόσφατη έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ για το 2023, σε επιστολή του Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης τον Μάρτη του 2021 αλλά και σε έκθεση της γνωστής ΜΚΟ Human Rights Watch του Σεπτέμβρη του 2020. Παρά το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει καταδικαστεί μέχρι σήμερα από διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, όλες αυτές οι πληροφορίες συνηγορούν στο ότι η Κύπρος έχει προβεί σε επαναπροωθήσεις», συμπλήρωσε ο καθηγητής.
Ο ρόλος των ΜΚΟ
Λένε πάντα αλήθεια οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ);
Πέρα από τις πληροφορίες στις οποίες έχω αναφερθεί πιο πάνω, οι οποίες προέρχονται κυρίως από διεθνείς οργανισμούς, είναι γεγονός ότι πάρα πολλές πληροφορίες για το ότι η Κύπρος προβαίνει σε επαναπροωθήσεις προέρχονται και από ΜΚΟ. Θα πρέπει να τονισθεί ότι οι εκθέσεις των ΜΚΟ λαμβάνονται πάρα πολύ σοβαρά υπόψη από το ΕΔΑΔ στις διάφορες αποφάσεις του. Ωστόσο, αποτελεί, δυστυχώς, σύνηθες φαινόμενο οι Αρχές, όλο και σε περισσότερες χώρες, να αρνούνται την ανεξάρτητη εξέταση σοβαρών ισχυρισμών, να κατηγορούν, να στιγματίζουν και ακόμη και να ποινικοποιούν ΜΚΟ, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μέλη της κοινωνίας των πολιτών, που εργάζονται για να βοηθήσουν τους μετανάστες να αποκτήσουν πρόσβαση σε διαδικασίες ασύλου και προστασίας. Έτσι, στην προσπάθεια καταγγελίας και διερεύνησης των «pushbacks» και των συναφών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι ΜΚΟ συχνά κατηγορούνται και ενοχοποιούνται αρνητικά για «παρεμβάσεις», παρά τον βασικό τους ρόλο στη διευκόλυνση της πρόσβασης των μεταναστών στα δικαιώματά τους και στη Δικαιοσύνη.
Διακρίσεις
Θεωρείται διάκριση το πάγωμα αιτήσεων Σύρων, αλλά όχι άλλων αιτητών για άσυλο κ.λπ;
Όπως είναι καλά γνωστό, το Άρθρο 28 του Κυπριακού Συντάγματος (όπως άλλωστε και το αντίστοιχο Άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης) απαγορεύει τις διακρίσεις. Ειδικότερα, η δεύτερη παράγραφος του Άρθρου 28 απαγορεύει ρητώς συγκεκριμένα κριτήρια διαφοροποίησης. Έτσι, απαγορεύει τη διαφορετική μεταχείριση ενός ατόμου λόγω της κοινότητάς του, της φυλής του, του χρώματός του, της θρησκείας του, της γλώσσας του, του φύλου του, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεών του, της εθνικής ή κοινωνικής του τάξης ή ένεκα οιουδήποτε άλλου λόγου. Είναι φανερό πως οι διακρίσεις, οι οποίες έχουν ως βάση τα πιο πάνω απαγορευμένα από το Σύνταγμα κριτήρια διαφοροποίησης, είναι αυθαίρετες. Έτσι, η περίπτωση του παγώματος των αιτήσεων Σύρων με μοναδικό κριτήριο την καταγωγή τους φαίνεται να προσκρούει στην απαγόρευση της δεύτερης παραγράφου του Άρθρου 28.
Δεν τιμωρείται
Είναι παρανομία η είσοδος στη χώρα χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα/άδειες;
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να ελέγχει την είσοδο και τη διαμονή αλλοδαπών στην επικράτειά του. Επομένως, τα κράτη μπορούν να θέτουν προϋποθέσεις (όπως η προσκόμιση συγκεκριμένων εγγράφων ή η προηγούμενη εξασφάλιση άδειας) σε όσους επιθυμούν να εισέλθουν στη χώρα, ενώ μπορούν παράλληλα να απομακρύνουν όσους δεν πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και άρα θεωρούνται απαγορευμένοι μετανάστες. Σύμφωνα με το Άρθρο 32 του Συντάγματος, η Κυπριακή Δημοκρατία δύναται να ρυθμίζει με νόμο όλα τα θέματα που αφορούν τους αλλοδαπούς εντός της κυριαρχίας της, με την προϋπόθεση ότι τέτοιες νομοθετικές διατάξεις συνάδουν με το διεθνές δίκαιο. Σχετικοί νόμοι είναι ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος (ΚΕΦ.105) και ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (Ν.6/(I)2000), ως έχουν κατά καιρούς τροποποιηθεί με την ενσωμάτωση των σχετικών ευρωπαϊκών κανονισμών. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6/(I)2000): «Αιτητής [ασύλου], ο οποίος εισέρχεται ή εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα, δεν υπόκειται σε τιμωρία λόγω μόνο της παράνομης εισόδου ή διαμονής του, νοουμένου ότι παρουσιάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις Αρχές και εκθέτει τους λόγους της παράνομης εισόδου ή διαμονής του». Έτσι, ενώ είναι παρανομία η είσοδος στη χώρα χωρίς τις απαραίτητες άδειες ή από νόμιμα σημεία εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία, ο νόμος προνοεί ότι η εν λόγω παρανομία από μόνη της δεν τιμωρείται όταν πρόκειται για αιτούντα άσυλο. Αντιθέτως, σε τέτοια περίπτωση ο αιτητής ασύλου έχει, αποκλειστικά για τον σκοπό της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του, δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρι και την τελική εξέταση της αίτησης ασύλου [άρθρο 8(1)(α) του περί Προσφύγων Νόμου].
Επιπτώσεις
Θα έχει επιπτώσεις η Κύπρος εάν αποδειχθεί ότι έκανε/κάνει επαναπροωθήσεις προσφύγων;
Όπως έχω ήδη αναφέρει, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει υπογράψει και επικυρώσει διεθνείς συνθήκες από τις οποίες απορρέουν σημαντικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις. Η επαναπροώθηση προσφύγων παραβιάζει το Άρθρο 4 του 4ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που απαγορεύει την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Ενδεχόμενη καταδίκη της χώρας μας για «pushbacks» αναμφίβολα θα πλήξει και θα καταρρακώσει την εικόνα της. Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η Κύπρος είναι μια χώρα που έχει βιώσει την προσφυγιά και τον εκτοπισμό και έχει ακόμη και σήμερα στο σώμα της χαραγμένα τα σημάδια τους. Ας μην ξεχνούμε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει να δίνει μάχες ενώπιον της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των 200.000 Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων στο πλαίσιο της διαδικασίας συμμόρφωσης της Τουρκίας για την Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή.