Συγγενείς ηλικιωμένων ασθενών πιέζουν νοσηλευτήρια που παρέχουν υπηρεσίες σε δικαιούχους του ΓεΣΥ να τους κρατήσουν για μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που δικαιολογείται με βάση και την κλινική τους εικόνα, εξαιτίας των τεράστιων δυσκολιών που αντιμετωπίζουν στην προσπάθειά τους να εξεύρουν κέντρο εξειδικευμένης φροντίδας, το οποίο να μπορεί να τους δεχθεί. Πρόκειται για ασθενείς οι οποίοι μετά από ένα χειρουργείο ή μετά από μεγάλο διάστημα νοσηλείας, δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν και χρειάζονται για κάποιο χρονικό εξειδικευμένη, κατά κύριο λόγο, νοσηλευτική φροντίδα και συχνή παρακολούθηση από γιατρό. Το τεράστιο κενό που παρατηρείται στην Κύπρο σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες αυτές αλλά και η ανυπαρξία εξειδικευμένων κέντρων έχει ως αποτέλεσμα κάποιοι από αυτούς τους ασθενείς, όσοι μπορούν δηλαδή να πληρώσουν, να καταλήγουν σε κάποιο κέντρο αποκατάστασης, ενώ κάποιοι άλλοι, λόγω ηλικίας καταλήγουν σε οίκους ευγηρίας ή άλλα κέντρα που παρέχουν, κάποιου είδους, υπηρεσίες σε χρόνιους ασθενείς. Ακόμα όμως και εκείνοι που είναι σε θέση να πληρώσουν και να εισαχθούν σε ιδιωτικά κέντρα δύσκολα βρίσκουν διαθέσιμη κλίνη αφού, τα τελευταία χρόνια, λόγω και της γήρανσης του πληθυσμού παρατηρείται αυξημένη ζήτηση. Πρόκειται για ένα σημαντικό κενό στη μετανοσοκομειακή διαχείριση ασθενών, κυρίως ηλικιωμένων, το οποίο σύμφωνα και με τα όσα καταγράφει στην πρώτη αξιολόγηση του ΓεΣΥ ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας (ΟΑΥ), ταλαιπωρεί τόσο τους ίδιους τους ασθενείς όσο και το σύστημα υγείας της χώρας, το οποίο δεν αποκλείεται μελλοντικά να οδηγηθεί σε «βραχυκύκλωμα» αφού θα υποχρεωθούν τα νοσοκομεία του ΓεΣΥ, κυρίως τα κρατικά, να εξυπηρετούν πολίτες που ανήκουν σε αυτή, τη νέα κατηγορία ασθενών, με αποτέλεσμα να μειωθεί η δυναμικότητα του συστήματος σε κλίνες νοσηλείας.
Ψάχνουν για κέντρο
Ενδεικτικά της ταλαιπωρίας που βιώνουν ασθενείς αλλά και οι συγγενείς τους, τα παράπονα που φτάνουν κατά καιρούς στο Παρατηρητήριο της Ομοσπονδίας Συνδέσμων Ασθενών Κύπρου (ΟΣΑΚ). Συγκεκριμένα, λειτουργοί του Παρατηρητηρίου έλαβαν κατά τον μήνα Μάρτιο παράπονο από γυναίκα, της οποία η υπερήλικη μητέρα, λόγω πολλών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί και χρειάζεται 24 ώρες το 24ωρο νοσηλευτική φροντίδα. Η ηλικιωμένη βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε κέντρο αποκατάστασης. Η δικοί της ωστόσο δεν μπορούν να συνεχίσουν να πληρώνουν €1.500 τον μήνα, για να μπορέσει να παραμείνει στο κέντρο. Η συγκεκριμένη ηλικιωμένη δεν ανήκει στις ομάδες ασθενών για τους οποίους δικαιολογείται ένταξη σε κέντρο αποκατάστασης το οποίο να λειτουργεί εντός ΓεΣΥ και ως εκ τούτο το σύστημα δεν μπορεί να την εξυπηρετήσει. Άλλωστε, οι κλίνες αποκατάστασης εντός ΓεΣΥ είναι περιορισμένες αφού λόγω ανυπαρξίας νομοθεσίας που να διέπει τη λειτουργία των κέντρων αποκατάστασης στην Κύπρο, στο σύστημα έχουν ενταχθεί τρεις μόνο δομές οι οποίες λειτουργούν εντός νοσηλευτηρίων. Η οικογένεια της ηλικιωμένης, δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για να πληρώνει κάθε μήνα το απαιτούμενο ποσό. Έχει ήδη αποταθεί στο Υφυπουργείο Κοινωνικής Ευημερίας και τα αρμόδια τμήματά του προκειμένου να διεκδικήσει κάποιο από τα επιδόματα και δημόσια βοηθήματα που παρέχονται στις περιπτώσεις αυτές.
Τον ίδιο μήνα σε άλλη περίπτωση, γυναίκα ανέφερε στο Παρατηρητήριο ότι ο αδερφός της 53 ετών, από τα μέσα Φεβρουαρίου νοσηλευόταν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο. Οι γιατροί στη ΜΕΘ του έκαμαν γαστροστομία και τραχειοστομία και μετά από αρκετές ημέρες νοσηλείας ενημέρωσαν την οικογένεια ότι δεν μπορούν να του προσφέρουν οποιανδήποτε άλλη ιατρική βοήθεια και θα πρέπει να μεταφερθεί σε κέντρο εξειδικευμένης φροντίδας. Το μόνο κέντρο αποκατάστασης που μπορούσε να τον δεχθεί ήταν εκτός ΓεΣΥ αλλά και εκτός της επαρχίας στην οποία κατοικεί η οικογένεια, η οποία έκτοτε αναζητεί χώρο για να μεταφερθεί ο ασθενής με ασφάλεια χωρίς να χάσει την επαφή με τους δικούς του ανθρώπους.
Μειώνεται η αποδοτικότητα
Σύμφωνα τώρα με τα όσα καταγράφονται στην πρώτη αξιολόγηση του ΟΑΥ, πέντε σχεδόν χρόνια μετά την εφαρμογή του ΓεΣΥ, το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στη μετανοσοκομειακή φροντίδα ατόμων άνω των 70 ετών, καθώς υπάρχουν αρκετοί ηλικιωμένοι ασθενείς οι οποίοι, ειδικά μετά από μια εγχείρηση, αδυνατούν να αυτοεξυπηρετηθούν. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, οι συγγενείς πιέζουν τους θεράποντες γιατρούς και τα νοσηλευτήρια να κρατήσουν τους ασθενείς για μεγαλύτερη περίοδο από ό,τι δικαιολογείται από την κλινική κατάστασή τους, μέχρι να καταφέρουν να εξεύρουν ειδικό κέντρο που θα τους αναλάβει. «Αυτό μειώνει την αποδοτικότητα του συστήματος αφού οι κλίνες των νοσηλευτηρίων δεν αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και κρατούνται για υπηρεσίες οι οποίες στην ουσία είναι εκτός συστήματος» επισημαίνει ο ΟΑΥ.
Επιβαρύνεται το Δημόσιο
Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον ΟΑΥ, το μεγαλύτερο βάρος των περιστατικών αυτών το αναλαμβάνουν ο Οργανισμός Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας (ΟΚΥπΥ) και τα δημόσια νοσηλευτήρια. Ενδεικτικό είναι εξάλλου και το γεγονός ότι ο μέσος χρόνος παραμονής των ασθενών σε δημόσιο νοσηλευτήριο είναι περίπου 5 ημέρες, σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα που είναι γύρω στις 2,5 μέρες.
«Ο κίνδυνος παραμονεύει και στο ΓεΣΥ»
Στην αξιολόγηση ο ΟΑΥ κρούει τον κώδωνα αναφορικά με τα προβλήματα που ενδέχεται να προκύψουν μελλοντικά στο ΓεΣΥ, σε περίπτωση που συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, δίνοντας ως παράδειγμα την κατάσταση που επικρατεί στο σύστημα υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου. Εκεί, επισημαίνεται ότι το φαινόμενο αυτό είναι πολύ έντονο και έχει δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στην πρόσβαση σε ενδονοσοκομειακές υπηρεσίες. «Ο κίνδυνος παραμονεύει και στο ΓεΣΥ. Δηλαδή η έλλειψη κατάλληλων υποδομών για άτομα τρίτης ηλικίας, κάτι που αφορά το Υπουργείο Υγείας ή/και το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, μπορεί μελλοντικά να 'βραχυκυκλώσει' την αποτελεσματική λειτουργία του Συστήματος», αναφέρει ο ΟΑΥ. Αναφέρεται ότι η λειτουργία κέντρων εξειδικευμένης φροντίδας είναι ένα θέμα το οποίο έχει απασχολήσει πολύ έντονα, τον τελευταίο χρόνο, και την ΟΣΑΚ. Η εκκρεμότητα ωστόσο που ακόμα υπάρχει σε ό,τι αφορά την ψήφιση δύο σημαντικών νομοθεσιών (για τα κέντρα αποκατάστασης και τα κέντρα παροχής ανακουφιστικής φροντίδας), αφήνει προς το παρόν το επίσης τεράστιο ζήτημα της εξειδικευμένης φροντίδας πίσω στη λίστα προτεραιοτήτων.