Με δύο εντάλματα σύλληψης εναντίον του, ένα από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και ένα μέσω της Europol, ο Τουρκοκύπριος δικηγόρος Ακάν Κιουρσιάτ, ο οποίος ήταν καταζητούμενος από το 2005, ανανέωσε την ταυτότητα και το διαβατήριό του, χωρίς να διαπιστωθεί ότι ήταν στη λίστα των διωκτικών αρχών.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Π», ο Ακάν Κιουρσιάτ υπέβαλε αίτηση και εξασφάλισε ταυτότητα και διαβατήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2004, λίγο μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων. Το 2005 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του για υποθέσεις σφετερισμού ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα. Το 2007 εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για τα ίδιο αδίκημα. Δέκα χρόνια μετά το διαβατήριο και η ταυτότητά του είχαν λήξει και ενώ ήταν καταζητούμενος υπέβαλε αίτημα στις αρμόδιες υπηρεσίες της Δημοκρατίας για ανανέωση. Χωρίς να πάρει κανείς πρέφα ότι επρόκειτο για καταζητούμενο πρόσωπο, η Κυπριακή Δημοκρατία προχώρησε κανονικά στην ανανέωση της ταυτότητας και του διαβατηρίου του Τουρκοκύπριου Ακάν Κιουρσιάτ.
Τις εν λόγω πληροφορίες τις θέσαμε στον υπουργό Εσωτερικών Κωνσταντίνο Ιωάννου ο οποίος επιβεβαίωσε ότι ανανεώθηκε το διαβατήριο και η ταυτότητα του Ακάν Κιουρσιάτ, ενώ ήταν καταζητούμενος. Όπως ανέφερε σε δήλωσή του στον «Π», «τότε, το 2014, για την ανανέωση εγγράφων Τουρκοκυπρίων, οι αιτήσεις αποστέλλονταν στην Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών για έλεγχο. Για το συγκεκριμένο πρόσωπο η Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας απέστειλε τη συγκεκριμένη αίτηση ημερομηνίας 30/6/14 στην ΚΥΠ. Στις 11/7/14 η αίτηση επιστράφηκε σφραγισμένη στην Επαρχιακή Διοίκηση από την ΚΥΠ, χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη. Κατά συνέπεια, στις 23/7/14 εκδόθηκε το νέο διαβατήριο».
Με βάση τα όσα ανέφερε στον «Π» ο υπουργός Εσωτερικών, είναι άξιον αναφοράς πώς οι μυστικές υπηρεσίες του κράτους είτε δεν είχαν υπόψη τον κατάλογο με τα καταζητούμενα πρόσωπα και μάλιστα με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης από το 2007 ή ακόμη και εάν τον γνώριζαν πώς κατάφεραν να μη διαπιστώσουν ότι ένας καταζητούμενος ζητούσε ανανέωση διαβατηρίου και να μην προχωρήσουν οι αρχές στη σύλληψή του.
Στο μεταξύ, σύμφωνα με πληροφορίες του «Π», από την ημέρα που γνωστοποιήθηκε ότι ο Ακάν Κιουρσιάτ συνελήφθη από τις ιταλικές αρχές, στο πλαίσιο της εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και ότι ήταν κάτοχος κυπριακού διαβατηρίου, οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες ξεκίνησαν την διερεύνηση της υπόθεσης για να διαφανεί με ακρίβεια πού και τι πήγε λάθος και ο Τουρκοκύπριος δικηγόρος κατάφερε να ανανεώσει το διαβατήριο και την ταυτότητά του, χωρίς να εντοπιστεί και να συλληφθεί.
Οι κατηγορίες
Εναντίον του Τουρκοκύπριου δικηγόρου ο οποίος τελεί υπό σύλληψη και κρατείται στη Ρώμη διερευνώνται, μεταξύ άλλων, αδικήματα συνωμοσίας, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, αδικήματα συγκάλυψης, καθώς και παράνομης κατοχής και χρήσης γης. Μετά την ένσταση που υπέβαλε για έκδοσή του στην Κύπρο, ο Ακάν Κιουρσιάτ παραμένει υπό κράτηση τουλάχιστον μέχρι τις 6 Φεβρουαρίου οπότε το δικαστήριο στην Ιταλία θα εκδικάσει την ένστασή του. Ο Ακάν Κιουρσιάτ, αιτιολογώντας την ένσταση που υπέβαλε, ανέφερε ότι δεν νιώθει ασφαλής να κρατηθεί στις Κεντρικές Φυλακές, επικαλούμενος τον θάνατο του Τουρκοκύπριου Τανσού Τσιντάν, τον Οκτώβριο του 2022, ενώ ήταν κατάδικος στο σωφρονιστικό ίδρυμα. Είχε συλληφθεί στην Ιταλία πριν από μερικές ημέρες, όπου μετέβη μέσω Κωνσταντινούπολης με τη σύζυγό του, «βουλευτή» του ΡΤΚ και «αντιπρόεδρο της βουλής», Φαζιλέτ Όζντενεφε. Σημειώνεται ότι σε περίπτωση που το δικαστήριο απορρίψει την ένστασή του και αποφασίσει την έκδοσή του στην Κύπρο, τότε μέλη της Κυπριακής Αστυνομίας πρέπει εντός δέκα ημερών να μεταβούν στην Ιταλία και να τον μεταφέρουν στην Κύπρο για να του απαγγελθούν κατηγορίες και να ξεκινήσει η εκδίκαση της υπόθεσής του.
Επαύλεις στην Κλεπίνη
Ο Ακάν Κιουρσιάτ συνελήφθη στην Ιταλία με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2005 κι αφορούσε, μεταξύ άλλων, την εκμετάλλευση ε/κ περιουσίας στα κατεχόμενα χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (άρθρο 281), με βάση το οποίο είχε συλληφθεί από τις βρετανικές αρχές τον Αύγουστο του 2011 ο Βρετανός Γκάρι Ρομπ, ο οποίος είχε δικαστεί το 2010 ενώ το 2012 βγήκε και η απόφαση του εφετείου. Το ένταλμα του 2005 αφορούσε τους: Βρετανό Γκάρι Ρομπ και Τουρκοκύπριους Τουντζέλ Ταχίρ Σοϊκάν (εργολάβο), Ακάν Κιουρσιάτ (δικηγόρο). Όλοι τους είχαν σχέση με την εταιρεία AGA Developments και την κατασκευή επαύλεων σε ε/κ γη στην κατεχόμενη Κλεπίνη. Το ένταλμα σύλληψης του 2005 αφορούσε επίσης παραβιάσεις των άρθρων 280, 298, 303, 371 και 372 του ποινικού κώδικα που αφορούν απάτη και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Το ένταλμα του 2005 ανεκλήθη και με βάση νέα στοιχεία και μαρτυρίες εκδόθηκε νέο ένταλμα σύλληψης το 2007. Στο νέο ένταλμα, εκτός των προαναφερόμενων άρθρων, προστέθηκε παραβίαση και άρθρων που αφορούν αδικήματα συγκάλυψης. Με βάση το νέο ένταλμα οι καταζητούμενοι μέσω Γιούροπολ αυξήθηκαν σε 4 και ήταν: ο Βρετανός Γκάρι Ρομπ, ο Τ/κ δικηγόρος Ακάν Κιουρσιάτ, ο Τ/κ εργολάβος Τουντζέλ Ταχίρ Σοϊκάν και ο Τ/κ μηχανικός Κουτσάλ Τοκατλίογλου. Και πάλι όλοι τους είχαν σχέση με την AGA Developments.