Πολλή συζήτηση για αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της Νομικής Υπηρεσίας. Ουδείς διαφωνεί ότι επιβάλλεται αυτός ο σημαντικός ανεξάρτητος θεσμός να εκσυγχρονιστεί και κυρίως να αποκτήσει τη δυνατότητα να ασκήσει το έργο του με οικονομική αυτονομία. Θα συμφωνούσαμε μάλιστα με τον γενικό εισαγγελέα Γιώργο Σαββίδη ότι η ανεξαρτησία της Νομικής Υπηρεσίας, όπως και των δικαστηρίων, στην πράξη συνιστούν εμβάθυνση της δημοκρατίας σε κάθε χώρα.
Από την άλλη, το θέμα πρέπει να αντιμετωπισθεί σφαιρικά, αν και κανείς δεν παραγνωρίζει ότι γι' αυτό θα χρειαστεί πολύ περισσότερος χρόνος από όσον διαθέτουμε ως χώρα για προσαρμογή με το ευρωπαϊκό κεκτημένο που απαιτεί αυτονόμηση της Νομικής Υπηρεσίας εδώ και τώρα. Για την ιστορία, η αυτονόμηση εγέρθηκε μετ' επιτάσεως από τον τέως γενικό εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη, με την όλη προσπάθεια να υποστηρίζεται τότε και από τον γενικό ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη. Αν κρίνουμε από το σημείωμα που έστειλε ο Κώστας Κληρίδης στις 22 Νοεμβρίου 2019 στη Βουλή ενόψει συζήτησης του προϋπολογισμού του 2020, δεν τέθηκε θέμα ριζικών αλλαγών. Ζητήθηκε όπως η Νομική Υπηρεσία αποκτήσει εξουσία να διορίζει και να προάγει το δικό της ανθρώπινο δυναμικό με δικές της κλίμακες μισθοδοσίας.
Οι παροικούντες εις Λευκωσία αναγνώρισαν τότε με ευκολία τη σκοπιμότητα της πρωτοβουλίας αυτονόμησης της Νομικής Υπηρεσίας, παρότι αυτό ήταν αίτημα των ευρωπαϊκών θεσμών από πολύ ενωρίτερα. Τότε σοβούσε κρίση στις σχέσεις Κληρίδη - Μιχαηλίδη με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη. Ο τέως Πρόεδρος προσπαθούσε να ξεφορτωθεί τον κ. Κληρίδη μετ' επαίνων, προτείνοντάς του να αναλάβει θέση δικαστού στην ΕΕ, ενώ εναντίον του γενικού ελεγκτή ετοίμαζε κατηγορητήριο για να τον παραπέμψει στο Ανώτατο για παύση.
Η αυτονόμηση εν ολίγοις, σε συνδυασμό με παρόμοιο αίτημα για αυτονόμηση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, προτάθηκε στο πλαίσιο μιας θεμιτής προσπάθειας δημιουργίας ανεξάρτητων ανταγωνιστών θεσμών προς όφελος ενός κράτους δικαίου, αλλά και γιατί εξυπηρετούσε την πολιτική ατζέντα Κληρίδη - Μιχαηλίδη, οι οποίοι ως άλλοι Ηρακλείς θεώρησαν ότι τους είχε ανατεθεί να καθαρίσουν τους σταύλους του Αυγεία με στόχο να τιμωρήσουν τον Νίκο Αναστασιάδη - Ευρυσθέα, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω τους είχε διορίσει.
Η προσπάθεια βέβαια δεν τελεσφόρησε. Οι ατζέντες Αναστασιάδη - Κληρίδη - Μιχαηλίδη δεν ανέδειξαν νικητές και ηττημένους. Τελικά ο ένας ανέχθηκε τον άλλον, οι δε πολιτικές φιλοδοξίες των κ. Κληρίδη και Μιχαηλίδη (και οι δύο φέρονταν ως υποψήφιοι για την προεδρία) δεν ευοδώθηκαν. Ο Αναστασιάδης χωρίς κανέναν έλεγχο κατάφερε μέχρι το 2021 να βγάλει 7.000 «χρυσά» διαβατήρια, ο Κληρίδης αφού απέτυχε να φέρει ενώπιον της Δικαιοσύνης και να καταδικάσει αυτούς που κατέστρεψαν την κυπριακή οικονομία, αφυπηρέτησε με φουλ σύνταξη και επιδόματα, ο δε Οδυσσέας παρέμεινε ως επιλεκτική φωνή βοώντος εν τη πολιτική ερήμω της Κύπρου.

Πρώτη προσέγγιση
Έχουμε την εντύπωση ότι ο νέος γενικός εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης δεν εξυπηρετεί τις ατζέντες του παρελθόντος. Πιστεύουμε ακόμα ότι μπορεί να διακρίνει, σε ό,τι αφορά αυτόν τον εκσυγχρονισμό της Νομικής Υπηρεσίας, την ύπαρξη δύο προσεγγίσεων, παρότι δεν επιθυμεί να τις διασυνδέσει, φοβούμενος τελικά ότι θα καταλήξουμε σε μια αδιέξοδη συζήτηση χωρίς να πετύχουμε κανέναν από τους στόχους μας. Η πρώτη εκπροσωπείται μέσω του νομοσχεδίου το οποίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή ενώπιον της Επιτροπής Νομικών. Τι λέει σε γενικές γραμμές αυτό το νομοσχέδιο και πόσο ικανοποιεί τους πολίτες αυτής της χώρας;
1. Προνοει απλή αυτονόμηση, χωρίς να εξετάζει a fundamentis τον θεσμό της Νομικής Υπηρεσίας μέσα από την ιστορική του διαδρομή: Οι λειτουργοί που τη στελεχώνουν εξομοιώνονται, κατά το δυνατό, με τους δικαστικούς λειτουργούς, προς περαιτέρω ενίσχυση του εχέγγυου της πραγματικής αμεροληψίας τους έναντι της διοίκησης και σύμφωνα με τις συστάσεις της Επιτροπής των κρατών μελών ενάντια στη Διαφθορά-GRECO του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Ιδρύεται η θέση του γενικού διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, θα ασκεί κυρίως καθήκοντα ελέγχοντα λειτουργού, κατά την έννοια των περί Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμων. Στο πλαίσιο της αυτονόμησης της Νομικής Υπηρεσίας, ρυθμίζονται νομοθετικά και θέματα που αφορούν στη δομή, οργάνωση και λειτουργία της Νομικής Υπηρεσίας, τόσο σε ό,τι αφορά τους νομικούς λειτουργούς, όσο και τους λοιπούς λειτουργούς που τη στελεχώνουν.
Τι σημαίνουν στην πράξη όλα αυτά; Ότι η Νομική Υπηρεσία θα προσλαμβάνει τα στελέχη της, θα αποφασίζει τους μισθούς και τον τρόπο προαγωγής τους ανεξαρτητοποιούμενη και από την ΕΔΥ. Θα κινηθεί με λίγα λόγια στη λογική των δικαστηρίων που προσλαμβάνουν τους δικαστές τους.
Η δεύτερη προσέγγιση
Υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι η πλήρης αυτονόμηση της Νομικής Υπηρεσίας δεν μπορεί να σημαίνει απλώς αλλαγή κάποιων διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας. Πριν γίνουν αυτά, που είναι αναγκαία, θα πρέπει ο θεσμός να ιδωθεί και να αξιολογηθεί μέσα από την ιστορική διαδρομή των 63 ετών λειτουργίας του. Για αυτό απαιτείται μια πολύ μεγαλύτερη σύνθεση απόψεων. Χρειάζεται, λένε, αλλαγή Συντάγματος, με την τάση αυτή στη Βουλή να φαίνεται πλειοψηφική. Βέβαια, κανείς δεν παραγνωρίζει ότι γι' αυτό θα χρειαστεί πολύ περισσότερος χρόνος από όσον διαθέτουμε ως χώρα για προσαρμογή με το ευρωπαϊκό κεκτημένο που απαιτεί αυτονόμηση της Νομικής Υπηρεσίας εδώ και τώρα.
Για κάποιους το θέμα αυτό είναι απλό, κάποιοι άλλοι επιμένουν να κάνουν λόγο για τεράστια πολυπλοκότητα, υπενθυμίζοντας το Δίκαιο της Ανάγκης του 1964, το οποίο έχει σχέση αναγκαστικά και με τη λύση του Κυπριακού.
Κατά την ταπεινή μου άποψη, το θέμα είναι κυρίως πολιτικό. Αυτοί που το παρουσιάζουν ως κυρίως νομικό μάλλον περιπλέκουν τα πράγματα. Σε τελευταία ανάλυση, η φιλοσοφία του Δικαίου της Ανάγκης όπως τη διατύπωσαν οι Κρίτωνας Τορναρίτης και Μιχ. Τριανταφυλλίδης ποια ήταν; Ότι η υπεράσπιση και η επιβίωση ενός κράτους υπερβαίνει του Συντάγματος. Σαφέστατα και δεν ζούμε στις δραματικές στιγμές του 1963/64, από την άλλη όμως δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι οι αγκυλώσεις, πολιτικές και νομικές, που έχουν δημιουργηθεί, μας έχουν μετατρέψει σε μπανανία, οπότε πρέπει να αντιμετωπισθούν. Πρόκειται για αγκυλώσεις ευρύτερες, οι οποίες έχουν αναγορεύσει τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε εκλελεγμένο δικτάτορα, χειρότερα δε τον εκάστοτε γενικό εισαγγελέα σε διορισμένο δικτάτορα. Στην πράξη, οι δύο αυτοί αξιωματούχοι είναι ανέλεγκτοι, πράγμα επικίνδυνο για κάθε δημοκρατία. Το πιο επικίνδυνο είναι ότι κατ' αναλογία επιχειρούν να συμπεριφερθούν με τον ίδιο τρόπο και κάποιοι άλλοι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι, όπως ο γενικός ελεγκτής, παρότι είναι αρκούντως σαφή τα όρια της δικαιοδοσίας και των αρμοδιοτήτων τους. Ο γενικός ελεγκτής όταν εγέρθηκε θέμα αυτονόμησης επί Κώστα Κληρίδη, χωρίς καμιά αναφορά σε αναθεώρηση του Συντάγματος, ήταν κάτι παραπάνω από εποικοδομητικός. Σήμερα επιλέγει τον δρόμο της άγονης αντιπαράθεσης με τη Νομική Υπηρεσία. Λειτουργώντας επιλεκτικά, ανεξαρτήτως αν έχει δίκαιο ή άδικο, προσωποποιεί τα πράγματα, θεωρώντας π.χ. ότι «η ταύτιση στο πρόσωπο του γενικού εισαγγελέα των δύο ξεχωριστών ρόλων του νομικού συμβούλου του κράτους και του δημόσιου κατήγορου, όπως και το ανέλεγκτο των εξουσιών του γενικού εισαγγελέα, υποσκάπτουν την ανεξαρτησία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ως προς το δικαίωμά της για απρόσκοπτη πρόσβαση στην πληροφόρηση». Δεν έλεγε βεβαίως τα ίδια όταν γενικός εισαγγελέας ήταν ο Κώστας Κληρίδης.

Τι Νομική Υπηρεσία;
Στην πολιτική γενικώς πρέπει να αποφεύγονται τα καμώματα και οι εμφανίσεις σε κάθε περίπτωση δίκην μαϊντανού. Αυτό σημαίνει ότι τα δημόσια προβλήματα και προβληματισμοί πρέπει να τίθενται με καθαρότητα. Όπως ανέφερε κάποτε ο Ευγένιος Ιονέσκο, «δεν είναι η απάντηση που μας διαφωτίζει, αλλά η ερώτηση». Εν ολίγοις, τι Νομική Υπηρεσία θέλουμε; Μετά από 63 χρόνια Κυπριακής Δημοκρατίας, νομίζω ότι έχουμε κατασταλάξει σε κάποιες παρατηρήσεις οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν οδηγό περί του πρακτέου:
1. Θεωρούμε ότι ο γενικός εισαγγελέας δεν μπορεί να είναι ο νομικός σύμβουλος της κυβέρνησης και την ίδια στιγμή δημόσιος κατήγορος. Χρειαζόμαστε με λίγα λόγια δύο άτομα στη Νομική Υπηρεσία. Σε όλες τις χώρες, ακόμα και στην Αγγλία από την οποία κληρονομήσαμε το Σύνταγμα του 1960, υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση. Δεν μπορεί το ίδιο άτομο να συμβουλεύει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή κάποιον υπουργό και την ίδια στιγμή να κινεί διαδικασία δίωξης ή και παύσης του, ιδιαίτερα αν υπό κρίση βρεθούν και οι ίδιες οι νομικές συμβουλές που έδωσε ο ίδιος.
2. Δεν είναι δυνατόν ο εκάστοτε προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας να διαθέτει αυτό το εξωπραγματικό προνόμιο του nolle prosequi (αναστολη δίωξης) χωρίς την παροχή διευκρινίσεων, πολύ περισσότερο την τεκμηρίωση της απόφασης. Νομίζουμε ότι αυτό το προνόμιο πρέπει να ρυθμιστεί, αφού στο παρελθόν είδαμε εισαγγελείς να το ασκούν ακόμα και υπέρ των παιδιών τους.
3. Δεν είναι δυνατόν τα πορίσματα ερευνητικών επιτροπών να μην δίνονται στη δημοσιότητα. Μιλούμε για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως π.χ. είναι το πόρισμα Νικολάτου για τα διαβατήρια, το πόρισμα για το βαν των παρακολουθήσεων ή το πόρισμα Αιμιλιανίδη για τις Φυλακές.
4. Δεν μπορεί ο γενικός εισαγγελέας να διορίζεται μέχρι το 68ο έτος της ηλικίας του. Αυτό μπορεί να έχει κάποια πλεονεκτήματα, αλλά έχει και πολλά μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, πώς αντιμετωπίζουμε έναν προβληματικό διορισμό; Από την άλλη, αν καθιερωθεί μια μάξιμουμ δεκαετής θητεία (5+5), θα μπορεί ο εκάστοτε Πρόεδρος ή κάποιο συμβούλιο να διορίζει ενίοτε και νεαρούς νομικούς στη θέση αυτή, και όχι νομικούς που πλησιάζουν στην αφυπηρέτηση, υπό τον φόβο ότι ο διορισμός π.χ. ενός 40άρη προϋποθέτει παραμονή του για τα επόμενα 28 χρόνια στη θέση αυτή. Τα παρεπόμενα τέτοιων διορισμών τα βλέπουμε στην περίπτωση του γενικού ελεγκτή. Ο οποίος διορίστηκε στη θέση αυτή σε ηλικία 46 ετών και λογικά θα παραμείνει έως τα 68 του χρόνια. Στη θέση αυτή ήδη υπηρετεί για 9 χρόνια και όλοι κατανοούν ότι σε αρκετές περιπτώσεις το έχει παρακάνει. Σκεφτείτε, πώς αυτός ο άνθρωπος και ο κάθε άλλος ανεξάρτητος αξιωματούχος μπορεί να συμπεριφέρεται τα επόμενα 13 χρόνια λειτουργώντας κυριολεκτικά χωρίς κανέναν έλεγχο;