Νέοι τότες αντίπαλοι στρατιώτες… τζιαι τωρά ενήλικες φίλοι
Του Ανδρέα Φτερακίδη*
Την 23η Απριλίου 2003 ήμουν που τους πρώτους που πέρασα για πρώτη φορά την νεκρή ζώνη που το Λήδρα Πάλας καθοδόν προς το άλλον κομμάτι της Λευκωσίας, τζιαι φυσικά της Κύπρου. Τα αισθήματα γεμάτα χαρά τζιαι λύπες, τζιαι ρωτούσα τον εαυτό μου το γιατί. Ως Λευκωσιάτης εγνώριζα τες περιοχές. Περνώντας μπαίνω στο πρώτο μαχαζίν τζιαι ρωτώ για κανένα ταξί. Απάντησε μου στη γλώσσα που ξέρουμε τζιαι οι δκυο. «Καλωσορίσατε αδέρφκια... εμένα λαλούν με Veysi Soyer», τζιαι αντί να φωνάξει ταξιού έβαλε μας μες στο δικόν του το αυτοκίνητον τζι’ επήρε μας στην Αγιά Σοφκιά τζιαι ύστερα στην Τζιερύνεια στο σπίτι του. Τζιαι που τζιαμαί εσυνεχίσαμεν για το Λιμανάκι. Καθώς ερέσσαμεν που τα μαχαζιά τους ούλλοι εφκήκαν έξω, τζιαι στην ίδια τη γλώσσα μας, πάλε, τζιαι με δάκρυα στα μμάθκια εκαλωσορίζαν μας. Εκάτσαμε στο λιμανάκι για γεύμαν τζιαι τότε εγίνηκεν το σώσε. Ούλλα τα ξένα κανάλια εθέλαν να μάθουν.
Με τον Veysi ανταλλάξαμεν τηλέφωνα τζι’ εκανονίσαμεν να πάμεν για δείπνο, τζιαι έφερεν τζιαι την γυναίκα του. Τζιαμαί στο κέντρον που επήαμεν εβρεθήκαμεν τζιαι με άλλους συμπατριώτες μας, τουρκόφωνους τζιαι ελληνόφωνους, τζιαι εκάτσαμεν ούλλοι μαζίν. Πάλε νέες γνωριμίες, ανταλλαγή τηλεφώνων κλπ.
Ήρτεν τζιαι η ημέρα να κανονίσουμεν με τον Veysi να πάμε στον Απόστολον Αντρέα. Μαζί μας ήταν τζιαι ο φίλος ο Λευτέρης. Εξεκινήσαμεν. Ήταν η εποχή που εγίνουνταν τα έργα αποκατάστασης στη μονή. Μπαίνοντας το πρώτο κατζιέλλιν που αρκεύκει να φαίνεται το μοναστήρι σταματά τζιαι βάλλει τον σταυρόν του τζιαι λαλεί: «Thanks God they put the Cross on the bell tower». Αφού επροσκυνήσαμεν, εφύαμεν με πολλύν συγκίνηση. Καθώς επηαίνναμεν πίσω, μες στον κύριο δρόμο μετά τον Άγιον Ανδρόνικον, έκλωσεν αριστερά. Λαλώ του: «Μα που πάμε;». «Εννά δεις» απαντά μου. Φτάνουμε απέναντι που μιαν εκκλησσιάν τζιαι σταματά τζιαι χασκιασμένος λαλεί μας: «Ου Θκιάορκαν! Εφκάλαν τον σταυρόν», τζιαι ρωτά με «μα ίντα μέρα εν’ σήμμερα;». Λαλώ του 14 τ’ Αυγούστου τζιαι συνεχίζει: «Εν’ της Παναγίας αύριον. Δεκαπεντάουστον. Εν’ της Παναγίας της Κανακαριάς». Τζι’ εμπήκαμεν στην εκκλησσιάν να προσκυνήσουμεν την Παναγίαν. Μεγάλη χάρης της.
Άμαν επιάσαμεν τον δρόμο για να στραφούμεν, μπαίνοντας στη Λευκωσίαν επεράσαμεν που την Νεάπολη. Όπως οδήγαν λαλώ του απότομα: «Στοπ!». Ρωτά με «γιατί;» τζιαι απαντώ του: «Θέλω να φκάλω μια φωτογραφία τούντο σπίτιν δαμαί. Τζιαι συνεχίζει να με ρωτά: «Είσαι σίγουρος;». «Ναι ναι, διότι δαμαί ήμουν στρατιώτης το 1969» εξηγώ του. Είδα μοναμιάς τα μμάθκια του να δακρύζουν. «Ρε φίλε, εν το πιστεύκω. Ήμουν τζι’ εγιώ στρατιώτης καρτσίν σου τον ίδιο γρόνον» λαλεί μου. Άνταν τζιαι είπεν μου το, εγεμώσαν τζιαι μένα τα μμάθκια μου τζιαι αγκάλιασα τον. Λαλείς το θαύμα να βρεθούμε; Εν ηξέρω... Ήταν για μένα κάτι πολλά παράξενον τζιαι περίεργον. Εξωπραγματικόν να γνωριστώ τωρά, τυχαία, με τον συμπατριώτη μου που πριν που τόσα χρόνια ήμασταν απέναντι ο ένας που τον άλλον, νέοι τότες αντίπαλοι στρατιώτες, τζιαι τωρά ενήλικες φίλοι.
Που τότες εγινήκαμεν αχώριστοι φίλοι τζιαι οικογενειακοί. Φκαίννουμεν έξω, εγνώρισα τζιαι τα παιδκιά του. Γυρίζουμεν πολλούς τόπους μαζίν πκιον. Μιαν ημέραν επήαμεν ξανά τζιαι παρπατήσαμεν τζιαι στες περιοχές που ήμασταν στρατιώτες. Έδειξε μου τζιαι τον τόπον που έρκετουν στον τομέα μας για να πκιεί καμιά μπίρα στο μπαράκι, στο κέντρον στην Νεάπολη, κοντά στο γήπεδο. Ήταν που τότε ένας γνήσιος Κύπριος, τζιαι ελάλεν το η ψυσιή του για φιλίαν με τους ελληνοκύπριους. Όπως μου εξομολογήθηκεν, έθελεν πάντα του να φύει τζιαι να έρθει ποδά να ζήσει, αλλά οι περιστάσεις ήταν δύσκολες. Έμεινεν όπως τότε ακόμα ένας γνήσιος Κύπριος μαζίν πκιον, γνήσιοι, εν τα παραιτούμεν ό,τι τζι’ αν γινεί εν απογοητευκούμαστε, παλεύκουμεν μαζίν, τζιαι με πολλούς άλλους που αγαπούν την Κύπρον, ούλλη την Κύπρον, προσπαθούμεν για μια Κύπρον ενωμένη.
Υ.Γ. Ο φίλος ο Veysi είναι τζιαι φαρμακοποιός, ζωγράφος τζιαι ερασιτέχνης φωτογράφος. Στις 16 του Νιόβρη είσιεν έκθεση φωτογραφίας στο ίδρυμα Σεβέρη, τζιαι το φωτογραφικόν του υλικόν εχάρισεν το, για πάντα, στο ίδρυμα.





_________________________________
Η ξενιθκιά τζιαι οι ανθοί
Του Γιώργου Βελετσιάνου*
Έσιει πάνω που είκοσι χρόννια που έφυα που την Κύπρο. Πρώτα Αμερική. Ύστερα Αγγλία. Πίσω Αμερική. Τώρα Καναδά. Τζιαι όι Τορόντο, που τουλάχιστον εν’ 10 ώρες απευθείας πτήση προς την Αθήνα τζιαι ύστερα ανάμιση ώρα που τζιαμαί. Όι! Στην άλλη πλευρά του Καναδά. Στην πλευρά του Ειρηνικού ωκεανού. Στη Βικτώρια, που εν’ στο νησί Βανκούβερ, που πολλοί συγχύζουν με την πόλη του Βανκούβερ. Στην πλευρά που θέλει τουλάχιστον τρεις πτήσεις τζιαι 24 ώρες για να έρτω πίσω. «Στα τριβίλλουρα», λαλεί ο φίλος μου ο Φόττας που το γυμνάσιο. Να μεν τα πολυλογώ, Αγγλία, Αμερική ή Καναδάς εν είσιεν σημμασία για την μακαρίτισσα τη γιαγιά μου την Ελένη που την Τρεμιθούσα. «Ζάβαλλε μου, τζιαι εννά σε φάει η ξενιθκιά γιε μου» ελάλεν μου κάθε φορά που επήαιννα να την δω.
Εν ηξέρω ακριβώς ίνταμπου εννόαν με την έκφραση «εννά σε φάει η ξενιθκιά». Εχαμογέλουν τζιαι εκαθησύχαζα την, αλλά θαρκούμαι εσκέφτετουν ότι τα πράματα εν’ δύσκολα στο εξωτερικό. Ότι εν θα έχω συγγενείς, γνωστούς, τζιαι φίλους σε ώρα ανάγκης. Ότι ο κοσμος εν’ άλλωσπως. Αξινόστραφος, σε σύγκριση με τους Κυπραίους; Χωρίς εμπιστοσύνη; Ότι σαν την Κύπρο εν έσιει; Εν ηξέρω. Έπρεπε να την ρωτήσω, αλλά πού να το κόψει ο νους μου! Ένα πράμα όμως έξερα το: Ότι στη ξενιθκιά σίουρα εν θα έβρισκα μια πιατέλλα γεμάτη με ανθούς έτοιμους πας στο τραπέζι, έτσι όπως τους έκαμνεν κάθε φορά που επήαιννα να την δω.
Η κοτζιάκαρη η μακαρίτισσα ήταν αγράμματη αλλά, τελικά, γνωστική. Ως ένα σημείο έντζιαι είσιεν άδικο. «Εξίασες τα ελληνικά σου, ρε» είπε μου η αρφή μου πας στην κουβέντα τον Ιούνη που ήρτα να δω τους δικούς μου, ύστερα που δκυόμισι χρόννια πανδημίας. Τζιαι όταν έγραψα της άλλης μου της αρφής στο φέισμπουκ «Πολλά ωρεο! Πίος το εκαμε;» για ένα γλύκισμα, απάντησε μου: «Re, me polli agapi einai *ωραίο και *ποιος». Ορθογράφος η ροκόλα, που ήταν δέκα χρονών όταν έφυα, τζιαι τωρά εν’ τριάντα. Τέλος πάντων, έχουν τζιαι τούτες δίκαιο. Η ξενιθκιά εμισοέφαεν μου την γλώσσα μου την μητρική. Τούντο άρθρο εννά το έγραφα σε καμμιάν ώρα στα αγγλικά αλλά επήρεν μου τρεις τζιαι κάτι στα κυπριακά. Τζιαι επειδή λυσσιώ της πείνας, εν ημπόρω να περιγράψω τωρά πως η ξενιθκιά εν’ όπως την Ιθάκη, τζιαι εννά σταματήσω να γράφω.
Μια πιατέλλα γεμάτη με ανθούς έτοιμους πας στο τραπέζι, έτσι όπως τους έκαμνεν κάθε φορά που επήαιννα να την δω, όμως γιοκ.

*Ο Γιώργος Βελετσιάνος είναι ακαδημαϊκός και (προς το παρόν) ζει και διδάσκει στον Καναδά.