Αρχές της δεκαετίας του ’60. «Βούττημαν ήλιου». Σε ένα απομακρυσμένο και ορεινό χωριό της Κύπρου μια ομάδα 150 περίπου ατόμων περιμένει υπομονετικά έξω από το δημοτικό σχολείο. Έχουν συγκεντρωθεί από τη γύρω περιοχή και πρόκειται για ένα κράμα από διάφορα κοινωνικά στρώματα, κάθε επαγγέλματος και επιπέδου μόρφωσης. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ρασοφόροι, βρακοφόροι και παντελονάδες. Καθώς η ώρα περνά τα πηγαδάκια ανταλλάζουν αναπόφευκτα κουβέντες περί βιολογίας και βοτανικής, ενώ κάθε τόσο ρίχνουν αγωνιώδεις ματιές στο τμήμα του δρόμου ψηλά στον λόφο, όπου και η είσοδος του χωριού. Σε κάποια στιγμή εκδηλώνεται ενθουσιασμός, αφού προβάλλουν στο σκοτάδι τα φώτα ενός σαλούν αυτοκινήτου τύπου «ΣΤΕΪΤ», που χοροπηδούν μαζί με τις σούστες του, καθώς οι τροχοί παίρνουν σιγά-σιγά τις κατηφορικές στροφές. Ο οδηγός του, που ξεκίνησε πριν από ώρες το ταξίδι από τα γραφεία του Υπουργείου Γεωργίας στη Λευκωσία, θα βρει σε μερικά λεπτά το πλήθος στριμωγμένο στη σχολική αίθουσα. Αρχίζει μάθημα μελισσοκομίας.
Αποστολή στην Ελλάδα
Μια αποστολή είχε ανατεθεί το 1961 στον Ντίνο Παπαϊωάννου, έναν λειτουργό του Υπουργείου Γεωργίας, στον Κλάδο Προστασίας Φυτών: να «αναστήσει» την κυπριακή μελισσοκομία. Το πρόβλημα που την ταλάνιζε, λέει σήμερα στον «Π», το είχε εντοπίσει η αποικιακή βρετανική κυβέρνηση ήδη από το 1905 και κορυφώθηκε το 1946, με τον αριθμό των μελισσιών στην Κύπρο να καταγράφει τρομακτική μείωση και να φθάνει, σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Τμήματος Δασών, μόλις τα 23.170, σε σύγκριση με τα 500.000 περίπου μελίσσια που είχαν καταγραφεί το 1896. Στη συνέχεια, το 1952, ένας Βρετανός μοναχός, ο περίφημος μπράδερ Άνταμ του Μπάκφαστ, θα καταγράψει σε επίσκεψή του στο νησί, κατόπιν ενημέρωσης, 22.000 περίπου αποικίες μελισσών. «Από την Αγγλοκρατία τονίστηκε η ανάγκη για αντικατάσταση της παραδοσιακής κυψέλης -το γνωστό πήλινο τζιβέρτι- από τη σύγχρονη ξύλινη κινητή, την οποία εφηύρε το 1851 ο Αμερικανός πάστορας Lorenzo Langstroth, ωστόσο δεν έγιναν σημαντικά βήματα, λόγω της συντηρητικότητας που επεδείκνυαν τότε οι Κύπριοι», τονίζει ο κ. Παπαϊωάννου. «Η πτωτική πορεία συνεχίστηκε μέχρι την ανεξαρτησία, μέχρι που μια μέρα ο επαρχιακός διευθυντής και μετέπειτα γενικός διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας Ρογήρος Μιχαηλίδης με κάλεσε στο γραφείο του για να μου ανακοινώσει πως θα αναλάβω τον τομέα της μελισσοκομίας, ως τομέα στον Κλάδο Προστασίας Φυτών. Προηγουμένως όμως θα έπρεπε να με στείλουν για έναν χρόνο στην Αθήνα, ώστε να εκπαιδευτώ και να φέρω τεχνογνωσία πίσω στο νησί. Για έναν χρόνο, λοιπόν, παρακολουθούσα μαθήματα μελισσοκομίας στα έδρανα του πανεπιστημίου και ταξίδευα σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, ακόμη και σε γειτονικές χώρες, προκειμένου να εξασκηθώ στη μεταχείριση των μελισσών εντός της κινητής κυψέλης».

Μαθήματα μελισσοκομίας από τον Ντίνο Παπαϊωάννου σε διάφορα μέρη της Κύπρου τη δεκαετία του ’60. Πηγή: Τμήμα Γεωργίας.
«Οργώνοντας» την Κύπρο
Το 1962 ο Ντίνος Παπαϊωάννου επιστρέφει στην Κύπρο και αναλαμβάνοντας τον τομέα της μελισσοκομίας αρχίζει να «ενορχηστρώνει» τον εκσυγχρονισμό της κυπριακής μελισσοκομίας. Οργανώνει αμέσως μια σειρά διαλέξεων προς τους μελισσοκόμους ολόκληρης της Κύπρου, η οποία και σηματοδοτεί το πέρασμα από την εγχώρια κυψέλη προς τη νέα πλαισιοκυψέλη. Ήταν ένα «όργωμα» της Κύπρου από τον ίδιο, που κράτησε 20 περίπου χρόνια, με μαθήματα σε πόλεις και σε χωριά. Σε σχολεία, σε μοναστήρια, ακόμα και στις Κεντρικές Φυλακές. «Μόνο ένας πελλός Παφίτης θα έκανε τόσες θυσίες», λέει σήμερα με δόση χιούμορ. Όπως λέει, οι μαθητές του ήταν όχι μόνο οι μελισσοκόμοι της εποχής, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να μεταγγίσουν τα μελίσσια των τζιβερτιών στις σύγχρονες κυψέλες, αλλά και πάρα πολλοί νέοι μελισσοκόμοι, οι οποίοι είδαν στη μελισσοκομία ένα επιπλέον εισόδημα στο καθημερινό τους μεροκάματο. «Τα μαθήματα προσέλκυαν έναν μεγάλο αριθμό ενδιαφερόμενων ανδρών και γυναικών και περιελάμβαναν όχι μόνο γεωργοκτηνοτρόφους αλλά και κόσμο από διάφορες επαγγελματικές τάξεις: γιατρούς, δικηγόρους, δικαστές, ιερείς, δασκάλους, ακόμα και καλόγηρους και καλόγριες», αναφέρει. «Το σπουδαίο σε εκείνα τα μαθήματα», προσθέτει, «ήταν η πρόκληση να καταφέρεις να κάνεις διάλεξη που να κατανοούν όλα τα άτομα στο ακροατήριο και να μην έχουν παράπονο, από τον διευθυντή ενός γυμνασίου μέχρι το εργάτη».

Βρακοφόρος μελισσοκόμος της δεκαετίας 1950-60 επιδεικνύει τον αφεσμό μελισσιού που συνέλαβε. Χρησιμοποίησε την τεχνική προσέλκυσης με φύλλα λεμονιάς. Πηγή: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών.
Αθρόα προσέλευση
«Τόσο αθρόα ήταν η προσέλευση στα μαθήματα, που τις περισσότερες φορές οι συμμετέχοντες ξεπερνούσαν κατά πολύ τον αριθμό ατόμων που οι αίθουσες μπορούσαν να φιλοξενήσουν. Να τονίσουμε επίσης ότι η απόφαση για τη δημιουργία Κέντρου Γεωργικής Εκπαίδευσης στη Μόρφου πάρθηκε μετά από επίσκεψη του πρώτου υπουργού Γεωργίας Τάσσου Παπαδόπουλου μαζί με τον γενικό διευθυντή του υπουργείου Ρογήρο Μιχαηλίδη στη Γεωργική Σχολή Μόρφου κατά τη διάρκεια μαθημάτων μελισσοκομίας, στα οποία βλέποντας την αθρόα προσέλευση του κόσμου συναίνεσαν για τη δημιουργία του Κέντρου. Επίσης να αναφερθεί ότι παρά τις διακοινοτικές ταραχές δεν ήταν λίγες οι φορές που και οι Τουρκοκύπριοι εξέφραζαν έντονη επιθυμία να παρακολουθήσουν τα μαθήματα αλλά και να διεξαχθούν αυτά και στις δικές τους κοινότητες, όπως είχε γίνει για παράδειγμα στο χωριό Γαληνόπωρνη της επαρχίας Αμμοχώστου».

Εκπαίδευση μελισσοκόμων - ιερωμένων σε χωριό της Κύπρου. Πηγή: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών.
Νυχτερινά μαθήματα
Με κατάλληλο προγραμματισμό και συντονισμό παραδίδονταν, κατά τη διάρκεια της ημέρας αρχικά, σειρές μαθημάτων (από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή σε κάθε περιοχή) στα καφενεία ή στις σχολικές αίθουσες των κοινοτήτων και των συνοικιών των πόλεων. Προκειμένου όμως οι ενδιαφερόμενοι να παρακολουθούν τα μαθήματα χωρίς την απώλεια του πολύ σημαντικού για την εποχή εκείνη ημερήσιου μισθού, ο κ. Παπαϊωάννου εισηγήθηκε, και το πέτυχε, τα μαθήματά του να γίνονται κατά τη νύχτα, με εξαίρεση την Παρασκευή κατά την οποία γινόταν πρακτική εξάσκηση σε κάποιο προοδευτικό μελισσοκομείο της περιοχής. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα νυχτερινά μαθήματα γίνονταν άνευ απολαβών, με μόνη κάλυψη από το υπουργείο των εξόδων για τα οδοιπορικά. Τόση ήταν η αγάπη και η αφοσίωσή του, λέει, για τη μελισσοκομία, που δεν τον ενδιέφεραν η αμοιβή, οι κίνδυνοι στους δρόμους και οι ώρες που αφαιρούσε καθημερινά από την προσωπική του ζωή. Η έναρξη των μαθημάτων γινόταν πάντοτε με την προσευχή από κάποιον ιερέα μελισσοκόμο της περιοχής, «κάτι που βοηθούσε», τονίζει, «ώστε τα μαθήματα να διεξάγονται ομαλότατα, πάντοτε μέσα σε πνεύμα συνεργασίας και συναδελφικότητας - για να είμαι ειλικρινής τη συγκεκριμένη ιδέα την 'έκλεψα' από τα μελισσοκομικά μαθήματα που έτυχε να παρακολουθήσω στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή της Θεσσαλονίκης».
Ήρθε η σύγχρονη κυψέλη
Μεγάλης σημασίας για την υλοποίηση των σχεδίων του υπουργείου ήταν τότε η απόφαση της κυβέρνησης τον Σεπτέμβριο του 1962 να διαθέσει από κονδύλι του Υπουργείου Γεωργίας το ποσό των 40.000 λιρών Κύπρου για ενίσχυση της μελισσοκομίας. Έτσι, για αυτόν τον σκοπό, ο Ντίνος Παπαϊωάννου αποτάθηκε σε εργοστάσιο κατασκευής κυψελών στη Ρόδο, για το οποίο είχε ενημερωθεί όταν πραγματοποιούσε μελισσοκομικά ταξίδια στην Ελλάδα. Αφού παρήγγειλε 5.000 κυψέλες με κινητή βάση, καθώς επίσης και 50.000 φύλλα κηρήθρας, κατ’ αναλογία 10 φύλλων σε κάθε κυψέλη, έφτασε στις 23 Δεκεμβρίου του 1962, στο λιμάνι της Αμμοχώστου, ένα πλοίο με επιβλητικές στοίβες από κυψέλες. Πλέον κάθε μελισσοκόμος μπορούσε να λάβει επιχορηγημένες κυψέλες από το κράτος και δωρεάν εργαλεία.

Μαθήματα μελισσοκομίας και διανομή εργαλείων στο Ακάκι (31 Μαρτίου του 1966). Ο Ντίνος Παπαϊωάννου επιβλέπει τους Κύπριους μελισσοκόμους που άφησαν τα παραδοσιακά τζιβέρτια και εκπαιδεύονται από τον ίδιο στις σύγχρονες κινητές κυψέλες. Πηγή φωτογραφίας: Τμήμα Γεωργίας.
Κύπριος κατασκευαστής
Στη συνέχεια ο Ντίνος Παπαϊωάννου εντόπισε Κύπριο κατασκευαστή σύγχρονων κυψελών, στον οποίο και ανατέθηκε πλέον η κατασκευή. Ήταν ο Κωνσταντής Χριστοδούλου από τον Γερόλακκο, ο οποίος με τη μεσολάβηση του Τμήματος Γεωργίας επισκέφτηκε το εργοστάσιο κατασκευής κυψελών στη Ρόδο και παρακολούθησε τις εργασίες, ενώ μετέβη και στην Αγγλία για την αγορά μηχανημάτων. Επίσης για τα μαθήματα μελισσοκομίας ο Ντίνος Παπαϊωάννου προσέλαβε και δύο βοηθούς, οι οποίοι επιτέλεσαν επίσης σημαντικό έργο στο υπουργείο. Ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Αμέρικο Νικολάου.

Ενημερωτικό φυλλάδιο του Τμήματος Γεωργίας που προτρέπει το κοινό να εγκαταστήσει μελίσσια (δεκαετία ’60).
Πλεόνασμα μελιού
Οι μελισσοκόμοι επέδειξαν έντονο ενδιαφέρον για τη νέα κυψέλη, γι’ αυτό και σταδιακά προχώρησαν στην αντικατάσταση των εγχώριων κυψελών με κινητές πλαισιοκυψέλες. Αποτέλεσμα ήταν η κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής μελιού στα χρόνια που ακολούθησαν. Ιδιαιτέρως την περίοδο 1964-1965, λόγω αυξημένης παραγωγής αλλά και μη εξοικείωσης ακόμη των Κυπρίων με το μέλι στην καθημερινή διατροφή τους, πραγματοποιήθηκαν, χάρη στις προσπάθειες του κ. Παπαϊωάννου, εξαγωγές μελιού προς τις αραβικές χώρες, «προς δέκα σελίνια την οκκά», όπως θυμάται.

Ο Ντίνος Παπαϊωάννου και η σύζυγός του Αγνή Παπαϊωάννου - ήταν η γραμματέας και δεξί του χέρι στο Τμήμα Γεωργίας - σήμερα στην οικία τους στην Έγκωμη Λευκωσίας.
Και ο Κύκκου Νικηφόρος στα μελίσσια
Δίδαξε σε χιλιάδες τη σύγχρονη μελισσοκομία ο Ντίνος Παπαϊωάννου. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν, όπως λέει, και ο νυν μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρος, όταν ήταν καλογεροπαίδι στο μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου. Θυμάται χαρακτηριστικά τον ζήλο που επέδειξε στο να διδαχθεί τη μελισσοκομική τέχνη. Άλλος μαθητής του ήταν και ο πατέρας του σημερινού μεγαλύτερου επαγγελματία μελισσοκόμου στην Κύπρο. Μάλιστα θυμάται χαρακτηριστικά ότι εκείνος ο πατέρας παραπονιόταν συχνά ότι από τους γιους του αυτός ήταν ο μόνος που δεν πλησίαζε να μάθει τη μελισσοκομία, «κι όμως στην πορεία», λέει ο Ντίνος Παπαϊωάννου, «εκείνος που δεν πλησίαζε έγινε ο μεγαλύτερος παραγωγός στην Κύπρο».