Η πλειοψηφία των πολιτών στην Κύπρο θέλουν λύση, όμως όσοι θα ψήφιζαν «όχι» σε ένα σχέδιο λύσης ή δηλώνουν αναποφάσιστοι έχουν πραγματικές ανησυχίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν με διαρκή και ξεκάθαρη πληροφόρηση αλλά και την ενθάρρυνση της ποιοτικής επαφής μεταξύ των κοινοτήτων. Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα έρευνας κοινής γνώμης της Παγκόσμιας Τράπεζας που πραγματοποιήθηκε με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον περασμένο Δεκέμβριο.
Μεταξύ άλλων οι ερευνητές διαπιστώνουν πως υπάρχει ακόμα σημαντική στήριξη για λύση του Κυπριακού, με το 65,8% των Ε/Κ και το 72,3% των Τ/Κ (69,1% του συνόλου) να απαντούν θετικά στην ερώτηση αν θέλουν λύση. Ωστόσο τον Δεκέμβριο του 2018, όταν πραγματοποιήθηκε η έρευνα, τα ποσοστά όσων απάντησαν θετικά στην ερώτηση αν είναι έτοιμοι να ψηφίσουν «ναι» σε ένα συμφωνημένο σχέδιο λύσης είναι μεν σημαντικά αλλά χαμηλότερα, φτάνοντας στο 47,6% μεταξύ των Ε/Κ και στο 58,7% μεταξύ των Τ/Κ (53,1% του συνόλου). «Όχι» θα ψήφιζε το 26,7% των Ε/Κ και το 29,8% των Τ/Κ (28,3% του συνόλου), ενώ αναποφάσιστο δήλωνε το 16,5% των Ε/Κ και το 7,6% των Τ/Κ (12,1% του συνόλου).
Οι ερευνητές επισημαίνουν ακόμα πως αν ληφθούν υπόψη μόνο όσοι έχουν αποφασίσει τι θα ψηφίσουν, τότε μεταξύ των Ε/Κ «ναι» ψηφίζει το 64,1% και «όχι» το 35,9%, και μεταξύ των Τ/Κ «ναι» ψηφίζει το 66,3% και «όχι» το 33,7%.
Επίσης σημειώνεται πως διαχρονικά η στήριξη για λύση αυξάνεται, αλλά και όπως φαίνεται από τη σύγκριση με προηγούμενες μετρήσεις επηρεάζεται από τις εξελίξεις και το γενικότερο πολιτικό κλίμα. Ακόμα, οι ομάδες των πολιτών που δεν θα ψήφιζαν σήμερα «ναι» σε ένα σχέδιο λύσης έχουν κοινά χαρακτηριστικά και σε κάποιες περιπτώσεις παρόμοιες ανησυχίες. Οι οποίες αντιμετωπίζονται μέσω της ενθάρρυνσης της επαφής και της καλύτερης πληροφόρησης.

Τα ποσοστά των ερωτηθέντων που δηλώνουν πρόθεση να ψηφίσουν «ναι» σε ενδεχόμενο δημοψήφισμα με την πάροδο του χρόνου.
Εις βάθος εικόνα
Τα πιο πάνω καταγράφονται στην παρουσίαση της έρευνας που πραγματοποίησε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο η Μονάδα Νόησης, Συμπεριφοράς και Ανάπτυξης (Mind, Behavior and Development Unit - eMBeD) της Παγκόσμιας Τράπεζας, της οποίας ένας από τους επικεφαλής είναι ο Κύπριος οικονομολόγος Ρένος Βάκης.
Μέχρι σήμερα τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών με γενικό τίτλο «The pulse of reunification: Insights from Cyprus» (Ο παλμός της επανένωσης: Ιδέες από την Κύπρο) δεν δίνονταν στη δημοσιότητα, καθώς αποτελούν εργαλεία με αποδέκτες τις διαπραγματευτικές ομάδες των δύο πλευρών, το γραφείο του γ.γ. του ΟΗΕ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία όμως έχουν πολλά να πουν και στην κοινή γνώμη.
Πρόκειται για μία από τις έρευνες στις οποίες αναφέρεται στις εκθέσεις του ο γ.γ. του ΟΗΕ. Στο παρελθόν ο «Π» κατέγραψε τα αποτελέσματα παλαιότερης έρευνας που αφορούσε τον Σεπτέμβριο του 2018, στην οποία για πρώτη φορά μετά το Κραν Μοντανά οι πολίτες και στις δύο κοινότητες εμφανίζονταν έτοιμοι σε ποσοστό πέραν του 50% να ψηφίσουν «ναι» σε ένα πιθανό σχέδιο λύσης.

Η επιθυμία για λύση και η πρόθεση θετικής ψήφου σε ενδεχόμενο δημοψήφισμα (GCC: ε/κ κοινότητα, TCC: τ/κ κοινότητα)
Κοινά χαρακτηριστικά
Σύμφωνα με τα ευρήματα, τα άτομα που δεν θα ψήφιζαν υπέρ ενός σχεδίου λύσης τείνουν να έχουν συγκεκριμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι τα ίδια και στις δύο κοινότητες. Πρόκειται για οικονομικά ευάλωτα άτομα, άτομα κάτω των 35 ετών, γυναίκες και άτομα που ζουν σε αγροτικές περιοχές. Οι δύο ομάδες διαφέρουν από κοινότητα σε κοινότητα όσον αφορά το μορφωτικό τους επίπεδο: δύσπιστοι απέναντι στη λύση παρουσιάζονται οι Ε/Κ με τριτοβάθμια εκπαίδευση και οι Τ/Κ άτομα με πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Επίσης, οι περιοχές όπου υπάρχει χαμηλότερη στήριξη σε ένα πιθανό σχέδιο λύσης είναι, για τους Ε/Κ, η Λεμεσός και η ελεύθερη Αμμόχωστος, όπου το «ναι» κυμαινόταν στο 42,4% και στο 41,6%, και για τους Τ/Κ η Κερύνεια (55,3%) και η Αμμόχωστος (57%).
Οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι συγκεντρώνονται σε περιοχές που επηρεάζονται άμεσα από τις διαπραγματεύσεις και τις αλλαγές που μπορεί να φέρει η λύση. Οι περισσότεροι αναποφάσιστοι Ε/Κ βρίσκονται στην ελεύθερη επαρχία Αμμοχώστου (24,6%) και οι περισσότεροι αναποφάσιστοι Τ/Κ στην περιοχή της Μόρφου (18,8%).
Θέλουμε αυτονομία
Από τα στοιχεία προκύπτει και ακόμα ένας κοινός τόπος όσον αφορά το τι αναμένει η κάθε κοινότητα για να πειστεί για τη βιωσιμότητα μιας λύσης. Και στις δύο πλευρές είναι σημαντικός ο ρόλος της αυτονομίας της κάθε κοινότητας (κάτι που έχει το δικό του ενδιαφέρον δεδομένης της συζήτησης για την αποκέντρωση), οι Ε/Κ προκρίνουν το θέμα των περιουσιών και των εγγυήσεων και των στρατευμάτων, ενώ τους Τ/Κ απασχολεί και το θέμα της ιθαγένειας.
Συγκεκριμένα, στην ερώτηση «Τι θα ενίσχυε τη στήριξή σας προς μια λύση;», οι Ε/Κ που συμμετείχαν επέλεξαν το εδαφικό και το περιουσιακό (21%), πως τίποτα δεν θα ενίσχυε τη στήριξή τους (η απάντηση δόθηκε αυθόρμητα από το 16%), την ανάγκη σεβασμού της αυτονομίας και της αυτοδιοίκησης της κάθε κοινότητας εντός της ομοσπονδίας (15%), το θέμα των εγγυητριών (14%), και το θέμα της παρουσίας ξένων στρατευμάτων (11%). Χαμηλότερα στον πίνακα ήταν το θέμα της ομοσπονδιακής προεδρίας (8%) και το θέμα της ιθαγένειας (5%) με 10% να επιλέγουν αυθόρμητα άλλες προτεραιότητες.
Μεταξύ των Τ/Κ τρεις επιλογές ήταν ουσιαστικά οι δημοφιλέστερες στην ίδια ερώτηση. Τον σεβασμό της αυτονομίας πρόκρινε το 35% των ερωτηθέντων, το θέμα της ιθαγένειας επέλεξε το 23% και το εδαφικό και το περιουσιακό το 15%. Οι υπόλοιπες επιλογές συγκέντρωσαν μικρότερο ενδιαφέρον: την ομοσπονδιακή προεδρία επέλεξε το (8%), τις εγγυήσεις το 6%, ακόμα 6% απάντησε αυθόρμητα πως τίποτε δεν θα ενίσχυε τη στήριξή του και 3% επέλεξε το θέμα των ξένων στρατευμάτων, ενώ το 5% επέλεξε αυθόρμητα άλλες προτεραιότητες.
Ενημέρωση και δυσπιστία
Οι ερευνητές διαπιστώνουν πως ακόμα και στις πιο δύσπιστες ομάδες καταγράφεται μια αύξηση της στήριξης σε ένα σχέδιο λύσης όταν τους επισημανθεί πως υπάρχει τάση υπέρ της λύσης στην άλλη κοινότητα. Ενδεικτικά, στο σύνολο των ερωτηθέντων το ποσοστό στους Ε/Κ αυξάνεται σημαντικά από το 44,8% στο 50,4%, και στους Τ/Κ αυξάνεται λιγότερο, από το 57,5% στο 59,8%.
Ωστόσο η πληροφορία πως στην άλλη πλευρά υπάρχει στήριξη στη λύση μεταξύ της κοινής γνώμης επηρεάζει σημαντικά τα πιο δύσπιστα άτομα. Στις Ε/Κ γυναίκες η πληροφορία αυξάνει τη στήριξη από το 40,4% στο 50,9%, ενώ στους Τ/Κ κάτω των 35 ετών την αυξάνει από το 54,7% στο 61,4%.
Η ανάγκη για καλύτερη ενημέρωση και επικοινωνία προς τους πολίτες προκύπτει σύμφωνα με την ερμηνεία των ερευνητών και από τη χαμηλή εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς και στις δύο κοινότητες. Η πλειοψηφία των θεσμών συγκεντρώνει την εμπιστοσύνη μόνο μιας μειοψηφίας σε κάθε κοινότητα, με εξαίρεση την αστυνομία στην τ/κ κοινότητα όπου το ποσοστό βρίσκεται στο 50% ενώ στην ε/κ κοινότητα βρίσκεται στο 33% (γενικότερα οι Ε/Κ δείχνουν λιγότερη εμπιστοσύνη στους αντίστοιχους θεσμούς τους). Ακολουθούν το δικαστικό σύστημα (το οποίο εμπιστεύεται 24% των Ε/Κ και 44% των Τ/Κ), οι ηγέτες των κοινοτήτων (22% και 40%), τα ΜΜΕ (21% και 27%). Για τους υπόλοιπους θεσμούς (κυβέρνηση, διαπραγματευτές, Βουλή, οικονομικοί οργανισμοί) η εμπιστοσύνη κινείται επίσης σε χαμηλά επίπεδα. Τέλος τα κόμματα και στις δύο πλευρές χαίρουν της χαμηλότερης εμπιστοσύνης (6% και 12%).
Δραματική αλλαγή στη στάση και των πλέον δύσπιστων
Game changer η επαφή
Τη πιο δραματική αύξηση στα ποσοστά στήριξης μιας λύσης δεν την προκαλεί τόσο η ενημέρωση όσο η επαφή μεταξύ των κοινοτήτων. Η επαφή με την άλλη πλευρά φαίνεται να αποτελεί πλέον κοινό τόπο για τους Κύπριους, καθώς 55% των Ε/Κ και 95% των Τ/Κ απάντησαν θετικά στην ερώτηση πως είχαν επαφές με την άλλη κοινότητα κάποια στιγμή στο παρελθόν. Περίπου ένας στους τέσσερις είχε επαφές στην άλλη πλευρά τις τελευταίες επτά ημέρες (18% των Ε/Κ και 27% των Τ/Κ). Ως επαφή ορίζεται ο χαιρετισμός, η συνομιλία, η συνεργασία, ή ακόμα και απλές αγορές ή η διέλευση από τα οδοφράγματα.
Οι Ε/Κ που είχαν επαφή με Τ/Κ τις τελευταίες επτά ημέρες εμφανίζονται κατά 32% πιο πιθανόν να ψηφίσουν «ναι» (44,7% χωρίς, 60,4% με επαφή), ενώ οι αντίστοιχοι Τ/Κ εμφανίζονται κατά 39% πιο πιθανό να ψηφίσουν ναι (51,7% χωρίς, 74,4% με επαφή).
Η επαφή μεταξύ των κοινοτήτων επηρεάζει σημαντικά και τα άτομα που είναι πιο δύσπιστα απέναντι σε μια λύση. Μεταξύ των Ε/Κ, πρόκειται για τα άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση, τους νεαρότερους των 35 ετών και ιδιαίτερα τους οικονομικά ευάλωτους όπου η θετική ψήφος γίνεται αντίστοιχα 17,1%, 19,5% και 34,3% πιθανότερη. Μεταξύ των Τ/Κ, από την επαφή επηρεάζονται σημαντικά τα άτομα με εκπαίδευση δημοτικού και γυμνασίου, οι γυναίκες και τα άτομα κάτω των 35, με την πιθανότητα θετικής ψήφου να αυξάνεται κατά 21,2%, 23,2% και 27,6% αντίστοιχα.
Όπως σημειώνεται, τη στήριξη σε ένα πιθανό σχέδιο λύσης αυξάνει όχι μόνο η επαφή που αξιολογείται ως θετική, αλλά και αυτή που αξιολογείται ως ουδέτερη, ενώ σύμφωνα με τους ερευνητές οι αρνητικές εμπειρίες δεν επηρεάζουν αρνητικά την πρόθεση ψήφου.
Πώς η επαφή με την άλλη κοινότητα επηρεάζει την πρόθεση ψήφου

Καιρός για δημόσια διαβούλευση;
Μία από τις κύριες εισηγήσεις της μονάδας eMBeD είναι η αξιοποίηση της λύσης των δημόσιων διαβουλεύσεων, ενδεχομένως με τη χρήση ηλεκτρονικής πλατφόρμας, για να υπάρξει συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία διαπραγμάτευσης.
Οι ερευνητές βασίζουν αυτή την εισήγηση στην ανάγκη να υπάρξει συγκεκριμένη και ξεκάθαρη πληροφόρηση για τους πολίτες που παραμένουν αναποφάσιστοι ή αρνητικοί, και η προσέγγιση των συγκεκριμένων κοινωνικών και ηλικιακών ομάδων. Όπως επισημαίνεται, οι πολίτες είναι δεκτικοί σε νέες πληροφορίες, ειδικά για θέματα που αποτελούν ιδιαίτερες ανησυχίες τους.
Όπως επισημαίνεται στην παρουσίαση, υπάρχουν οι πλατφόρμες και οι μέθοδοι για αποτελεσματική συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία διαπραγμάτευσης. Αν και δεν αναφέρεται από τους ερευνητές, αξίζει να σημειώσουμε πως η δημόσια διαβούλευση αποτελεί μέθοδο που έχει δοκιμαστεί παλιότερα στην ειρηνευτική διαδικασία στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά και στη σύγχρονη Ιρλανδία όπου οι συνελεύσεις πολιτών έπαιξαν τον δικό τους ρόλο ενόψει του δημοψηφίσματος για τις αμβλώσεις.
Στα συμπεράσματα της έρευνας προστίθεται ακόμα ότι η επαφή μεταξύ των πολιτών των δύο κοινοτήτων αποτελεί ισχυρό παράγοντα προς τη στήριξη ενός σχεδίου λύσης και επιδρά θετικά και στις ομάδες πολιτών που είναι σήμερα πιο συγκρατημένοι απέναντι σε μια ενδεχόμενη διευθέτηση.
Η μονάδα eMBeD της Παγκόσμιας Τράπεζας ασχολείται με έρευνες που καταγράφουν μέσω των επιστημών της συμπεριφοράς τους κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που επηρεάζουν την πολιτική και την οικονομία με στόχο να παρέχει συγκεκριμένες εισηγήσεις.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ
Δείγμα: Κάθε κύμα της έρευνας που γίνεται ανά τρίμηνο και διαρκεί πέντε ημέρες έχει ως στόχο δείγμα 1000 ατόμων. Για τον Δεκέμβριο 2018 το δείγμα ήταν 1010 άτομα (510 Ε/Κ, 500 Τ/Κ).
Περίοδος διεξαγωγής έρευνας: 5 με 13 Δεκεμβρίου (Ε/Κ), 5 με 14 Δεκεμβρίου (Τ/Κ)
Μεθοδολογία: Τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τη μονάδα eMBeD της Παγκόσμιας Τράπεζας σε συνεργασία με την ε/κ εταιρεία CYMAR και την τ/κ Prologue Consulting, στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής ανάλυσης για τη μεγέθυνση και τη βιώσιμη ανάπτυξη που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση βάσει του κανονισμού 389/2006 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την οικονομική ανάπτυξη της τ/κ κοινότητας και την προετοιμασία της επανένωσης.