Τις νύχτες μετά τον Δεκαπενταύγουστο του ‘74 η Λευκωσία άδειαζε από κατοίκους λόγω του φόβου προέλασης των τουρκικών στρατευμάτων. Τις πρώτες μέρες μετά τον πόλεμο επιβαλλόταν εξάλλου συσκότιση και απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 19:00 μέχρι τις 4:30. Οι επικεφαλής της Υπηρεσίας Μερίμνης, που εργάζονταν μέχρι αργά το βράδυ κάθε μέρα, μαρτυρούν ότι έβγαιναν από τα γραφεία τους στην παλαιά Διεθνή Έκθεση (απέναντι από το Μετόχι Κύκκου) σε μια Λευκωσία χωρίς κατοίκους. Η πόλη ήταν γεμάτη, όμως, πρόχειρους καταυλισμούς. Σημαντικός αριθμός εκτοπισθέντων από την Κατωκοπιά και την περιοχή Μόρφου καταφεύγει για παράδειγμα στις εγκαταστάσεις εγκαταλειμμένου πτηνοτροφείου στην περιοχή Κύκκου, όπου στήνονται και πρόχειρα παραπήγματα. Αντίσκηνα και παράγκες στήνονται στην Ακρόπολη, στο ΑΤΙ και στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Στις 3 Σεπτεμβρίου ο υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων Νίκος Παττίχης ζητά επίσπευση της ολοκλήρωσης των καταυλισμών. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, με τη συνδρομή του Τμήματος Δημοσίων Εργών, η ΥΜΑπΕ οργανώνει τους επίσημους καταυλισμούς της επαρχίας Λευκωσίας (Σταυρός, Κλήρου, Κόκκινες, Αδούλωτοι - στην περιοχή Μάντρες στα Καμπιά, Διεθνής Έκθεση - στον χώρο της παλαιάς Διεθνούς Έκθεσης κοντά στο Μετόχι Κύκκου, Τσέρι-Στράκκα, Ψημολόφου και Πάνω Λακατάμια - σύνολο οχτώ, ωστόσο δεν λειτούργησαν όλοι ταυτόχρονα από την αρχή). Τότε οι κάτοικοι σε περιοχές εγγύς της γραμμής αντιπαράθεσης επιστρέφουν στις κατοικίες τους. Σε σύνολο καταμετρημένων 40.212 εκτοπισθέντων, σχεδόν οι μισοί αφορούσαν τέτοιες περιπτώσεις. Μόνο στην πόλη της Λευκωσίας, πάνω από 13.000 ήταν όσοι έμειναν σε καταυλισμούς ή ανοιχτούς δημόσιους χώρους ή ημιτελή κτήρια και σχεδόν 30.000 όσων η σίτιση εξαρτάτο από την ΥΜΑπΕ. Δύο χρόνια μετά, στην απογραφή του 1976, η Στατιστική Υπηρεσία υπολογίζει τους διαμένοντες σε καταυλισμούς της Λευκωσίας σε 4.787. Ο μεγαλύτερος καταυλισμός τότε ήταν στην Πάνω Λακατάμια (με 1.466 διαμένοντες) και ο μικρότερος ήταν οι Αδούλωτοι στα Καμπιά (με 124).
Αμέσως μετά τη δεύτερη εισβολή, λειτουργούν συσσίτια στις περιοχές με μεγάλο αριθμό προσφύγων, αν και η πολιτική που ακολουθήθηκε με τη δημιουργία των καταυλισμών ήταν να παρέχονται στους εκτοπισθέντες τα απαραίτητα για να προετοιμάζουν μόνοι το φαγητό τους σε κοινόχρηστες κουζίνες. Χαρακτηριστικά, από τα πρώτα είδη ανάγκης που παραχωρούνταν στους εκτοπισθέντες ήταν μία κατσαρόλα. Στον χώρο της Διεθνούς Έκθεσης και στον καταυλισμό Αδούλωτοι μεταφέρονται οι εκτοπισθέντες που κατέλυαν στο Γυμνάσιο Ακρόπολης σε μπλε αντίσκηνα. Από το Γυμνάσιο Ακρόπολης μεταφέρονται και τα γραφεία της Υπηρεσίας Μερίμνης στον χώρο της παλαιάς Διεθνούς Έκθεσης, όπου θα λειτουργήσουν και οι κεντρικές αποθήκες της ΥΜΑπΕ. Σύμφωνα με τον υπεύθυνο Καταυλισμών της ΥΜΑπΕ Αχιλλέα Καλλίμαχο, τα αντίσκηνα αρχικά τοποθετούνταν στο χώμα. Μέχρι τις αρχές του 1975, στους περισσότερους καταυλισμούς δημιουργούνται τσιμεντένιες βάσεις για τα αντίσκηνα ύψους 4 ιντσών. Μέχρι τον Οκτώβρη του ’75, περίπου 500 αντίσκηνα αντικαθίστανται λόγω φθοράς, ενώ δικαιούχοι έχουν ήδη ξεκινήσει να μετακομίζουν στις παράγκες που αντικαθιστούν τα αντίσκηνα στους καταυλισμούς. Οι ανάγκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης καλύπτονται με κινητές ιατρικές μονάδες. Στους μεγάλους ή στους πιο οργανωμένους καταυλισμούς, όπως ήταν ο Σταυρός στον Στρόβολο και το Δάσος ΑΗΚ στη Δεκέλεια, λειτουργούν ιατρικά κέντρα. Προσεγγίζοντας τον χειμώνα, η ΥΜΑπΕ λαμβάνει πρόνοια για παροχή ζεστού νερού στα κοινόχρηστα ντους.
Ο μόνος καταυλισμός στον οποίο υπήρχε μόνιμο μαγειρείο ήταν ο καταυλισμός Λευκαρίτη στη Λάρνακα (ΦΩΤΟ ΑΡΧΕΙΟ Χ. ΑΒΔΕΛΟΠΟΥΛΟΥ)
Η κεντρική αποθήκη της ΥΜΑπΕ στον χώρο της παλαιάς Διεθνούς Έκθεσης όπως ήταν το 1977, όταν ο καταυλισμός της περιοχής φιλοξενούσε 900 εκτοπισθέντες.