43 χρόνια μετράμε σήμερα από την έναρξη της τουρκικής εισβολής. Γύρω από τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το πικρό καλοκαίρι του 1974 -προδοσία, νεκροί, αγνοούμενοι, πρόσφυγες, εγκλωβισμένοι- έχουν γραφεί πολλά. Μαρτυρίες, ρεπορτάζ, ντοκιμαντέρ, αφιερώματα, βιβλία ολόκληρα.
Ο «Π» 43 χρόνια μετά επιχειρεί να αναδείξει εκείνη την ιδιαίτερη πτυχή τού πώς το νεοσύστατο κράτος (μετρούσε 14 χρόνια ζωής η Κυπριακή Δημοκρατία) κλήθηκε να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο μέχρι σήμερα πρόβλημα στην ιστορία του: Τη σίτιση και κυρίως τη στέγαση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων.
Από τον πρώτο γύρο της εισβολής 32.000 περίπου Ελληνοκύπριοι από την επαρχία Κερύνειας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Ακολούθησαν στα μέσα Αυγούστου οι 160.000 πρόσφυγες από τις επαρχίες Αμμοχώστου και Λευκωσίας. Το 1/3 του πληθυσμού βρέθηκε χωρίς στέγη.
Μέσα λοιπόν από αυτή την προσπάθεια, ο «Π» θα καταγράψει με μαρτυρίες, ρεπορτάζ και φωτογραφίες τη διαμονή των πρώτων ημερών σε σχολεία, τους καταυλισμούς αντισκήνων, τους συνοικισμούς με τις παράγκες που τους διαδέχθηκαν και τους κακοφτιαγμένους κυβερνητικούς οικισμούς που τους στέγασαν στο πλαίσιο της «άνετης προσωρινότητας».
Αντλώντας από στοιχεία του Τμήματος Πολεοδομίας, από αρχεία της Υπηρεσίας Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων και από τις ανακοινώσεις του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, και συνομιλώντας με πρωταγωνιστές της εποχής είτε από την πλευρά του κράτους είτε από την πλευρά των ίδιων των θυμάτων, η εφημερίδα μας θα επιχειρήσει να φωτίσει άγνωστα στιγμιότυπα από μιαν εποχή που διαμόρφωσε όσο τίποτε τον χαρακτήρα του κυπριακού κράτους.
Τα αντίσκηνα είδος πρώτης ανάγκης
Περίπου 32.000 εκτοπισθέντες μετρούσε η Κύπρος τέλη Ιουλίου του 1974. Μέσα στο πολιτειακό χάος που επικρατούσε, την ικανοποίηση των αναγκών των πρώτων προσφύγων ανέλαβε το Γραφείο Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας. Πριν από τη δεύτερη εισβολή πρόλαβε να λειτουργήσει συντονιστική επιτροπή για τη συλλογή εισφορών για ανακούφιση των εκτοπισθέντων, ενώ στις 31 Ιουλίου είχε ιδρυθεί το Ειδικό Ταμείο Ανακουφίσεως Εκτοπισθέντων και Παθόντων, το οποίο τέθηκε υπό τον γενικό λογιστή. Όπως συνέβη με τους πρόσφυγες της δεύτερης εισβολής, η πλειοψηφία των πρώτων προσφύγων κατέφυγε σε σπίτια συγγενών ή φίλων. Καταυλισμοί είχαν λειτουργήσει από τον Ιούλιο του ’74. Χαρακτηριστικά, περίπου 550 άτομα από Τριμίθι, Κάρμι, Άγιο Γεώργιο Κερύνειας, Τράχωνα, Ομορφίτα και Καϊμακλί φιλοξενούνταν στο Γυμνάσιο Ακρόπολης και στο Ορφανοτροφείο Λευκωσίας.
Εκτοπισθέντες τις πρώτες μέρες μετά τη δεύτερη εισβολή στο Γραφείο Δημοσίων Πληροφοριών. Σε μια μοιρασμένη Λευκωσία, η οποία άδειαζε κάθε βράδυ από τους μόνιμους κατοίκους της, λόγω του φόβου τουρκικής προέλασης, έφταναν κάθε μέρα περισσότεροι εκτοπισθέντες. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1974, σε όλη την επαρχία Λευκωσίας περίπου 30.000 άνθρωποι χρειάζονταν άμεση και συνεχή βοήθεια, δηλαδή σίτιση, νερό και στέγη.
Στο Γυμνάσιο Ακρόπολης είχε λειτουργήσει κλιμάκιο του Γραφείου Ευημερίας για τη διανομή ειδών πρώτης ανάγκης στους εκτοπισθέντες. Τότε περίπου συστήνεται σε σώμα Κεντρική Επιτροπή Εκτοπισθέντων και Παθόντων Επαρχίας Κερύνειας, η οποία περιλαμβάνει στα αιτήματά της την αποφυγή χρήσης αντίσκηνων για τη στέγαση των εκτοπισθέντων, προτείνοντας αντ’ αυτών την επίταξη πολυκατοικιών. Αμέσως μετά τη δεύτερη εισβολή, τα απευκταία αντίσκηνα για τους πρόσφυγες της Κερύνειας καθίστανται επιτακτική ανάγκη για περίπου 76.000 άτομα. Τόσοι περίπου υπολογίστηκε αρχικά ότι είχαν καταφύγει στο ύπαιθρο (33.000) και σε σχολικές αίθουσες ή ημιτελή κτήρια (43.000). Η στέγη δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα που έπρεπε να επιλυθεί. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή της Υπηρεσίας Μερίμνης, που ολοκληρώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1974, σε σύνολο 193.576 εκτοπισθέντων, οι 160.997 κρίνονταν ως έχοντες ανάγκη συνεχούς βοήθειας. Περίπου 30.000 εκτοπισθέντες, σύμφωνα με τον πρώτο διευθυντή της Υπηρεσίας Μερίμνης Γιώργο Ιακώβου, προέρχονταν από περιοχές εγγύς της πράσινης γραμμής που αργότερα επέστρεψαν στις εστίες τους. Η πλειοψηφία των εκτοπισθέντων (93.429) κατέφυγε σε σπίτια συγγενών. Η κλίμακα του προβλήματος διαγράφεται εντονότερα στα 51.444 άτομα που διέμεναν σε δημόσια κτήρια και προσωρινούς καταυλισμούς (22.217), σε ημιτελή κτήρια ή παραπήγματα (13.152) και στο ύπαιθρο (16.075). Επιπλέον, 4.260 εκτοπισθέντες έμεναν τότε σε αντίσκηνα, οι πρώτες παραλαβές των οποίων είχαν ξεκινήσει από τον Αύγουστο μέσω της διεθνούς βοήθειας για την Κύπρο. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, μόνο από τις ΗΠΑ θα έφθαναν στην Κύπρο 5.700 αντίσκηνα και 3 εργαλειοθήκες με εργαλεία για την εγκατάστασή τους, η οποία θα συνεχιζόταν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Πρόσφυγες κοιμούνται στο πάτωμα σχολικής αίθουσας.
Η Υπηρεσία Μερίμνης
Για την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος το Υπουργικό Συμβούλιο υπό τον προεδρεύοντα Γλαύκο Κληρίδη αποφασίζει στις 18 Αυγούστου τη σύσταση ειδικής υπηρεσίας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των εκτοπισθέντων, στην οποία διορίζεται επικεφαλής ο μέχρι τότε διευθυντής του Κέντρου Παραγωγικότητας και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Ιακώβου. Στο βιβλίο του Πάνου Μυρτιώτη «Ο Άθλος: Πώς έγινε κατορθωτό στην Κύπρο του 1974 να κρατηθούν στη ζωή 200.000 πρόσφυγες» (Κύπρος 2006) αναφέρεται ότι η στελέχωση της Υπηρεσίας Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων (ΥΜΑπΕ) γίνεται με αποσπάσεις από το ανώτερο προσωπικό του Υπουργείου Εργασίας. Συντονιστής των επαφών με τα Ηνωμένα Έθνη για τη διεθνή βοήθεια αναλαμβάνει ο Ηλίας Γεωργιάδης, υπεύθυνος της κατασκευής καταυλισμών ο Αχιλλέας Καλλίμαχος, υπεύθυνος για τη διανομή τροφίμων ο Κώστας Κωνσταντινίδης, ενώ προερχόμενος από το Γραφείο Ευημερίας τον συντονισμό του ανακουφιστικού έργου ανέλαβε ο Τάκης Κονής. Συντονιστής της επαφής με τον Κυπριακό Ερυθρό Σταυρό ανέλαβε ο Λίνος Σιακαλλής και συντονιστής για την καταγραφή των εκτοπισμένων ο Νίκος Πέτσας.
Αύριο στον «Π» η συνέχεια του αφιερώματος επικεντρώνεται στην περίοδο μέχρι την οργάνωση των καταυλισμών με αντίσκηνα.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΡΧΕΙΟ ΑΒΔΕΛΟΠΟΥΛΟΥ