Καλής ποιότητας είναι σε γενικές γραμμές το νερό που πίνουμε, ωστόσο απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στα βυτία νερού από κερματοδέκτες, τα οποία, όπως προκύπτει, είναι ευάλωτα σε επιμόλυνση, αν δεν τηρούνται όλα τα απαιτούμενα μέτρα από τους ιδιοκτήτες τους και αν δεν γίνονται συχνά οι απαιτούμενοι έλεγχοι. Εξ αφορμής της δημοσιοποίησης, πρόσφατα, της έκθεσης για το 2016 των Υγειονομικών Υπηρεσιών, στην οποία καταγράφεται αριθμός ακατάλληλων δειγμάτων νερού ειδικά από κερματοδέκτες (αυτόματοι πωλητές νερού), αλλά και ενόψει καλοκαιριού, ο «Π» προχώρησε περί τα τέλη Ιουνίου 2017 σε δειγματοληψία πέντε εμφιαλωμένων νερών διαφορετικών εταιρειών που αγοράστηκαν από διαφορετικά περίπτερα, νερού απ’ ευθείας από το δίκτυο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας αλλά και νερού από έξι βυτία πώλησης νερού με κερματοδέκτες που επελέγησαν τυχαία από διάφορες περιοχές της πρωτεύουσας με μόνη παράμετρο να είναι διαφορετικοί οι ιδιοκτήτες. Θα πρέπει να σημειωθεί πως παγκύπρια υπάρχουν 1.500 κερματοδέκτες. Επί του συνόλου ο «Π» συνέλεξε -ακολουθώντας κατά περίπτωση την ενδεδειγμένη διαδικασία δειγματοληψίας, με οδηγίες του διαπιστευμένου χημείου νερού και τροφίμων FOODLAP, στο οποίο και τα παρέδωσε για μικροβιολογική εξέταση (κολοβακτηριοειδή, εντερικά κολοβακτηρίδια, εντερόκοκκο και ψευδομονάδες)- 12 δείγματα.
Τα αποτελέσματα
Από τη μικροβιολογική εξέταση προέκυψε ότι τα εμφιαλωμένα νερά δεν έχουν κανένα πρόβλημα, ως επίσης ούτε και το δείγμα από την Υδατοπρομήθεια Λευκωσίας. Πρόβλημα το οποίο χρήζει παρακολούθησης προέκυψε στα νερά από βυτία με κερματοδέκτες, υπό την έννοια ότι ένα από τα έξι δείγματα, που λήφθηκε από την οδό Μακεδονιτίσσης στον Στρόβολο, δεν συνήδε με τον περί της Ποιότητας του Νερού Ανθρώπινης Κατανάλωσης (Παρακολούθηση και Έλεγχος) Νόμο, καθώς εντοπίστηκαν 26 μονάδες κολοβακτηριοειδών (cfu/250 ml) ενώ θα έπρεπε βάσει του νόμου να ήταν μηδέν. Ακριβώς επειδή μόλις ένα δείγμα κρίθηκε σύμφωνα με το διαπιστευμένο εργαστήριο να μην συνάδει με τη σχετική νομοθεσία (χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι είναι ακατάλληλο για πόση, αλλά αποτελεί ένδειξη για περαιτέρω παρακολούθηση) ο «Π» επανέλαβε τη δειγματοληψία 10 μέρες μετά, με τη μικροβιολογική ανάλυση να καταδεικνύει ότι τα κολοβακτηριοειδή αυξήθηκαν σε 32 μονάδες ενώ ανιχνεύθηκε και ισχνή παρουσία ψευδομονάδων. Ψευδομονάδες ανιχνεύθηκαν και σε δύο άλλα δείγματα νερού από κερματοδέκτη (βλ. πίνακας), ωστόσο αυτά συνάδουν με τις πρόνοιες του σχετικού νόμου. Επικοινωνήσαμε με τον ιδιοκτήτη του βυτίου πόσιμου νερού με κερματοδέκτη στο οποίο εντοπίστηκαν κολοβακτηριοειδή, ο οποίος ωστόσο δεν θέλησε να σχολιάσει το αποτέλεσμα του ελέγχου μας υποστηρίζοντας ότι απαγορεύεται να γίνεται δειγματοληψία χωρίς την παρουσία του ιδιοκτήτη και από μη εξειδικευμένα και με σχετική άδεια άτομα. Μας τόνισε επίσης ότι επιφυλάσσεται για τα νομικά του δικαιώματα αφού πρόσφατη ανάλυση που έγινε από τον οικείο δήμο έδειξε πως το νερό του δεν είχε κανένα πρόβλημα. Ο «Π» πρότεινε στον ιδιοκτήτη να προβεί σε δική του δειγματοληψία. Στο μεταξύ, ανατρέχοντας στο αρχείο του «Π» εντοπίσαμε πως και πριν από 11 χρόνια, όταν η εφημερίδα είχε διενεργήσει σχετική έρευνα, ο ίδιος ιδιοκτήτης είχε ειδοποιηθεί να παραστεί στη δειγματοληψία βυτίου του (τότε σε άλλη περιοχή), ωστόσο αρνήθηκε να το πράξει υποστηρίζοντας και τότε ότι η ενέργειά μας ήταν παράνομη.
Τις εκθέσεις που λάβαμε από το εργαστήριο και για τα 12 δείγματα αποστείλαμε και στον προϊστάμενο των Υγειονομικών Υπηρεσιών για τα δικά του σχόλια. Ο κ. Αλβέρτος Καρής σημείωσε πως «στην πλειονότητά τους οι αναλύσεις είναι καλές. Δύο αναλύσεις (σ.σ. αναφέρεται στο βυτίο όπου εντοπίστηκαν κολοβακτηριοειδή) φαίνεται να έχουν αποκλίσεις, οι οποίες είναι ενδεικτικές παράμετροι ότι χρειάζεται παρακολούθηση». Όπως εξήγησε ο κ. Καρής, τα αποτελέσματα ναι μεν δεν εμπίπτουν σε εκείνες τις παραμέτρους που όταν εντοπιστούν λαμβάνονται άμεσα μέτρα, «δηλαδή να καλέσουμε τον ιδιοκτήτη να κάνει καθαρισμό - απολύμανση και ακολούθως να γίνει επαναληπτική δειγματοληψία, ωστόσο χρειάζονται παρακολούθηση». Ο κ. Καρής εξήγησε επίσης πως παρά το γεγονός ότι τα δείγματα που πήρε ο «Π» δεν λήφθηκαν από τις αρμόδιες αρχές, «εμείς τα λαμβάνουμε υπόψη. Τα έχω διαβιβάσει στους υγειονομικούς λειτουργούς για να λάβουν δείγματα από τους ίδιους κερματοδέκτες και εάν παρουσιαστεί οποιοδήποτε πρόβλημα να λάβουν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα, ακόμα και λήψη μέτρων εναντίον των ιδιοκτητών τους αν χρειαστεί». Συνεχίζοντας ο προϊστάμενος των ΥΥ τόνισε πως «δεν μπορώ να μην λάβω υπόψη τη δειγματοληψία που έχετε κάνει, ωστόσο θα πρέπει να γίνει και από τους δικούς μας υγειονομικούς λειτουργούς, όπως ακριβώς προνοεί η νομοθεσία και μεταφέροντας τα δείγματα στο Κρατικό Χημείο». Ο κ. Καρής κλήθηκε να σχολιάσει και το γεγονός πως σε δύο περιπτώσεις τα πιστοποιητικά καταλληλότητας των βυτίων ήταν ληγμένα. «Δεν σημαίνει πως όταν λήξει ένα υγειονομικό πιστοποιητικό κερματοδέκτη σταματούν και οι έλεγχοι. Απλώς από την ημέρα που ο ιδιοκτήτης θα υποβάλει αίτηση ανανέωσης του πιστοποιητικού μέχρι να γίνει η διαδικασία, δηλαδή να ελέγξουν την πηγή ή τον κερματοδέκτη, να εξεταστεί σε επαρχιακό επίπεδο και να γίνει έκθεση προς τον διευθυντή των ΥΥ, περνάνε 1-2 μήνες. Όμως, δεν σημαίνει ότι επειδή έληξε το πιστοποιητικό και πέρασαν 1-2 μήνες το νερό είναι ακατάλληλο. Το επικίνδυνο είναι να μην υπάρχει πιστοποιητικό αναρτημένο», τονίζει. Υπογραμμίζεται ότι οι κερματοδέκτες που ήλεγξε ο «Π» είχαν όλοι αναρτημένο πιστοποιητικό.
Καταληκτικά ο προϊστάμενος των ΥΥ τόνισε πως συγκρίνοντας την ποιότητα νερού σήμερα με πριν από μια δεκαετία η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη. «Έχουν αλλάξει πολλά πράγματα τα τελευταία χρόνια. Έχει αναβαθμιστεί η ποιότητα του νερού μας, λόγω των μέτρων και των κανονισμών που εφαρμόζονται, καθώς επίσης και η αυστηρότητα των ελέγχων. Το να μην βρίσκεις προβλήματα στα εμφιαλωμένα νερά, να βρίσκεις μόνο σε ένα κερματοδέκτη πρόβλημα, σημαίνει πως η πλειονότητα των νερών, για να μην πω η συντριπτική πλειονότητα των νερών μας, είναι άριστης ποιότητας», τόνισε, καλώντας τους καταναλωτές να μην ανησυχούν.