Η εν λόγω εξουσιαστική διάρθρωση θα παύσει να ισχύει, ωστόσο, με την υπαγωγή της Κύπρου στη διοίκηση της βρετανικής αυτοκρατορίας, το 1878, ενώ η μετάβαση του νησιού σε ένα νεωτερικό σύστημα διοίκησης επέφερε ριζικές διαφοροποιήσεις στον τρόπο συγκρότησης, οργάνωσης και λειτουργίας της κυπριακής κοινωνίας. Παρ' ότι η νέα αποικιακή εξουσία διατήρησε τη θρησκειοκεντρική διοικητική διαφοροποίηση του πληθυσμού, κατά το πρότυπο των μιλλέτ, εντούτοις, η πολιτική ηγεμονία του ισλάμ εξοβελίζεται, ενώ και εντός της μουσουλμανικής κοινότητας η ισλαμική επιρροή θα ακολουθήσει, εφεξής, μια φθίνουσα πορεία. Αυτό αποτέλεσε μια αναπόδραστη εξέλιξη δεδομένου ότι η μουσουλμανική κοινότητα, της οποίας η ύπαρξη και η κοινοτική συγκρότηση εδράστηκε, για τρεις αιώνες, στο οθωμανικό θρησκευτικό πλαίσιο, βρέθηκε αίφνης υπό τη διοίκηση μιας κοσμικής και νεωτερικής εξουσίας. Και οι μουσουλμανικοί κοινοτικοί θεσμοί θα βρεθούν, πλέον, αντιμέτωποι με μια, εκ των άνω, επιβληθείσα διαδικασία εκκοσμίκευσης. Η εξασθένιση του θρησκευτικού πλέγματος εξουσίας δεν συνεπαγόταν, ωστόσο, τη ραγδαία εκκοσμίκευση της μουσουλμανικής κοινότητας. Η ισχύς της θρησκευτικής υπαγωγής παρέμενε ισχυρή και υπονόμευε τη νεωτερική συγκρότηση και οργάνωση της μουσουλμανικής κοινότητας. Η απουσία μιας νεωτερικής διανόησης, το υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού, σε συνάρτηση με την εντεινόμενη κοινωνικοοικονομική υποχώρηση, καθιστούσε ιδιαίτερα δυσχερή την ενσωμάτωση των νέων ιδεών, αντιλήψεων και ρευμάτων στην μουσουλμανική κοινωνία της Κύπρου. Τη διείσδυση και μαζικοποίηση νεωτερικών ιδεών, στις μουσουλμανικές μάζες, δυσχέρανε, επιπλέον, και η καθυστερημένη συγκρότηση μιας εθνικοποιημένης «μητέρας πατρίδας» η οποία ως σημείο ιδεολογικής αναφοράς θα λειτουργούσε ως φορέας διαπαιδαγώγησης και αναπαραγωγής νεωτερικών αντιλήψεων, ανάμεσα στους τουρκόφωνους μουσουλμάνους της Κύπρου.