Νικόλας Παπαδόπουλος, με τη στήριξη των ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ και Κινήματος Αλληλεγγύη (το πιθανότερο και των Οικολόγων), και Γιώργος Λιλλήκας, με τη στήριξη της λαβωμένης Συμμαχίας Πολιτών, είναι επισήμως οι δύο υποψήφιοι Πρόεδροι της Δημοκρατίας για τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 2018. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, υποψήφιος του ΔΗΣΥ θα είναι ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης και του ΑΚΕΛ ο επιχειρηματίας Μάικ Σπανός, τον οποίο επέλεξε η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος και τον στέλνει, αυτή την εβδομάδα, προς συζήτηση στις κομματικές ομάδες βάσης (ΚΟΒ). Το θέμα βέβαια αυτό θα κλείσει οριστικά τη Δευτέρα εφόσον δοθούν ικανοποιητικές εκατέρωθεν εξηγήσεις μετά τη συνέντευξη του Μάικ Σπανού στο Sigma, η οποία προκάλεσε στο κόμμα μια εσωτερική αναστάτωση. Σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή Χριστόφορο Χριστοφόρου, το πολιτικό σκηνικό σήμερα είναι διαμορφωμένο περίπου όπως ήταν και σε προηγούμενες προεδρικές εκλογές. «Οι βασικές διεργασίες αρχίζουν να διαμορφώνονται στην περίοδο του Πάσχα και μετά το Πάσχα φθάνουμε στο τελικό σκηνικό. Έτσι γίνεται πάντα. Όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις, οι συνεργασίες για τις προεδρικές είχαν αφετηρία συμμαχίες που γινόντουσαν για την εκλογή προέδρου της Βουλής και συνεργασίες για την εκλογή δημάρχων. Παράδοξο στην παρούσα περίπτωση είναι η υποστήριξη, το 2016, από τον ΔΗΣΥ του υποψηφίου της Αλληλεγγύης για την προεδρία της Βουλής, κόμμα που σήμερα ακολουθεί άλλη πορεία από την επιθυμητή για τον Συναγερμό» επεσήμανε ο αναλυτής. Κληθείς να πει τι διαφοροποιεί τις επικείμενες προεδρικές εκλογές από προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, ο κ. Χριστοφόρου σημείωσε πως είναι σημαντικό το ότι έχουν κυβερνήσει όλοι μέχρι σήμερα, το ότι ο κόσμος έχει δει όλες τις πολιτικές δυνάμεις να κυβερνούν. «Ακόμα και την ΕΔΕΚ, που μπορεί να μην ανέλαβε προεδρία, αλλά ήταν μέσα στις κυβερνήσεις που είχαμε μέχρι τώρα. Έχουν κυβερνήσει όλοι και έχουμε φθάσει σε ένα σημείο που ονομάζω ‘ακραία απομυθοποίηση των κομμάτων και των ιδεολογιών’. Αυτό έχει στενή συνάφεια με την οικονομική κρίση, με την κρίση των θεσμών και άλλες κρίσεις που αντιμετωπίζει ο τόπος, και οπωσδήποτε επηρεάζει δραστικά τη συμμετοχή στις εκλογές, αλλά και τις επιλογές όλων όσοι θα πάνε στις κάλπες» πρόσθεσε.
Ερωτηθείς κατά πόσον έχει διασωθεί κάποιος πολιτικός χώρος/κόμμα από αυτή την «ακραία απομυθοποίηση», ο Χριστόφορος Χριστοφόρου απάντησε αρνητικά, φέρνοντας ως παράδειγμα τη ραγδαία αύξηση της αποχής. «Όχι μόνον δεν υπάρχει πολιτικός χώρος που να έχει διασωθεί, υπάρχει, μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, με βάση τα αποτελέσματα του 2016, και μια παραμόρφωση ποσοστών, η οποία προκλήθηκε από την έντονη αντίδραση στην αύξηση του εκλογικού ορίου. Η αλλαγή του εκλογικού μέτρου ωφέλησε τα μικρά κόμματα σε ποσοστά, διότι ένα σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων που τα ψήφισαν το έκαναν από αντίδραση και όχι γιατί συμφωνούν με τις θέσεις τους. Τούτο θα αποτυπωθεί στο ποσοστό εκείνων των κομμάτων που αυτοπροσδιορίζονται ως ‘ενδιάμεσος χώρος’. Άρα, είναι μόνον θεωρητική προσέγγιση η πρόσθεση των ποσοστών των κομμάτων του ενδιάμεσου χώρου. Επιπλέον, στις προεδρικές εκλογές το ποσοστό συμμετοχής είναι συνήθως μεγαλύτερο από αυτό των βουλευτικών. Επομένως, έχουμε δύο παράγοντες που διαφοροποιούν τις προεδρικές από τις βουλευτικές εκλογές: είναι η επιλογή υποψηφίου με βάση τη συμφωνία/διαφωνία με το κόμμα επιλογής, και η βάση των εκλογέων που θα πάνε να ψηφίσουν στις προεδρικές, η οποία είναι διαφορετική από τη βάση των βουλευτικών εκλογών» εξήγησε. Κύριο ρόλο σε αυτές τις εκλογές, συνέχισε, θα διαδραματίσουν και οι κομματικοί πυρήνες. «Αυτή τη στιγμή τα κόμματα έχουν μείνει με τους βασικούς κομματικούς πυρήνες τους. Δηλαδή, εάν το ΑΚΕΛ είχε έναν κομματικό πυρήνα που έφθανε το 65-70% αυτών που το ψήφιζαν, σήμερα αυτός ο πυρήνας στο σύνολο του εκλογικού σώματος μπορεί να είναι στο 25-30%. Τούτος ο κομματικός πυρήνας, το 25-30%, είναι που πρώτα θα δώσει την ψήφο του, και σε δεύτερο επίπεδο είναι οι ψηφοφόροι, οι οποίοι θα αποφασίσουν βάσει του Κυπριακού, της οικονομίας, της ιδεολογίας» συμπλήρωσε.
Σε συνέντευξή του στον «Πολίτη» ο Χριστόφορος Χριστοφόρου επιχειρεί μια πρώτη, γενική, ανάλυση του πολιτικού σκηνικού, οκτώ μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές.
Σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή Χριστόφορο Χριστοφόρου, η αύξηση του εκλογικού μέτρου λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 2016 παραμόρφωσε το εκλογικό αποτέλεσμα, φούσκωσε τα ποσοστά των κομμάτων του λεγόμενου Κέντρου, γι' αυτό και είναι λάθος να θεωρείται ότι το ποσοστό του υποψηφίου του ενδιάμεσου χώρου είναι το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων που τον στηρίζουν. Οι Νίκος Αναστασιάδης, Νικόλας Παπαδόπουλος και Γιώργος Λιλλήκας έχουν πρόβλημα αξιοπιστίας. Άγνωστος «Χ» ο Μάικ Σπανός.
Ο Δημοκρατικός Συναγερμός έχει, σήμερα, τα συνηθισμένα προβλήματα που είχε πάντα ως κόμμα. Εξακολουθεί να είναι ένα μωσαϊκό θέσεων/απόψεων, με αντιφάσεις τις οποίες ο Αναστασιάδης μπορούσε να συγκρατεί, αλλά και να επιβάλλει συνοχή η οποία εκφραζόταν στο εκλογικό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, το 2004 τα 3/4 των ψηφοφόρων του κόμματος ψήφισαν εναντίον του σχεδίου Ανάν και στις αμέσως επόμενες αναμετρήσεις ο Συναγερμός ανέκτησε τη βασική του δύναμη και βγήκε πρώτο κόμμα. Αυτό δείχνει ότι υπήρχε δύναμη που συγκρατούσε τις τάσεις μέσα στο κόμμα, η οποία σήμερα δεν υπάρχει. Προσωπικά, βλέπω τη σημερινή ηγεσία του ΔΗΣΥ πολύ αδύναμη όχι μόνον προς τα έξω, αλλά και μέσα στο κόμμα. Ωστόσο, αυτό το κόμμα λειτουργεί σε έναν χώρο όπου το αντίπαλον δέος αντιμετωπίζει ακόμη μεγαλύτερα ιδεολογικά προβλήματα.
Ταυτόχρονα, ο Συναγερμός έχει να αντιμετωπίσει τις διάφορες διαψεύσεις των «δεσμεύομαι» και τις παλινωδίες του υποψηφίου του. Ακόμα και οι ψηφοφόροι οι οποίοι δεν χρεώνουν στον Νίκο Αναστασιάδη την πορεία του Κυπριακού, ακόμα και εκείνοι που καλόβουλα αντιμετωπίζουν τους πολιτικούς χειρισμούς του κ. Αναστασιάδη νομίζω ότι έχουν ένα αίσθημα απογοήτευσης. Εάν αυτό συνδυαστεί και με τα θέματα οικονομίας, έστω και αν η οικονομία πηγαίνει καλά για συγκυριακούς λόγους, νομίζω ότι υπάρχει ένα ουσιαστικό πρόβλημα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας, ακόμα πιο έντονο απ’ ό,τι υπήρχε προηγουμένως.
Βασικά το ΑΚΕΛ αντιμετωπίζει ένα υπαρξιακό πρόβλημα, το οποίο δεν οφείλεται αποκλειστικά στην πενταετία Χριστόφια, αλλά και στη γενικότερη κρίση ιδεών, ιδεολογιών, αξιών, που παρατηρείται σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκτός της υπαρξιακής κρίσης, το ΑΚΕΛ έχει να αντιμετωπίσει και τη συνέχιση της πρόσδεσης, κατά κάποιον τρόπο, στον Χριστόφια και στα διάφορα στελέχη τα οποία ακόμα επηρεάζονται ή ακολουθούν τη γραμμή Χριστόφια. Επίσης, εξακολουθεί να ταλανίζει το κόμμα το ότι κάποια πολύ σημαντικά και αξιόλογα στελέχη του ΑΚΕΛ φέρουν το στίγμα Χριστόφια, γιατί ήταν στη σκιά του κ. Χριστόφια και δεν έχουν αποδεσμευτεί ακόμα από αυτόν, δεν έχουν πει «αποτάσσω τον Χριστόφια», και τούτο κάνει το κόμμα ευάλωτο και στην προς τα έξω εικόνα του.
Η επιλογή Σπανού νομίζω είναι ένας γρίφος για την ώρα, είναι δύσκολο να πει κάποιος πώς θα εξελιχθεί. Σαν αφορισμός μάλλον παρά σαν αξιόπιστη κρίση, θα έλεγα ότι οι δυσκολίες που είχε το ΑΚΕΛ στην επιλογή υποψηφίου δεικνύουν και τις πιο μεγάλες δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει το κόμμα για να πείσει, από τη μια, και να εκλέξει έναν τέτοιο υποψήφιο, από την άλλη, το οποίο μοιάζει με τιτάνια προσπάθεια και έργο. Ταυτόχρονα, ο κ. Σπανός πρέπει να περάσει από τα διάφορα στάδια εξοικείωσης με το επικοινωνιακό κομμάτι, αλλά και το περιεχόμενο αυτής της επικοινωνίας, κυρίως σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, αλλά και την οικονομία. Διότι, αφού έχει σχέση με τον επιχειρηματικό κόσμο και τα οικονομικά, θα έρχεται συνέχεια μπροστά του το ερώτημα «μα πού ήσασταν τον καιρό που, επί διακυβέρνησης Χριστόφια, η οικονομία μας πήγαινε χάλια;». Άρα, πριν βγάλουμε το όποιο συμπέρασμα, θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τις πρώτες του εμφανίσεις μπροστά σε κόσμο και πώς θα γίνει δεκτός, ποια θα είναι η ανταπόκριση του εκλογικού σώματος.
Κάτ’ αρχάς, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι το Δημοκρατικό Κόμμα έχει κυβερνήσει 16 χρόνια με δικό του Πρόεδρο και έχει συγκυβερνήσει άλλα εννέα χρόνια. Σύνολο 24 χρόνια από τα 40 χρόνια που πέρασαν από τον θάνατο του Μακαρίου το 1977. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων, ακόμα κι αν δεν ακούσουμε από το ΔΗΚΟ τις νέες στρατηγικές του, το κόμμα και ο υποψήφιός του θα έχουν να αντιμετωπίσουν το ερώτημα «τι πέτυχαν οι στρατηγικές των προηγούμενων». Το ΔΗΚΟ, σήμερα, βρίσκεται -τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη συνοχή- σε κάπως καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι βρισκόταν πριν από πέντε χρόνια, διότι η ηγεσία του έχει μια συγκεκριμένη γραμμή, δεν είναι επαμφοτερίζουσα και έχουν απομακρυνθεί οι έντονα διαφωνούντες. Επομένως, οι κομματικοί μηχανισμοί μπορούν να δουλέψουν καλύτερα. Όμως, οι μηχανισμοί του ΔΗΚΟ ήταν πάντα αδύναμοι, σε αντίθεση με αυτούς των δύο μεγάλων κομμάτων, που ανέκαθεν είχαν ισχυρούς μηχανισμούς και που, παρά τη σημερινή τους εξασθένηση, εξακολουθούν να έχουν καλά αποτελέσματα. Σημειώνεται ότι και η ΕΔΕΚ έχει πολύ εξασθενισμένους κομματικούς μηχανισμούς. Το είδαμε στις βουλευτικές εκλογές, αλλά και στις δημοτικές, όταν στέλεχος της ΕΔΕΚ εξελέγη δήμαρχος Λεμεσού με τις ψήφους άλλων, αλλά ξεκάθαρα και με τις ψήφους ΕΔΕΚιτών - η ΕΔΕΚ στήριξε υποψήφιο που δεν εξελέγη».
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν ο Νικόλας Παπαδόπουλος μπορεί να εκφράσει το νέο, το φρέσκο, διότι, γενικά, ένας υποψήφιος, ένα πολιτικό ή δημόσιο πρόσωπο, πάντα φαίνεται όμορφο και ωραίο πριν αρχίσει να βγάζει τι έχει μέσα του, τι περιεχόμενο μπορεί να δώσει στην εικόνα του. Και στην περίπτωση του κ. Παπαδόπουλου αναμένουμε να δούμε τι είναι το νέο που φέρνει. Πάντως, μέχρι στιγμής, το κύριο στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει τον Νικόλα Παπαδόπουλο είναι η έντονη -πολλές φορές αφοριστική και ακραία- κριτική των κακών των άλλων, είτε του Χριστόφια είτε του Αναστασιάδη, με τους οποίους το κόμμα του συγκυβερνούσε σε κάποια φάση. Από τον κ. Παπαδόπουλο, ο οποίος έχει ξεκινήσει την προεκλογική του εκστρατεία εδώ και μερικούς μήνες, ακούμε μόνον κριτική, χωρίς συγκεκριμένες εισηγήσεις. Δεν έχουμε ακόμα τους βασικούς άξονες πολιτικής του, το πώς θα κυβερνήσει εάν εκλεγεί. Σημειώνεται ότι και ο Νικόλας Παπαδόπουλος έχει πρόβλημα αξιοπιστίας. Την ίδια ώρα που λέει «ναι» στη ΔΔΟ με το σωστό περιεχόμενο, είναι και συνέταιρος -όχι απλώς σύμμαχος- με κόμματα που αποκηρύσσουν την ομοσπονδία. Άρα και εδώ υπάρχει πρόβλημα, το οποίο, νομίζω, θα το δούμε να εκδηλώνεται προσεχώς.
Στην περίπτωση του Γιώργου Λιλλήκα, εκτός από την πρόσφατη αποχώρηση στελεχών από τη Συμμαχία Πολιτών, η απουσία κομματικών μηχανισμών σίγουρα του αφαιρούν ουσιαστικά ερείσματα. Όμως, δεν θα έλεγα ότι είναι ένας υποψήφιος του οποίου η παρουσία είναι αμελητέα. Όποιο ποσοστό και να πάρει ο Λιλλήκας, μικρό ή μεγάλο, θα είναι ένα ποσοστό που θα τον κάνει παίκτη στον δεύτερο γύρο των εκλογών, όπως παλαιότερα ήταν ο Νίκος Ρολάνδης, ο Αλέκος Μιχαηλίδης και άλλοι. Γι' αυτό έχει νόημα η συμμετοχή του. Από την άλλη, ναι, και ο κ. Λιλλήκας αντιμετωπίζει πρόβλημα αξιοπιστίας σε ό,τι αφορά θέσεις του. Για παράδειγμα, τον είδαμε να ερωτοτροπεί με το ΑΚΕΛ την ίδια ώρα που δήλωνε αντιομοσπονδιακός.
«Ανέκαθεν υπήρχαν οι φήμες ως δημοκοπικό μέσο αλλά και ως fake news, ως ψεύτικες ειδήσεις. Η δημοκοπία δεν χρειάζεται ιδιαίτερες ικανότητες. Για να κάνεις αίσθηση, αρκεί να μην σου αρέσει η αλήθεια, να έχεις θράσος, να είσαι χωρίς ηθικούς φραγμούς»
Σε ό,τι αφορά τον πολιτικό διάλογο και την προεκλογική εκστρατεία που διεξάγεται μέσα από τα social media, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο πολιτικός αναλυτής Χριστόφορος Χριστοφόρου αναφέρει ότι ναι μεν αναμένεται να διαδραματίσουν ρόλο, και ίσως και μεγάλο, ωστόσο, σημειώνει, δεν ξέρουμε και ούτε μπορούμε να γνωρίζουμε ποιος θα είναι αυτός ο ρόλος και ποιον υποψήφιο θα επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά. «Ακόμα και στην περίπτωση του Τραμπ βλέπουμε ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος εξελέγη με τρία εκατομμύρια ψήφους πιο λίγες απ’ όσες έλαβε η Χίλαρι Κλίντον, η οποία ήταν και εκείνη μια πολύ κακή υποψήφια. Άρα, δεν είναι η μαεστρία του Τραμπ στο Twitter που κέρδισε, είναι πολλοί παράγοντες» επεσήμανε.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν τα θετικά και τα αρνητικά τους. Στα θετικά είναι ότι αλλάζουν πλέον το επίπεδο και οι κατευθύνσεις της επικοινωνίας. Δεν περιμένουμε πια να έρθει το κόμμα να δώσει γραμμή, να πει τις θέσεις του για ένα θέμα, να ακούσουμε και να προσαρμόσουμε τις απόψεις μας σε αυτές του κόμματός μας. Μόλις σκάσει ένα γεγονός, αμέσως αρχίζει η οριζόντια επικοινωνία και υπάρχει τοποθέτηση από τους χρήστες. Αυτό εμπλουτίζει το επικοινωνιακό δίκτυο και εξασθενίζει τον επικοινωνιακό λόγο (και την επενέργειά του), αλλά και τον ρόλο των κομμάτων. Τα αρνητικά στοιχεία των κοινωνικών δικτύων είναι ότι η αμεσότητα επικοινωνίας παραπέμπει στην παρορμητική αντίδραση. Αυτή η μεγάλη ευκολία να είσαι αθώρητος, πίσω από μια οθόνη υπολογιστή, και να γράφεις ό,τι θέλεις. Δηλαδή, το απρόσωπο του μέσου από το οποίο φεύγει μια άποψη ενισχύει σε έναν τεράστιο βαθμό την παρορμητική αντίδραση και τον παρορμητικό λόγο, ο οποίος στο τέλος καταλήγει να είναι σλόγκαν. Δεν υπάρχει ανάλυση.
Την ίδια ώρα, είμαστε αντιμέτωποι με τους κινδύνους της δημοκοπικής επικοινωνίας, η οποία πάντα υπήρχε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (τηλεόραση, ραδιόφωνο, Τύπος), αλλά και μέσω των φημών. Ανέκαθεν υπήρχαν οι φήμες ως δημοκοπικό μέσο αλλά και ως fake news, ως ψεύτικες ειδήσεις. Η δημοκοπία δεν χρειάζεται ιδιαίτερες ικανότητες. Για να κάνεις αίσθηση, αρκεί να μην σέβεσαι τίποτε και κανέναν, και να μην σου αρέσει η αλήθεια, να έχεις θράσος, να προσπαθείς με κάθε τρόπο να περάσεις εκείνο που θέλεις εσύ, να είσαι χωρίς ηθικούς φραγμούς.
Άρα, ο παρορμητισμός και το τι κάνει αίσθηση είναι ένας συνδυασμός που δημιουργεί ένα μεγάλο πρόβλημα, το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον από τον χρήστη που έχει ευφυΐα όχι σε επίπεδο IQ, αλλά κατανόησης πραγμάτων, που μπορεί να πάρει απόσταση από τα γεγονότα για να κρίνει. Συνεπώς, ας μην βλέπουμε με θαυμασμό τις επιδράσεις των social media. Εξάλλου, τις πραγματικές επιδράσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι τρομακτικά δύσκολο να τις μετρήσεις, όπως και των πιο παλιών μέσων - τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες. Διότι, πριν την αλληλεπίδρασή μας μέσω των social media, όλοι ήδη έχουμε μέσα μας θέσεις, προδιαθέσεις, τοποθετήσεις, ιδεολογία. Σε ποιον βαθμό επηρεαζόμαστε ή από ποιον επηρεαζόμαστε, ακόμα συζητείται.
Σε ό,τι αφορά τις δημοσκοπήσεις, ήδη βλέπουμε ότι έχει αρχίσει η κατάχρησή τους - μέσω δημοσκοπήσεων στηρίζονται θέσεις ή επιλογές. Είναι προβληματικό να λες ότι βάσει δημοσκόπησης, με δείγμα 1.000 ατόμων και ακρίβεια +/- 5, επιλέγουμε να είναι ο Άλφα υποψήφιος και όχι ο Βήτα. Και γίνεται ακόμα πιο προβληματικό, εάν λάβουμε υπόψη την πορεία των δημοσκοπήσεων ακόμα και των exit polls, των δημοσκοπήσεων εξόδου κάλπης, της τελευταίας δεκαετίας, που τα αποτελέσματα έπεσαν έξω, και από το στατιστικό λάθος των δημοσκοπήσεων εξόδου κάλπης οι οποίες γίνονται με πιο μεγάλη προσοχή, με πιο μεγάλο δείγμα. Πόσω μάλλον να στηριζόμαστε στις δημοσκοπήσεις. Και ας μην ξεχνούμε τι έγινε το 2008, που μέχρι την τελευταία στιγμή ο Τάσσος Παπαδόπουλος παρουσιαζόταν να περνά στον 2ο γύρο. Πρόσθετοι 2-3 παράγοντες προβληματικοί σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις είναι η αύξηση της αποχής και εκείνων που δεν λαμβάνουν μέρος στις δημοσκοπήσεις, η απόκρυψη της ψήφου με στοιχεία τα οποία επηρεάζουν, καθώς και η διασπορά της αποχής, γιατί, εάν η αποχή επικεντρώνεται πιο πολύ σε έναν πολιτικό χώρο, αυτό παραμορφώνει το τελικό αποτέλεσμα. Εγώ πάντα ήμουν υποστηρικτής του εργαλείου που λέγεται δημοσκόπηση, απλώς υπογραμμίζω το ότι πρέπει να είμαστε από τη μια προσεκτικοί και από την άλλη να αποφεύγουμε την κατάχρησή τους.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.