Από τα νομικά σημεία που εκθέτει στην αίτηση αναφοράς στο Ανώτατο Δικαστήριο του νόμου για το ενωτικό δημοψήφισμα, ο γενικός εισαγγελέας, ενεργώντας εκ μέρους του Προέδρου Αναστασιάδη, κρίνει ότι όχι μόνο παραβιάζεται η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, αλλά και τα άρθρα 61, 87 και 179 του Συντάγματος. Όχι μάλιστα μόνο διά τον λόγο ότι οι εγκύκλιοι του Υπ. Παιδείας με τους οποίους θα καθορίζονται οι σχολικές επέτειοι, στις οποίες γίνεται ανάγνωση μηνυμάτων ή φυλλαδίων και ολιγόλεπτη συζήτηση στην τάξη, θα εκδίδονται μετά από διαβούλευση με τη Βουλή, αλλά και για το γεγονός ότι το νομοθετικό σώμα θεώρησε ότι μπορεί να δώσει την αρμοδιότητα έκδοσης εγκυκλίου στο Υπ. Παιδείας. Είναι συνεπώς πέρα από εμφανές ότι ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε η διόρθωση του λάθους -έγκριση της τροπολογίας του ΕΛΑΜ για σύντομη αναφορά στην τάξη και της επετείου του ενωτικού δημοψηφίσματος κατά την ψήφιση των σχετικών κανονισμών τον περασμένο Φεβρουάριο- δεν ήταν ο ενδεικνυόμενος. Πρωτίστως γιατί η πρωτοβουλία αφέθηκε στον ΔΗΣΥ -οι βουλευτές του οποίου είχαν τηρήσει αποχή όταν ψηφιζόταν η τροπολογία του ΕΛΑΜ- αντί η πρωτοβουλία να αναληφθεί από την εκτελεστική εξουσία με την κατάθεση, ευθύς αμέσως όταν ξέσπασε η κρίση στις συνομιλίες, νέων κανονισμών. Η Βουλή δεν μπορεί να καταθέτει ούτε και να τροποποιεί αυτοβούλως κανονισμούς. Μπορεί μόνο να εγκρίνει, να καταψηφίζει ή και να εγκρίνει κανονισμούς όταν αυτοί κατατεθούν από την κυβέρνηση. Είναι συνεπώς για αυτό που η πρόταση νόμου μπορεί να χαρακτηριστεί και ανορθόδοξη, αφού τροποποιούσε τον βασικό νόμο προσθέτοντας νέο άρθρο για να ρυθμίσει θέμα το οποίο μέχρι και σήμερα ρυθμίζουν κανονισμοί. Για να ρυθμίσει με εγκυκλίους, έτι περαιτέρω, μόνο τις επετείους για τις οποίες γίνεται ολιγόλεπτη αναφορά στην τάξη και όχι και αυτές που προβλέπουν αφιέρωση μίας ή και δύο περιόδων...
Είναι θέση του γενικού εισαγγελέα πως η Βουλή δεν νομιμοποιείται με νόμο της (εν προκειμένω με τη συνδυασμένη εφαρμογή του αναφερόμενου νόμου και του Νόμου 99 του 1989) να διευρύνει τις αρμοδιότητές της πέραν αυτών που της χορηγούνται αυστηρώς από το Σύνταγμα και από τον -ερειδόμενο στο δίκαιο της ανάγκης- Νόμο 12 του 1965, καθότι έτσι καταλήγει σε νόσφιση της εξουσίας άλλης πολιτειακής αρχής. Για τον κ. Κληρίδη είναι πρόδηλο ότι αφενός η επιβολή υποχρέωσης στο υπουργείο προς ρύθμιση θεμάτων της αρμοδιότητάς του με εγκύκλιο και αφετέρου η εμπλοκή της Βουλής ως προς την έκδοση αυτής της εγκυκλίου, βάσει της οποίας το υπουργείο θα ασκεί την προρρηθείσα αρμοδιότητά του, αντίκειται στην Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών αλλά και περαιτέρω στα άρθρα 61,87 και 179 του Συντάγματος.
Είχε και έχει τρόπους θεραπείας ο Πρόεδρος
Σχολιάζοντας από την Ινδία το κατά πόσον ήταν μονόδρομος η αναφορά του Προέδρου στο Ανώτατο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε πως «αλίμονο σε ένα κράτος δικαίου αν ο Πρόεδρος έχει σαφή γνωμάτευση από τον νομικό του σύμβουλο, τον γεν. εισαγγελέα, περί αντισυνταγματικότητας θεσπισθέντος νόμου και την αγνοεί». Όπως προαναφέρθηκε, πράγματι υπάρχουν αντισυνταγματικά ζητήματα για τα οποία το Ανώτατο καλείται να γνωματεύσει. Πλην όμως:
Γιατί η κυβέρνηση δεν κατέθεσε νέους κανονισμούς όταν προέκυψαν το ζήτημα και οι αντιδράσεις από την έγκριση της τροπολογίας ΕΛΑΜ;
Γιατί παρότι ήταν πρόταση νόμου του ΔΗΣΥ δεν ενεπλάκη και η κυβέρνηση και να ζητηθεί έστω ανεπίσημα η θέση του γεν. εισαγγελέα για τον ορθότερο τρόπο και συνταγματικά επιτρεπτό για διόρθωση του «λάθους;». Χρόνος υπήρχε...
Γιατί ενώ διαφαινόταν ότι ο γεν. εισαγγελέας -παρότι δεν γνωμάτευσε για λογαριασμό της Βουλής- είχε υπ’ όψιν του κάποια ζητήματα, η κυβέρνηση δεν επικοινώνησε μαζί του για να προλάβει τη σύστασή του για αναφορά;
Γιατί ο Πρόεδρος δεν ανέπεμψε τον νόμο για επανεξέταση στη Βουλή, μια διαδικασία σαφώς ταχύτερη, εισηγούμενος τρόπους θεραπείας από τη Βουλή;
Γιατί μέχρι και σήμερα ο Πρόεδρος δεν καταθέτει νέους κανονισμούς ή νομοθεσία προς θεραπεία του προβλήματος;
Όσον αφορά το ερώτημα γιατί ο Πρόεδρος δεν υπέγραψε τον νόμο παρά τη σύσταση του κ. Κληρίδη, απάντησε ο κ. Χριστοδουλίδης. Με μια δήλωση που ενδεχομένως θα... κατατρέχει την κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση που θα προκύπτει διαφωνία είτε με τον γεν. εισαγγελέα είτε με άλλο ανεξάρτητο θεσμό.