Φαίνεται ότι αγαπώ το γιασεμί. Είτε κρέμεται προς τα έξω από τον τοίχο ενός κήπου, είτε ζώνει τα κάγκελά μας. Το αγαπώ τελικά. Φαίνεται ότι αγαπώ τα βουνά. Αλλά εκείνα που δεν έχουν σημαία πάνω τους. Εκείνα που έχουν δέντρα. Τα χωμάτινα μονοπάτια τους. Φαίνεται ότι αγαπώ τη μυρωδιά της ρίγανης, το τουρσί από αγρέλια και κάπαρη. Μόλις αποσυρθεί ο ήλιος το απόβραδο, τα βουνά παίρνουν ένα μωβ χρώμα. Φαίνεται ότι αγαπώ και τα βουνά που γίνονται μωβ και ένα τραγούδι που έρχεται αυτή τη στιγμή από κάπου που δεν γνωρίζω. «Αέρα που φυσάς από το πελώριο βουνό πάρε χαιρετίσματα στην αγαπημένη». Ποτέ δεν είχα πίστη στον Θεό, αλλά φαίνεται ότι αγαπώ την αρχιτεκτονική τόσο των τζαμιών, όσο και των εκκλησιών. Ειδικά εκείνων που απεικονίζονται στις καρτ ποστάλ της Κωνσταντινούπολης. Την Παναγία των Παρισίων. Τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Βασιλείου στην Κόκκινη Πλατεία στη Μόσχα. Και τα καμπαναριά και τους μιναρέδες που στέκονται πλάι-πλάι σε μερικά χωριά της Κύπρου. Φαίνεται πως αγαπώ τα πορτοκάλια και ειδικά αγαπώ πιο πολύ τον τρόπο που κρέμονται στα κλαδιά. Τα μανταρίνια, τα λεμόνια, τα γκρέιπφρουτ. Εκπλήττομαι για το πώς μένουν να κρέμονται σε εκείνους τους λεπτούς κλώνους τα τεράστια γκρέιπφρουτ. Φαίνεται ότι αγαπώ τα στενά σοκάκια, τα σπίτια με εξώστη σε αυτά τα σοκάκια και τις γλάστρες με λουλούδια που αραδιάζονται στα μπαλκόνια. Φαίνεται ότι αγαπώ τα πλίνθινα σπίτια και τα πουλιά που χτίζουν τη φωλιά τους στη στέγη. Φαίνεται ότι αγαπώ και τη μυρωδιά του ψωμιού που βγαίνει από τον φούρνο και τη μυρωδιά του μελανιού της εφημερίδας που βγαίνει από την εκτυπωτική μηχανή. Τελικά φαίνεται ότι όσο αγαπώ το γέλιο ενός φασκιωμένου μωρού που δεν έχει περπατήσει ακόμα, αγαπώ και την οργή ενός πολίτη που σηκώνει κεφάλι κατά μιας αδικίας την οποία έπαθε. Τελικά αγαπώ και το κελάρυσμα του νερού και τον αχό των κυμάτων της θάλασσας. Τελικά αγαπώ τα ρυάκια, αλλά φαίνεται ότι αγαπώ περισσότερο τα μεγάλα ποτάμια που βρίσκονται κάτω από τις γέφυρες πάνω από τις οποίες περνούν τρένα. Πέρασα με τρένο τόσο από τη γέφυρα του Δνείπερου, όσο και από την γέφυρα του Βόλγα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο του βαγονιού. Ανακάλυψα νότες από τον μονότονο θόρυβο του τρένου. Φαίνεται ότι αγαπώ να συζητώ φιλικά πίνοντας κρασί με επιβάτες που δεν γνωρίζω πάνω στο τρένο. Τελικά αγαπώ τα τραγούδια. Το βιολί, το πιάνο, το ούτι, το σάζι, το μπουζούκι, το ταρ, τη λύρα, την κιθάρα, το νταούλι. Και κάθε είδος τους. Κατά τα ταξίδια αγγίζουν την καρδιά αλλιώτικα. Οι δρόμοι με οδηγούν όπου θέλω. Με ανυπομονησία. Η νοσταλγία που συσσωρεύεται για τους αγαπημένους μου. Μονολογώ μουρμουρίζοντας. «Γιατί δεν τελειώνουν οι δρόμοι σαν τις μέρες που περνάνε χώρια». Φαίνεται ότι αγαπώ τους δρόμους που οδηγούν στην Τέρα. Φαίνεται ότι αγαπώ να πίνω ρακί σε μια ψαροταβέρνα στην Καρπασία και ένα ποτήρι ζιβανία σε μια ακριτική γειτονιά της Κακοπετριάς. Φαίνεται ότι αγαπώ τις παλιές καταστάσεις πριν εκατοντάδες χρόνια που απεικονίζονται στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της Κύπρου. Φαίνεται πως αγαπώ το πώς ήταν πριν γκρεμιστούν τα τείχη της Πύλης της Κερύνειας και ανοίξει ο δρόμος και από τις δύο πλευρές. Εκείνους που πηγαινοέρχονταν από τα χωριά στις πόλεις με γαϊδούρια. Τις φωτογραφίες από γάμους που έβγαιναν στα φωτογραφικά στούντιο. Τους άνδρες στον Μακρύδρομο που φορούσαν σακάκια με μπόλικες ρίγες, ψηλά παντελόνια, κασκέτα και μουστάκια και τις γυναίκες με τα μαλλιά περμανάντ και τα λουλουδάτα φουστάνια. Τα παλιά κτίρια από κίτρινη πέτρα που γκρεμίστηκαν στο Σαράι. Και φαίνεται πως αγαπώ τους παλιούς σταθμούς του τρένου που δεν υπάρχουν πλέον εδώ. Φαίνεται ότι αγαπώ και τη δύση του ήλιου και την ανατολή του. Τους στρατιώτες που δεν πυροβόλησαν τους αιχμαλώτους παρά το γεγονός ότι ο διοικητής τους διέταξε να το κάνουν. Τους σκοπούς που μιλούσαν μεταξύ τους τουρκικά και ελληνικά ανάμεσα στα δύο οδοφράγματα και έδιναν ο ένας στον άλλο τσιγάρα. Εκείνους που αρνήθηκαν να φωνάξουν «ζήτω η ένωση» ή «διχοτόμηση ή θάνατος». Και το γεγονός ότι ο πιο δεινός εκτελεστής της υπόγειας οργάνωσής μας δεν ξέχασε την Ελληνοκύπρια με την οποία ήταν ερωτευμένος στο χωριό. Τη φωτογραφία των Καβάζογλου και Μισιαούλη μέσα στον χάρτη της Κύπρου. Φαίνεται ότι τα αγαπώ όλα αυτά. Φαίνεται ότι αγαπώ το γεμενί της μητέρας μου και τον τρόπο που στέκεται ο πατέρας μου με το μουστάκι και το φέσι του πολύ σοβαρά μπροστά στη φωτογραφική μηχανή σαν σε στάση προσοχής. Φαίνεται πως αγαπώ περισσότερο την Γκαζί Αμμόχωστο πριν να γίνει Γκαζί, όταν ήταν μόνο Αμμόχωστος. Φαίνεται ότι αγαπώ τα τραγούδια που έλεγε παίζοντας σάζι ο δάσκαλος Αρίφ, εκείνους που γελάνε με τα ανέκδοτα Ντενκτάς-Κληρίδη, τα έπη για τους κλέφτες που απαγγέλλει απ’ έξω ο εκατοντάχρονος Αϊναλί, τον τρόπο που τραγουδά η μικρή Αϊσέλ, τα τραγούδια του Ελληνοκύπριου βιολιστή από τον Άγιο Βασίλη με την παραπονιάρικη φωνή.
Φαίνεται ότι αγαπώ και τον ποιητή που λέει ότι «αγάπησα σαν παιδί, υπέφερα σαν μεγάλος». Πόσα πολλά πράγματα αγαπώ τελικά. Δεν φτάνουν αυτές οι σελίδες για να τα γράψω όλα.
(Είναι η κυπριακή εκδοχή του ποιήματος του Ναζίμ Χικμέτ «Φαίνεται ότι αγαπώ»).