Σήμερα δεν έχει δουλειά. Δεν έχει αφεντικά κι ούτε ρουτίνα. Ας μείνουν άδειες οι σελίδες, άδεια τα ράφια, άδειες οι τράπεζες και τα γραφεία. Να κάνουμε μια στάση. Λίγες ώρες, λίγες στιγμές, λίγες εικόνες. Έτσι, να θυμηθούμε μόνο ποιοι είμαστε, τι είμαστε, πώς θα έπρεπε να είμαστε. Να κοιταχτούμε στα μάτια και να πετάξουμε τις μάσκες της καθημερινότητας. Για μια μέρα μόνο. Θά ‘χουμε να λέμε γι’ αυτήν στα παιδιά μας.
Σήμερα, λοιπόν, δεν έχει δουλειά. Θα πάρουμε τ’ άλογά μας και θα πάμε στα βουνά. Θα στήσουμε ένα πάρτι σαν τα παλιά. Μαύροι θεοί και μαύρα σκυλιά, κι ο Γιώργος Θαλάσσης σε μια γωνιά. Σκισμένα μπλου τζιν και μακριά μαλλιά, αναρχία και χαβαλέ κι από δίπλα ο Μήτσος κι ο Κίτσιος να φωνάζουν «ναι»! Και κάποια μπάντα στο πουθενά
να παίζει «τα θερινά σινεμά».
Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια
ώρα με την ώρα βιαστικά
νιάτα που περνούν
που δε θα ξαναρθούν
κι εκείνο που βλέπω
να μένει τελικά
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες στα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν
που δε θα ξαναρθούν
μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά
Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια
κάποιος μας τα κλέβει μυστικά
χρόνια που περνούν
που δε θα ξαναρθούν
κι εκείνο που βλέπω να μένει τελικά
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες στα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν
που δε θα ξαναρθούν
μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά.
Κι όταν πιάσει να πέφτει η νυχτιά και ζευγαρώνουμε σαν δυο πουλιά, θά ‘ναι σαν να ζωντανεύει κείνο το φρικιό που χρόνια ολόκληρα προσπάθησε να μας κρατήσει παιδιά. Και θα είναι ο πιο γλυκός αποχαιρετισμός σ’ ένα φίλο που κατάφερνε πάντα να μας μαζεύει γύρω από μια φωτιά, σε μιαν ακρογιαλιά, μέσα σε μια αγκαλιά. Έτσι όπως ο ίδιος το θέλησε...
Aν ποτέ πεθάνω αν, λέμε αν,
κάψτε ένα πιάνο κι ένα μπουφάν.
Καίτε ένα αμάξι κάθε δειλινό
θέλω και τάξη, θέλω και χαμό.
Δε θέλω φιέστες ούτε φωνές
τρεις μαζορέτες μ’ άσπρες στολές,
ξανθούλες.
Και κάποια μπάντα στο πουθενά
να παίζει «τα θερινά σινεμά».
Θέλω ένα πάρτι μες στο γκαζόν
κάποια Τετάρτη ίσως μ’ άπειρα γκαρσόν.
Θα ’χει ποτά για όλους πιείτε ένα τζιν
δύο βότκες και δε θέλω μαύρα μόρτες
θέλω μπλου-τζιν.