Ακούμε τραγούδια από νεκρούς τραγουδιστές τα μεσάνυχτα. Αναφερόμαστε σε νεκρούς ποιητές. Κοιτάζουμε σε μια νεκρή ταινία όλους τους ηθοποιούς. Πέθαναν όλοι όσοι αγαπούσαμε; Πέθανε και η Ingrid Bergman. Και ο Marlon Brando. Ακόμα ταξιδεύουμε στο Λεωφορείο ο Πόθος. Πάμε μπροστά ή πίσω; Δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Ακούμε γελοίες ειδήσεις. Γελάμε. Προσπαθούμε να θυμηθούμε πότε αποκτήσαμε τη συνήθεια να γελάμε για ειδήσεις που είναι για να κλαίμε. Τα χέρια σηκώνονται και κατεβαίνουν στη βουλή. Σπάει τα νεύρα μας μια δικαστική απόφαση που δεν είναι δίκαιη. Καίει την ψυχή μας μια αστυνομική οργάνωση που δεν είναι δίκαιη. Μέσα μας ψίθυροι ότι τέλειωσε αυτή η χώρα. Σαστιμάρα για το τι πρέπει να κάνουμε, πώς θα το κάνουμε, πόσοι είμαστε. Στη γλώσσα μας το βάρος φθαρμένων λέξεων. Και ξαφνικά ένα τραγούδι:
«Φύγε από μέσα μου αυτή τη σκληρή αμφιβολία
Είτε έλα εσύ, είτε πάρε εμένα εκεί...»
Ακούτε τραγούδια από γνωστούς τραγουδιστές τα μεσάνυχτα. Ο ήλιος βασίλεψε πίσω από τα κλαδιά της χουρμαδιάς, όπως πάντα. Ο φίλος που περίμενε τη σειρά του στην πλατφόρμα, επιβιβάστηκε σε εκείνο το βαγόνι και έφυγε. Έγινε βάλσαμο στη γλώσσα μας η ερώτηση «πόσοι μείναμε;» μετά από κάθε Κύπριο που φεύγει. Ακόμα δεν μπόρεσαν να το μάθουν, λέει, οι φίλοι που κρατούν το πανό «αυτή η χώρα είναι δική μας». Δεν μπορούν να φτάσουν σε διαφορετικούς προορισμούς τα τρένα τα οποία ακολουθούν την ίδια πορεία. Προσπαθούμε να θυμηθούμε πότε ήταν η τελευταία φορά που φούσκωσε ο ξεσηκωμός μας. Σε ποια συνάντηση κάναμε τελευταία φορά σχέδια αντίστασης. Πότε υποβάλαμε τελευταία φορά ο ένας στον άλλον την ερώτηση Γκάντι ή Κάστρο. Ποιος είπε πως πρέπει να γίνει παθητική αντίσταση σε ένα μέρος που δεν θα μπορούσε να γίνει ένοπλη αντίσταση; Ε, ψυχή μου…Πού και πότε φιληθήκαμε τελευταία φορά; Πότε έγινε δεχτό πως είναι εντάξει να λέγεται σε αυτές τις εκλογές «δεν αρκούν όμως ναι»; Πότε μας ήρθε στο μυαλό τελευταία φορά να μποϊκοτάρουμε τις εκλογές;
Ουσιαστικά όλοι ξέρουμε τα πάντα. Δεν χρειάζεται δίπλωμα. Δεν χρειαζόμαστε και να μας το πει κάποιος σύμβουλος. Αυτή η χώρα, αυτό το νησί, μοιράστηκε εδώ και μισό αιώνα. Ύστερα άνοιξαν τις πόρτες και την έκαναν από μια χώρα δύο χώρες. Όλοι πηγαινοέρχονται με διαβατήριο στα χώματα που γεννήθηκαν. Στο σπίτι που γεννήθηκαν. Έτσι θεώρησαν κατάλληλο τα τσακάλια. Εκείνοι που είναι πιο τσακάλια από τα τσακάλια. Έστω και αν ήθελαν να μας κάνουν ιδιοκτήτες των κλεμμένων εδαφών, δεν μπόρεσαν. Μας έκαναν μαστροπούς τους. Ατζέντηδες! Αν οι ξεχασμένες γενιές μας πούλησαν τα κορίτσια τους στους Άραβες, πουλήσαμε και εμείς τα εδάφη της πατρίδας μας. Σε τι διαφέρουμε; «Δεν μοιάζει με κανέναν φόβο, ο φόβος εκείνων που πουλούν την πατρίδα τους». Συμφωνείτε, έτσι δεν είναι; Αχ τούτα τα χάλια μας που δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, τι να πούμε και σαστισμένοι γελάμε για πράγματα που είναι για κλάματα. Είπατε αυτόνομο. Είπατε ομόσπονδο. Είπατε δημοκρατία. Είπατε δύο κράτη. Ακόμα δεν είναι αρκετό; Ουφ, βαρεθήκαμε! Έστω και αν ακόμα δεν σάλεψε το μυαλό μας, θα σαλέψει. Αν όχι το φθινόπωρο, τον χειμώνα. Αν όχι τον χειμώνα, το καλοκαίρι. Σίγουρα θα κάνουμε μια τρέλα. Θα καταλάβουμε όλα τα πεδία βολής και θα ακούσουμε το πρώτο κονσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι. Στο Βαρώσι θα πούμε όλοι μαζί την ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν. Ύστερα να έρθει η μελωδία της Τηλλυρκώτισσας. Ένα τσιφτετέλι. Ένα συρτάκι. Θα είναι μαζί μας και ο Γκάντι και ο Κάστρο και ο Μαντέλα.
Ακούμε τραγούδια από νεκρούς τραγουδιστές τα μεσάνυχτα. Παρακολουθούμε μαυρόασπρες ταινίες που πέθαναν όλοι οι ηθοποιοί τους. Πέθαναν όλοι όσοι αγαπούσαμε; Σε αυτό τον κόσμο πώς πεθαίνουν εκείνοι που δεν πρέπει να πεθάνουν ποτέ; Πέθανε και ο Ναζίμ Χικμέτ και ο Πάμπλο Νερούντα. Μας άφησε και έφυγε ακόμα και ο Θεοδωράκης. Έσμιξε με την αιωνιότητα. Ακόμα περιμένουμε άδικα τους βαρβάρους εδώ. Μα δεν έφυγαν καθόλου οι βάρβαροι…