


Η οικονομική σχέση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μετριέται σε δισεκατομμύρια, αλλά σε τρισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο. Συγκεκριμένα, και με βάση τα στοιχεία της ΕΕ, το εμπόριο προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ των δύο γιγάντων της παγκόσμιας οικονομίας, που κατέχουν το 30% του παγκόσμιου εμπορίου και το 43% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ξεπέρασε τα 1,6 τρισεκατομμύρια ευρώ το 2023. Αυτή η εμπορική συνεργασία δεν τελειώνει, όμως, στο ύψος των εμπορικών συναλλαγών, που σχεδόν διπλασιάστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια. Αφορά, όπως δηλώνουν τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ, και γύρω στα 10 εκατομμύρια εργαζομένους και στις δυο όχθες του Ατλαντικού που απασχολούνται σε επιχειρήσεις που είναι θυγατρικές αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών, αντίστοιχα.
Αν στην πιο πάνω εξίσωση, προσθέσουμε τον πραγματικά κολοσσιαίο όγκο επενδυτικών συναλλαγών και ροών κεφαλαίων μεταξύ των δύο, τη συμπαραγωγή και διακίνηση τεχνογνωσίας, και την επικοινωνία και τη συνεργασία μεταξύ ανθρώπων σε καθημερινή βάση, καθώς και το δαιδαλώδες δίκτυο αλληλεξαρτήσεων των αλυσίδων παραγωγής σχεδόν σε κάθε τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας, τότε δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η οικονομική σχέση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο που στηρίζει το οικονομικό οικοδόμημα όχι μόνο της Δύσης, αλλά και του πλανήτη.
Αν, τώρα, προσμετρήσουμε την πολιτισμική και στρατιωτική συνάφεια και σχέση, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι καμιά από τις δύο παγκόσμιες δυνάμεις, ΗΠΑ και ΕΕ, δεν μπορεί να κερδίσει από την επιδείνωση της μεταξύ τους συνεργασίας. Δεν θα ήταν, δε, παρακινδυνευμένο να πούμε ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να ενεργήσει αυτόνομα σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο χωρίς να έχει σοβαρό και δυσβάστακτο κόστος αν το πράξει.
Και εδώ είναι που καταλήγει η συζήτηση για την κάθε είδους αυτονόμηση που συζητά και επιδιώκει, ή έστω ευαγγελίζεται, είτε η διακυβέρνηση Τραμπ, είτε οι Ευρωπαίοι ηγέτες. Όχι στο αν μπορεί και πώς να επιτευχθεί, όχι στο αν και τι πρέπει να καθοριστεί ως προτεραιότητα για τις ΗΠΑ και την ΕΕ, αλλά για το ποσοτικό και ποιοτικό κόστος που είναι διατεθειμένες και οι δύο να πληρώσουν για να «αραιώσουν» οι μεταξύ τους σχέσεις.
Δηλαδή, το ερώτημα που πρέπει να βασανίσει τόσο την Ουάσινγκτον όσο και τις Βρυξέλλες, δεν είναι άλλο από την ίδια τη δική τους δυνατότητα να απορροφήσουν και να ανεχτούν τις βέβαιες αρνητικές επιπτώσεις ενός μεταξύ τους εμπορικού πολέμου και μιας σοβαρής διασάλευσης της αλληλεξάρτησής τους στους τομείς της άμυνας και ασφάλειας. Επειδή μπορεί να λέει ό,τι θέλει ο Αμερικανός Πρόεδρος, και μπορεί να ισχυρίζεται το ένα και το άλλο η Γαλλία και η Πολωνία, για παράδειγμα, αλλά κανένας τους δεν μπορεί να αντέξει τον πολιτικό και τον οικονομικό αντίκτυπο από μια τέτοια παρατεταμένη και κλιμακούμενη σύγκρουση.
Εδώ η ΕΕ δεν μπορεί καλά-καλά να επιβιώσει χωρίς το ρωσικό φυσικό αέριο και η ρωσική ελίτ δεν ξέρει πού να επενδύσει τα χρήματά της χωρίς την Ευρώπη, και θα αυτονομηθεί εμπορικά και στρατιωτικά; Αντίστοιχα, οι ΗΠΑ, παρά το πλεονέκτημα που έχουν ούσες μια χώρα έναντι των 27 της ΕΕ, δεν μπορούν να αγνοήσουν, όπως ανακάλυψε άλλωστε και το Ηνωμένο Βασίλειο με τις σαχλαμάρες του Brexit, το μέγεθος και τον βαθμό των συνεπειών μιας ρήξης με την Ευρώπη για τη δική τους ασφάλεια αλλά και οικονομικό συμφέρον. Ειδικά όταν τούτες (συνέπειες) αποκαλυφθούν πλήρως κατά τη διάρκεια μιας απευκταίας σοβαρής σχέσης στη μεταξύ τους πολυεπίπεδη και ποικιλόμορφη συνεργασία.
Είναι γεγονός, βέβαια, ότι το εμπορικό έλλειμα των ΗΠΑ έναντι της ΕΕ υφίσταται και αφορά το εμπόριο προϊόντων, όπου οι ΗΠΑ εισάγουν από την ΕΕ περισσότερα από ό,τι εξάγουν με αποτέλεσμα ένα έλλειμμα μεγέθους 156,6 δισεκατομμυρίων ευρώ (τιμές 2023). Στο εμπόριο, όμως, υπηρεσιών, το έλλειμμα βαραίνει την ΕΕ, αφού εκεί οι ΗΠΑ πλεονεκτούν κατά 108,6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Βέβαια, ο «καβγάς», για να το θέσουμε απλοϊκά, δεν γίνεται, π.χ. για τα 48 δισεκατομμύρια ευρώ της διαφοράς, αν και κάποιοι πολιτικοί ηγέτες εκατέρωθεν συμπεριφέρονται ως «πραματευτάδες». Το ζήτημα σχετίζεται με την ποιότητα της εμπορικής διαφοράς και τους τομείς που αυτή αφορά. ‘Όπως, ασφαλώς, σχετίζεται και με τις απώτερες επιδιώξεις της κυβέρνησης Τραμπ αναφορικά με την προσπάθεια αύξησης της προσέλκυσης επενδύσεων στις ΗΠΑ σε βιομηχανικούς τομείς και περιοχές που τον ενδιαφέρουν ψηφοθηρικά, αλλά και στρατηγικά. Αντίστοιχα, και η ΕΕ συντηρεί στρεβλώσεις που άπτονται δικών της πολιτικών επιδιώξεων και στρατηγικών συμφερόντων των μεγάλων, κυρίως, κρατών μελών όπως της Γαλλίας και της Γερμανίας. Είναι, όμως, ακόμα και αυτά τα στενά προσδιορισμένα οικονομικά συμφέροντα εκατέρωθεν, αρκετά για να δικαιολογήσουν μια ρήξη τέτοιου μεγέθους, που θα πλήγωνε σοβαρά και τους δύο, αλλά και την παγκόσμια οικονομία; Ειδικά σήμερα, με τις υπαρκτές και ορατές απειλές της εσωτερικής ριζοσπαστικοποίησης και του εξωτερικά ορμώμενου ολοκληρωτισμού να πλανώνται πάνω από τα κεφάλια μας; Η απάντηση, ασφαλώς, είναι αρνητική και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά και η Ουάσινγκτον και οι Βρυξέλλες, γι’ αυτό τούτο που βλέπουμε τώρα είναι ένα μοίρασμα της τράπουλας στο παγκόσμιο πολιτικό πόκερ παρά ένα παιχνίδι Blackjack.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.