Sevgul Uludag
Τηλ: 99966518
Στο άρθρο του στις 29 Δεκεμβρίου 2013, πριν από 11 χρόνια, με τίτλο «Από τον μεσαίωνα στη σημερινή εποχή» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Havadis», ο Dr Bekir Azgin διηγείται τις «Αναμνήσεις από μια άλλη εποχή». Σε αυτό το υπέροχο άρθρο, ανέφερε τα ακόλουθα:
Συνάντησα πολλούς ανθρώπους που παραπονιόντουσαν ότι «Όλη μας η ζωή πέρασε με το να ασχολούμαστε με το Κυπριακό. Ανοίξαμε τα μάτια μας και βρήκαμε μπροστά μας την ΕΟΚΑ. Μετά ήταν τα γεγονότα του 1958. Στα νιάτα μας ζήσαμε τα γεγονότα του 1963 και του 1967, αμέσως μετά το 1974, μετά ήρθαμε στο 1983 και το 2004. Μεγαλώσαμε και πεθαίνουμε και όμως το Κυπριακό δεν έπαψε να είναι πρόβλημα». Τόσο οι Τουρκοκύπριοι όσο και οι Ελληνοκύπριοι διαμαρτύρονται γι' αυτό. Αλλά η φίλη μας η Μίρκα βλέπει τα πράγματα από μια διαφορετική οπτική γωνία. «Η γενιά μας είναι πολύ τυχερή. Ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια στον μεσαίωνα. Περάσαμε τα νιάτα μας στη νέα εποχή. Και τώρα ζούμε την εποχή της επικοινωνίας με τους υπολογιστές και τα έξυπνα τηλέφωνα. Είναι πολύ σπάνιο να ζεις και τις τρεις εποχές ταυτόχρονα» λέει».
Η παιδική μας ηλικία
Και ο Dr Bekir Azgin συνεχίζει στο άρθρο του:
«Πραγματικά, η παιδική μας ηλικία πέρασε από πρωτόγονες συνθήκες. Στο χωριό Ποταμιά δεν υπήρχε ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε τρεχούμενο νερό, ούτε σωστοί δρόμοι. Στην πραγματικότητα υπήρχαν δρόμοι, αλλά αυτοί ήταν πολύ σκονισμένοι το καλοκαίρι και λασπωμένοι τον χειμώνα. Το νερό συσσωρευόταν στον δρόμο. Ενώ προσπαθούσαμε να πηδήξουμε από πάνω, μερικές φορές γλιστρούσαμε και πέφταμε και λασπωνόμασταν όλοι. Όταν γυρίζαμε σπίτι, μάς θύμωναν γι' αυτό».

«Παλιά λάστιχα αυτοκινήτων»
«Εφόσον δεν περνούσαν αυτοκίνητα από αυτούς τους δρόμους, ήταν χαρά για μας. Παιδιά Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων από τη γειτονιά μας μαζεύονταν και έπαιζαν στον δρόμο όταν δεν υπήρχε λάσπη. Ήμασταν πολύ επιδέξιοι στο να δημιουργούμε παιχνίδια για να παίξουμε. Ένα κομμάτι καλαμιού ξεφλουδισμένο από τον φλοιό του γινόταν κάποτε το άλογό μας και κάποτε γινόταν άμαξα ή αυτοκίνητο. Κάναμε αγώνες με έναν τροχό παλιού ποδηλάτου. Και αν ο τροχός ήταν ένα παλιό λάστιχο αυτοκινήτου, ήμασταν πολύ χαρούμενοι. Ένας από εμάς έμπαινε μέσα στο παλιό λάστιχο του αυτοκινήτου και το άλλο παιδί το κυλούσε. Βέβαια ήταν πολύ δύσκολο να βρεις ένα παλιό λάστιχο στο χωριό, αφού δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα. Αλλά υπήρχαν πολλά ποδήλατα. Από το εσωτερικό λάστιχο του ποδηλάτου φτιάχναμε μια μπάλα. Αυτές οι μπάλες ήταν πολύ βαριές. Όταν σε χτυπούσε, γέμιζες μώλωπες. Αλλά πραγματικά δεν μας ένοιαζε καθόλου».
«Τα κουκούτσια από χρυσόμηλα»
«Προτιμούσαμε παιχνίδια με πολλά υλικά που έπρεπε να ψάξουμε να βρούμε. Βάζαμε πέτρες τη μία πάνω στην άλλη και παίζαμε ένα παιχνίδι που λέγεται «σκατούλικα». Παίρναμε μια στρογγυλή μαύρη πέτρα και προσπαθούσαμε να ρίξουμε κάτω τις πέτρες που είχαμε βάλει τη μία πάνω στην άλλη. Κερδίζαμε πόντους ανάλογα με τον αριθμό των πετρών που ρίχναμε.
Παίζαμε ππιριλιά με τα κουκούτσια των χρυσομήλων που είχαν πέσει κάτω από το δέντρο, τα οποία συλλέγαμε και αποθηκεύαμε για το παιχνίδι. Ενώναμε τα φύλλα των κολοκυθιών και φτιάχναμε σωλήνες. Μεταφέραμε νερό από το νερό της καμάρας που περνούσε μπροστά από το σπίτι μας και ποτίζαμε τον κήπο μας με αυτούς τους αυτοσχέδιους σωλήνες».

«Παίζοντας κρυφτό»
«Όταν έδυε ο ήλιος, παίζαμε 'κρυφτό'. Λέγαμε το ποίημα 'είτε εδώ είτε εκεί, είναι με την κόρη του χαλβατζή' και επιλέγαμε έναν παίκτη που λεγόταν 'ebe ('αυτό'). Αυτό ήταν ένας δίκαιος τρόπος επιλογής αυτού του παίκτη. Ακόμη και όταν υπήρχε διαφωνία για την επιλογή του 'ebe' ('αυτό'), τα παιδιά των Ελληνοκυπρίων μας έλεγαν 'halvadji re, halvadji' και ζητούσαν να επιλεχθεί ξανά ο 'ebe'. Αυτό το παιχνίδι συνεχιζόταν μέχρι να μας φωνάξουν οι μαμάδες μας. Και τότε αρχίζαμε να τραγουδάμε μέχρι να διαλυθούμε: 'Όσοι έχουν σπίτι, να πάνε σπίτι τους. Όσοι δεν έχουν σπίτι, να πάνε στην άκρη του φραμού (φράκτη)'».
«Στο φως του γκαζιού»
«Το βράδυ τα σπίτια μας φωτίζονταν με φως του γκαζιού. Στα καφενεία και στις πλούσιες οικογένειες, υπήρχαν λάμπες 'lux' στα σπίτια τους. Αλλά οι λάμπες 'lux' ήταν μεγάλη πολυτέλεια για τους χωριανούς. Το φως γκαζιού νούμερο τέσσερα ήταν υπεραρκετό γι' αυτούς. Αλλά έπρεπε να γεμίσει με βενζίνη και να καθαριστεί ο 'φανός' (το γυάλινο μέρος) για πολλές ώρες.
Όταν μεγάλωσα λίγο, έμενα μόνος μου στον πάνω όροφο. Τοποθετούσα τη λάμπα στο παράθυρο και έβαζα το κρεβάτι μου με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορώ να διαβάζω κάτω από το φως της λάμπας, αλλά όταν με έπιανε ύπνος, απλώς άπλωνα το χέρι μου για να σβήσω το φιτίλι της λάμπας. Είχα επίσης ένα μπουκάλι βενζίνη δίπλα στη λάμπα.
Κάποια γεύματα προκαλούσαν σε κάποιον υπερβολική δίψα. Ιδιαίτερα τα αλμυρά φαγητά όπως η 'ρέγκα', το 'τσαρτέλλι' και ο 'μπακαλιάρος' (ένα είδος αλμυρού ψαριού). Ένα βράδυ το γεύμα μας ήταν βραστά ξερά φασόλια μαζί με ψάρι «ρέγκα» (ένα είδος αλμυρού, αποξηραμένου ψαριού). Πήρα ένα μπουκάλι νερό και το έβαλα στο περβάζι του παραθύρου. Όταν αποκοιμήθηκα, άρχισα να βλέπω εφιάλτες. Διψούσα τρομερά. Έβρεχε. Άνοιγα το στόμα μου αλλά δεν έπεφτε ούτε μια σταγόνα νερό. Μετά από αρκετή ώρα, ξύπνησα. Το στόμα μου ήταν στεγνό. Άπλωσα το χέρι μου, πήρα το μπουκάλι και άρχισα να πίνω. Σε λίγο συνειδητοποίησα ότι πήρα λάθος μπουκάλι. Δεν ήταν ωραίο να πίνεις βενζίνη. Για δύο μέρες και μετά, ρευόμουν βενζίνη».

«Αξία του νερού»
«Συνειδητοποίησα την αξία του νερού όταν άρχισα να μεταφέρω νερό στο σπίτι. Η κότα και οι γαλοπούλες ((γ)αλίνες) στο κοτέτσι χρειάζονταν νερό, είχαμε δύο-τρεις κατσίκες στην αυλή, ήθελαν κι αυτές νερό. Το βράδυ τα μεγαλύτερα ζώα, όπως το άλογο, το μουλάρι και το γαϊδούρι, επέστρεφαν στο σπίτι και χρειάζονταν ακόμα περισσότερο νερό. Τους καλοκαιρινούς μήνες έπρεπε να ποτίζουμε τα λουλούδια και τα δέντρα. Υπήρχε μια τεράστια πήλινη κανάτα με λίγη στάχτη μέσα, που έπρεπε να γεμίζει με νερό. Η μητέρα μου έπλενε τα ρούχα με το νερό και τη στάχτη. Το σαπούνι γινόταν πιο αφρώδες με το νερό που είχε στάχτη μέσα. Η μητέρα μου χρησιμοποιούσε το σαπούνι για να καθαρίσει τα ρούχα στη σκάφη και μετά με ένα ξύλινο ραβδί, χτυπούσε τα ρούχα (και στο μεταξύ έσπαζαν τα κουμπιά).
Το 'καζάνι' που έβαζαν στη φωτιά έπρεπε να γεμίσει με νερό για να κάνουμε μπάνιο. Το νερό ζεσταινόταν ρίχνοντας μερικούς θάμνους και κλαδιά στη φωτιά κάτω από το καζάνι. Και μετά παίρνοντας έναν κουβά με ζεστό νερό, πήγαινε κάποιο σε μια γωνιά του στάβλου, καθόταν στο σκαμνί, ανακάτευε το ζεστό νερό με κρύο νερό και πλενόταν. Δεν υπήρχε πρόβλημα να το κάνεις αυτό τους καλοκαιρινούς μήνες. Αλλά τον χειμώνα, ήταν απαίσιο. Ο αέρας που φυσούσε κάτω από τις πόρτες και από τις χαραμάδες των παραθύρων μας πάγωνε.
Ακόμα και εγώ αναρωτιέμαι πώς επιβιώσαμε κάτω από αυτές τις συνθήκες του μεσαίωνα».

Ενθυμούμενη όλα αυτά
Γεννήθηκα το 1958 και πρόλαβα αυτά που λέει ο Dr Bekir Azgin στο άρθρο του για τις «συνθήκες του μεσαίωνα». Ζούσαμε στη Λευκωσία αλλά όταν πήγαινα στο χωριό της θείας μου, τα Κρίδεια, ο τρόπος ζωής στο χωριό ήταν ακριβώς όπως τον περιγράφει ο Bekir Azgin. Η κόρη της θείας μου της Pembe έψηνε ψωμί κάθε 10-15 μέρες και κουβαλούσαμε νερό για να το προσθέσει στο αλεύρι.
Θυμούμαι το φως του γκαζιού από τις λάμπες και έχω ακόμα μερικές λάμπες-αντίκες, κληρονομιά από τη μητέρα μου για να μου θυμίζει τη ζωή που έζησε, αφού γεννήθηκε το 1917 και πάντα μελετούσε στο φως του γκαζιού μετά το σχολείο.
Θυμούμαι επίσης τα παιχνίδια που παίζαμε στον δρόμο με τα παιδιά των γειτόνων: Κρυφτό, κουτσό. Αυτά είναι πλέον «ξεχασμένα» παιχνίδια μιας άλλης εποχής -σήμερα, τα παιδιά παίζουν παιχνίδια μόνο σε tablets, υπολογιστές και iPads, όχι στον δρόμο. Δεν έχουν ακούσει ούτε τα ονόματα τέτοιων παιχνιδιών... Γι' αυτό, κάποιοι δάσκαλοι σε κάποια σχολεία προσπαθούν πάντα να διδάξουν στα παιδιά τέτοια παιχνίδια που κάποτε έπαιζαν στην Κύπρο.