Ξέρω, είσαι πολύ κουρασμένος. Λες μη με περιμένεις καπετάνιε. Εκείνος ο καπετάνιος δεν θα μπορούσε να σε βγάλει σε εκείνη την ακτή. Και δεν μπόρεσε. Ήρθα εγώ, ιδού. Έλα να καθίσουμε κάτω από εκείνη την οξιά. Να ακουμπήσουμε το κεφάλι μας στον ρυτιδιασμένο κορμό της. Πέρασα από το Σιλίβρι. Έχεις χαιρετίσματα από τον Σελαχατίν. Ξέρει και εκείνος όπως εσύ. Πως το χειρότερο πράγμα δεν είναι να είσαι στη φυλακή. Είναι το να φέρει μέσα του τη φυλακή ο άνθρωπος. Βαρέθηκα λέω ρε μάστορα. Δεν καταλαβαίνουν. Ο Σελαχατίν παίζει το σάζι, λέει μελαγχολικά τραγούδια. Οι βραδιές αρχίζουν με θλίψη. Δεν έλαχε να βρεθούμε σε ένα τραπέζι με απλούς μεζέδες. Να μιλήσουμε λίγο για τον Τσάρλι Τσάπλιν, λίγο για τον Αϊνστάιν και λίγο για τον Τολστόι. Να διαβάσουμε τον Πάμπλο Νερούντα. Να διαβάσουμε τα γράμματα του Αραγκόν στην Έλσα. Να ανοίξουμε πανιά για το γαλάζιο. Και λίγος έρωτας. Διηγήσου μου τους έρωτές σου. Δεν μπορείς να ζεις χωρίς πατρίδα, ούτε χωρίς έρωτα.
Ο κόσμος ρε μάστορα είναι ακόμα ένας κόσμος που λένε «εκείνοι είναι εχθροί της ελπίδας». Πού είναι οι ωραίες μέρες που θα έβλεπαν τα παιδιά; Πού είναι που θα οδηγούσαν τις μηχανές στο γαλάζιο; Θυμήσου τη νύκτα που βάδισες στο χιονισμένο δάσος με τις οξιές. Ήταν ευτυχισμένο το παιδί που σου άνοιξε την πόρτα την οποία χτύπησες και σου είπε «μπες μέσα θείε»; Μήπως στα εξήντα σου αντιλήφθηκες πόσο πολύ αγαπάς το χιόνι, τον ήλιο, το φως του φεγγαριού; Και τα σύννεφα. Πεθαίνουν όλα όσα αγαπώ ρε μάστορα. Ο μάστορας Γιασιάρ Κεμάλ λέει «ανέβηκαν σε εκείνα τα ωραία άλογα και έφυγαν». Έφυγαν μάστορα, έφυγαν. Έφυγε και ο Θεοδωράκης, ο τελευταίος Θεός της Ακρόπολης. Έφυγε ο Ιλχάν Σελτσούκ. Ο Ουγούρ Μουμτζού πυροβολήθηκε και έφυγε. Δεν υπάρχουν πλέον και οι φίλοι σου από τη φυλακή, Ορχάν Κεμάλ και Κεμάλ Ταχίρ. Έφυγε ένας θεός της ποίησης, όπως ο Αττίλα Ιλχάν. Μετά τον Καζαντζάκη μάς άφησαν τον έρωτα, την πάλη και την αξιοπρεπή ζωή, και έφυγαν και ο Γιάννης Ρίτσος και ο Σεφέρης. Όταν έφυγε ο Γιασιάρ Κεμάλ, είπα στον εαυτό μου, «εντάξει, είμαστε τελείως μόνοι πια σε αυτό τον κόσμο, πώς θα ζήσουμε σε αυτό τον κόσμο από εδώ και μπρος;» Έφυγε και ο Γκέντζιο ρε μάστορα, ο οποίος απάγγελλε απ’ έξω όλα σου τα ποιήματα.
Η πιο ωραία θάλασσα είναι εκείνη στην οποία δεν πήγαμε ακόμα. Ακόμα δεν μπορέσαμε να πάμε σε εκείνη τη θάλασσα μάστορα. Ακόμα περνάμε βραδιές ξάγρυπνοι κρατώντας το κεφάλι μας με τα δυο μας χέρια. Ποιος θα μας παρηγορήσει τώρα, αν δεν υπάρχει μια αγαπημένη που απλώνει τον άσπρο της λαιμό για να μας φιλήσει; Σε θαυμάζω. Πόσο γεμάτος με έρωτα και αγάπη είσαι ακόμα και όταν λες «απάτησα τις γυναίκες μου». Και πόσο αθώος είσαι. Καθώς ξεκινάς για ένα ταξίδι, θες να κοιτάει όταν απομακρύνεσαι, να σου κουνάει το χέρι από το παράθυρο. Να μην χτυπήσει την πόρτα και να φύγει με θυμό. Πώς τη βρίσκεις μέσα σε εκείνη την τεράστια πόλη; Κοίτα όλα τα θέατρα, όλες τις αίθουσες όπερας που θα μπορούσε να πάει. Ρώτα τους πολιτοφύλακες αν την είδαν. Η φυλακή σού έδωσε έρωτα για την ελευθερία και ο έρωτας χαρά για τη ζωή. Γεύτηκες και την πίκρα και τη γλύκα της. Το ουσιαστικό είναι να αγαπάς όμως. Άμα αγαπιέσαι, υπάρχει ο φόβος της ελευθερίας και άμα αγαπάς της απώλειας. Μπορεί να μη συμφωνείς μαζί μου. Παραδέξου το όμως. Δεν φοβήθηκες ποτέ πως θα έχανες την Πιραγέ και τη Μουνεβέρ, έτσι δεν είναι;
Υπήρχε μια καστανιά στο Παρίσι. Αν ζει, τώρα πρέπει να είναι όχι εκατό, αλλά διακοσίων χρονών. Εσύ ποιητή πίνεις σταλιά - σταλιά τη νοσταλγία της πατρίδας σου. Ξέρεις τι είναι να μένεις χωρίς πατρίδα στην ίδια την πατρίδα σου; Εμείς είμαστε εκείνα τα δύο άτομα χωρίς πατρίδα στη θάλασσα του Αγγελόπουλου. Διωχθήκαμε από τα εδάφη μας. Δεν έχουμε έστω και ένα κομμάτι γης. Μήπως ήταν τέρας εκείνο το κεφάλι φοράδας που εκτείνεται στη Μεσόγειο; Κατάπιε όλους μας. Και πάλι μην προβληματίζεσαι για την κατάσταση του κόσμου κάτω από εκείνη τη ρυτιδιασμένη οξιά. Ακόμα και ο Αζίζ Νεσίν δεν άντεξε και μας άφησε και έφυγε. Το τελευταίο καταφύγιο των ποταπών είναι ακόμα εκείνο το καταφύγιο που ξέρεις. Να κοιτάξουμε προς τον ουρανό; Κοιτάξαμε. Έπεσαν τρία μήλα. Και τα τρία τα έφαγαν οι αρκούδες…