Η φτώχεια αναφέρεται στην έλλειψη επαρκών οικονομικών πόρων, με αποτέλεσμα τα άτομα, τα νοικοκυριά και ολόκληρες κοινότητες να μην έχουν τα μέσα για να συντηρηθούν ή να αποκτήσουν τα βασικά αγαθά για μια ευημερούσα ζωή. Η φτώχεια αποτελεί τόσο ατομική ανησυχία όσο και ευρύτερο κοινωνικό πρόβλημα. Σε ατομικό επίπεδο ή σε επίπεδο νοικοκυριού η αδυναμία να τα βγάλει πέρα μπορεί να οδηγήσει σε μια σειρά από κοινωνικά, σωματικά και ψυχικά προβλήματα. Σε κοινωνικό επίπεδο, τα υψηλά ποσοστά φτώχειας μπορούν να αποτελέσουν τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη και να συνδεθούν με προβλήματα όπως η εγκληματικότητα, η ανεργία, η αστική παρακμή, η κακή εκπαίδευση και η κακή δημόσια υγεία.
Οι κυβερνήσεις συχνά θεσπίζουν προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας για να βοηθήσουν τα άτομα, τις οικογένειες και τις κοινότητες να βγουν από τη φτώχεια. Ορισμένες χώρες έχουν ισχυρότερα κράτη πρόνοιας (δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας) από άλλες. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ τείνουν να είναι πολύ πιο ατομικιστικές και έχουν σχετικά περιορισμένα προγράμματα πρόνοιας. H Κύπρος συγκριτικά έχει ευρύ φάσμα προγραμμάτων πρόνοιας (π.χ. συντάξεις, ΕΕΕ, ΓεΣΥ) και στήριξης για όσους έχουν ανάγκη κι ας γκρινιάζουμε περί του αντιθέτου!
Παρ' όλο που όλοι κατανοούμε περίπου τι θα πει φτώχεια, δεν υπάρχει ενιαίος ορισμός της φτώχειας! Η κατανόηση της έκτασης της φτώχειας και του τρόπου με τον οποίο μεταβάλλεται εξαρτάται από τον ορισμό που έχουμε κατά νου. Ειδικότερα, οι πλουσιότερες και οι φτωχότερες χώρες θέτουν πολύ διαφορετικά όρια φτώχειας προκειμένου να μετρήσουν τη φτώχεια με τρόπο που να είναι κατατοπιστικός και σχετικός με το επίπεδο εισοδήματος των πολιτών τους. Οι οικονομολόγοι πάντως κάνουν διάκριση μεταξύ απόλυτης και σχετικής φτώχειας. Η απόλυτη φτώχεια είναι η κατάσταση στην οποία τα άτομα δεν κατέχουν ούτε τα στοιχειώδη αγαθά για την επιβίωσή τους, όπως είναι η τροφή, το νερό, η στέγη. Η απόλυτη φτώχεια συνδέεται συνήθως με τους μεγάλους πληθυσμούς των αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά παρουσιάζεται και στις ανεπτυγμένες χώρες. Επισκεπτόμενοι, π.χ., τις Βρυξέλλες, την πρωτεύουσα της ΕΕ, ή οποιανδήποτε δυτική μεγαλούπολη, αντιμετωπίζουμε μια θλιβερή θέα: άστεγους να κοιμούνται στα πεζοδρόμια, μπροστά από μαγαζιά πολυτελών αγαθών.
Ως απόλυτη φτώχεια ορίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με λιγότερο από ένα καθορισμένο ποσό χρημάτων την ημέρα. Η δημοφιλέστερη στατιστική του είδους (που χρησιμοποιείται και από την Παγκόσμια Τράπεζα) είναι το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με λιγότερο από 2,15 δολάρια (περίπου 2 ευρώ) την ημέρα. Στη Κύπρο η απόλυτη φτώχεια είναι σχεδόν ανύπαρκτη λόγω κυρίως του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Βέβαια, οι πλουσιότερες χώρες θέτουν πολύ διαφορετικά όρια φτώχειας από τις φτωχότερες προκειμένου να μετρήσουν τη φτώχεια με τρόπο που να είναι κατατοπιστικός και σχετικός με το επίπεδο εισοδήματος των πολιτών τους. Για παράδειγμα, ενώ στην Κύπρο ένα άτομο θεωρείται ότι βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας αν ζει με λιγότερα από περίπου 25 ευρώ την ημέρα, στην Αιθιοπία το όριο της φτώχειας ορίζεται 10 φορές χαμηλότερα -στα 2,5 ευρώ την ημέρα.
Η σχετική φτώχεια ορίζεται σε σχέση με την οικονομική κατάσταση των άλλων μελών της κοινωνίας. Στην ΕΕ ορίζεται το ποσοστό των κατοίκων σε μια χώρα που ζουν με διαθέσιμο εισόδημα κατώτερο του 60% του διαθέσιμου διάμεσου εισοδήματος (το 50% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το διάμεσο εισόδημα και το υπόλοιπο 50% βρίσκεται πάνω από το διάμεσο εισόδημα). Το διαθέσιμο εισόδημα ενός ατόμου είναι το πρωτογενές εισόδημάτου πλην άμεσοι φόροι + κοινωνικές παροχές σε χρήμα, π.χ., επιδότηση τέκνου, σύνταξη. Η συντριπτική πλειονότητα των οικονομολόγων δεν αποδέχονται τον τρόπο που υπολογίζεται η σχετική φτώχεια ως ικανοποιητικό. Το χαμηλό εισόδημα είναι απλώς μόνο ένας δείκτης της φτώχειας. Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της φτώχειας θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και άλλους παράγοντες, π.χ. την ποιότητα της στέγασης, τα περιουσιακά στοιχεία του κάθε «φτωχού» διότι μπορεί κάποιος να έχει, λ.χ., ακίνητη περιουσία μεγάλης αξίας (οικόπεδα) και μηδέν εισόδημα. Αλλά και να αγνοήσουμε αυτούς τους παράγοντες, ο ορισμός είναι γελοίος. Σημαίνει ότι αν, π.χ., δεκαπλασιαστούν τα πραγματικά εισοδήματα όλων των Κυπρίων πάλι θα υπήρχε η ίδια σχετική φτώχεια αφού τα ποσοστά των εισοδημάτων, σε σύγκριση με το διάμεσο εισόδημα, δεν θα αλλοιώνονταν. Τούτων λεχθέντων, δεν υπάρχει καλύτερη μέθοδος υπολογισμού της σχετικής φτώχειας!
Τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού συντομογραφείται ως AROPE (At risk of poverty or social exclusion), που αντιστοιχεί στο άθροισμα των ατόμων που είτε βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας είτε σε σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση είτε ζουν σε νοικοκυριό με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας. Άρα το ποσοστό AROPE είναι το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας. Είναι ο κύριος δείκτης για την παρακολούθηση του στόχου της ΕΕ 2030 για τη φτώχεια και θεωρείται ο πιο ικανοποιητικός δείκτης για τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Στην Κύπρο, το 2023, το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό βάσει του δείκτη AROPE ήταν, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία, 16,7% του πληθυσμού ή 153.000 άτομα που συγκρίνεται ευνοϊκά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Το χρηματικό όριο κινδύνου φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, υπολογίστηκε το 2023 στα €11.324 για νοικοκυριά ενός ατόμου και σε €23.780 για νοικοκυριά με δυο ανήλικα παιδιά. Ο δείκτης για το 2023 παρέμεινε στα ίδια επίπεδα σε σχέση με το 2020. Το ευχάριστο για όλους είναι ότι τα τελευταία χρόνια ο δείκτης AROPE ακολούθησε μια πτωτική πορεία.
*Οικονομολόγος, κοινωνικός επιστήμονας