Οι κατακτητές ήρθαν με πομπώδεις λόγους στα εδάφη που κατέκτησαν. Στην ξηρά. Στη θάλασσα. Στον αέρα. Μηχανισμοί θανάτου. Πέφτει βροχή το χειροκρότημα από τις εξέδρες για τον μπελά που έχουμε στο κεφάλι μας. Ο μάστορας λέει «δεν είσαι ελεύθερος, απλώς το σχοινί με το οποίο είσαι δεμένος είναι λίγο μακρύτερο από εκείνο των άλλων ανθρώπων, μόνο αυτό». Αυτή η ελευθερία που μας χαρίστηκε δεν είναι τίποτε άλλο από αιχμαλωσία. Πού είμαι εγώ, πού είμαι. Είμαι ανάμεσα σε σκλάβους που νομίζουν πως είναι ελεύθεροι. Αυτή η πατρίδα είναι δική μου; Μου προσφέρουν ελευθερία αυτά τα τζετ, αυτά τα τανκς, αυτά τα πυροβόλα; Έλα κάθισε πλάι μου αγαπημένη. Να πιούμε καφέ κάτω από τούτη τη συκιά. Άσε να χαρεί λίγο ο τρελός του χωριού μας. Βάλε δίπλα-δίπλα τις προσευχές μας με τις κατάρες μας. Πες μου πώς φτιάχνεται κρασί από το σταφύλι. Είναι ένα μικρό νησί αυτό. Μήπως είναι δική μου αυτή η πατρίδα που άκουσε το τελευταίο κλάμα ένα μωρό, που έβγαλαν τα δόντια και τα μάτια και το εκτέλεσαν το καλοκαίρι του 1974; Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που κάθονται στις τιμητικές εξέδρες; Ποιος είναι αυτός ο νταής της πλατείας που συμπεριφέρεται βίαια; Δεν γνωρίζω κανέναν. Και κανείς δεν με γνωρίζει. Εγώ είμαι ο ξένος εδώ; Ή εκείνοι;
Πέρασαν πενήντα καλοκαίρια από εκείνο το καλοκαίρι. Πενήντα χειμώνες. Πενήντα άνοιξες. Πενήντα φθινόπωρα. Έρχονται στον ύπνο μου απραγματοποίητα όνειρα. Στη μέση της θάλασσας. Μιλώ με τα βουνά. Να κοίτα, μυρίζουν μπαρούτι οι γωνιές, όχι πασχαλιές. Ελέγχουν όποιον έρχεται, όποιον περνά. Διαβατήριο, ταυτότητα, διεύθυνση. Κάποιους τους σκοτώνουν εκεί και κάποιους τους συλλαμβάνουν και τους παίρνουν. Παίζουν οι καμπάνες το καλοκαίρι του 1974. Οι καμπάνες του πραξικοπήματος. Ο Γιαννάκης τα βράδια κοιμάται στο μπαλκόνι του σπιτιού του στον Άγιο Γεώργιο. Και δίπλα του ένα σχοινί. Αν έρθουν να τον συλλάβουν οι πραξικοπηματίες, θα κρεμάσει το σχοινί στο μπαλκόνι και θα φύγει. Απέναντί του έχει έναν εχθρό με τον οποίο μιλά την ίδια γλώσσα, με τον οποίο πιστεύουν τον ίδιο Θεό. Είναι μέρες που διαλέγεις θάνατο ανάμεσα στα είδη θανάτων. Πολλή ζέστη. Βραδιές κατά τις οποίες τρώγετε καρπούζι δαγκώνοντάς το με το φύλλο μπροστά στην πόρτα, φορώντας κοντό παντελόνι. Και εσύ. Θα έρθεις να με σώσεις; Δεν είμαι ο Γιαννάκης που κοιμάται στο μπαλκόνι. Δεν γίνεται να πας να τον σώσεις εκείνον; Πέφτουν φυλλάδια από τον αέρα. Βρέχει ειρήνη, ελευθερία από τον ουρανό. Αχ τι πλαστογράφοι που προκαλούν δάκρυ είναι τούτοι. Αφού ήρθες να μας σώσεις από τους δολοφόνους πραξικοπηματίες, τότε τι αμαρτία είχαν οι αθώοι τους οποίους εκτέλεσες στη Λάπηθο, στον Καραβά, στο Καζάφανι; Συμμετείχαν στο πραξικόπημα και οι γυναίκες και τα κορίτσια στα οποία επιτέθηκες άγρια; Αν είχες καλές ευχές για τούτη την καημένη τη βασανισμένη πατρίδα μας, θα σκότωνες ποτέ εκείνους τους αθώους; Μακάρι να συλλάμβανες τους πραξικοπηματίες. Να τους οδηγούσες στο δικαστήριο ύστερα. Να τους τιμωρούσες. Να ήσουν σωτήρας εκείνων που βρίσκονταν μπροστά στην κάννη των όπλων, όχι δικός μου. Να έσωζες τους Γιαννάκηδες, όχι εμένα. Να ήξερες πώς θα γινόταν ειρήνη και ηρεμία για πάντα σε αυτό το νησί. Μακάρι να ήσουν σωτήρας των Ελληνοκυπρίων, όχι των Τουρκοκυπρίων. Αχ τι όνειρα είναι αυτά. Μιλώ με τα κύματα στη μέση της θάλασσας. Βλέπω ανέφικτα όνειρα στον ύπνο μου. Μόλις ξυπνήσω βρίσκω εσένα μπροστά μου. Στις τιμητικές εξέδρες. Σκας ένα ηρωικό χαμόγελο κοιτάζοντας τα τζετ, τα τανκς και τα πλοία σου. Δεν σ’ αγαπώ. Καθόλου δεν σ’ αγαπώ.
Αγαπητέ Γιαννάκη. Οι δικοί σου σού έκαναν ένα καλό. Δεν σε έσωσαν και δεν σου χάρισαν ελευθερία. Δεν τους χρωστάς τίποτα. Εγώ συνθλίβομαι κάτω από το βάρος μιας ελευθερίας που μου χαρίστηκε.