Sevgul Uludag
Τηλ: 99 966518
Τι χωράει μέσα σε έναν «bohdja» (μποξά – δεμάτι); Τι δεν χωράει; Πώς μπορούν να χωρέσουν τόσες πολλές αναμνήσεις σε έναν μποξά; Μπορείτε να χωρέσετε όλες τις ιστορίες μετανάστευσης και πόνου, όλη τη χαρά και όλες τις αναμνήσεις; Όλες οι αναμνήσεις που έμειναν από τον πόλεμο; Η μητέρα μου είχε μποξάδες με κουρελούδες (patchwork) και ήξερε ακριβώς τι υπήρχε σε κάθε μποξά. Έδενε αυτούς τους μποξάδες ή αν το ύφασμα δεν ήταν αρκετό, έβαζε μια παραμάνα για να κρατήσει το μποξά δεμένο.
Σε κάποιους μποξάδες υπήρχαν δαντέλες, κεντήματα, σε κάποιον άλλο υπήρχαν παλιά φορέματα και κάθε ένα από αυτά τα φορέματα είχε μια ιστορία. «Κοίτα», έλεγε, «παραλίγο να καώ και έτσι σκούρανε. Το φορούσα αυτό.» Αυτό το φόρεμα ήταν σκούρο μπλε, υπήρχαν κεντήματα σε μαύρο χρώμα στον γιακά και στα μανίκια του. Είχε ξεχωριστά μαύρα κουμπιά, αλλά με γυαλιστερούς κρυστάλλους στο εσωτερικό τους. Στην πραγματικότητα, το εσωτερικό αυτού του φορέματος ήταν μαυρισμένο από την καπνιά – δεν θυμούμαι ακριβώς την ιστορία, αλλά κάποιο είδος φλόγας το είχε προκαλέσει αυτό, παραλίγο να κάψει τη μητέρα μου.
Αναμνήσεις
Μέσα στους μποξάδες που είχε η μητέρα μου υπήρχαν και τα πουκάμισα του μακαρίτη του πατέρα μου. Και οι γιακάδες αυτών των πουκαμίσων. Παλιά, όταν οι γιακάδες των λευκών πουκαμίσων κιτρινίζανε με τον καιρό, η μητέρα μου άλλαζε τους γιακάδες. Μπορούσες να αγοράσεις γιακάδες ξεχωριστά και να τους αλλάξεις ανάλογα.
Σε έναν άλλο μποξά, υπήρχαν το κάλυμμα του κρεβατιού και οι μαξιλαροθήκες του, κεντημένα με μοβ και κίτρινα λουλούδια πάνω σε μετάξι και στα πλάγια υπήρχαν ντελικάτες δαντέλες. Το μετάξι είχε αρχίσει να διαλύεται, γι' αυτό και είχε φυλαγμένο αυτό το πολύτιμο αντικέ κάλυμμα σε έναν μποξά.
Σε έναν άλλο μποξά, υπήρχε το τεράστιο τραπεζομάντηλο με τις ασορτί κουρτίνες, που η μαμού Αρετή, η γειτόνισσα του πατέρα μου από το Λευκόνοικο, του είχε κάνει δώρο για τον γάμο του. Πήρα αυτό το τραπεζομάντηλο και τις κουρτίνες και τα χρησιμοποιούσα στο δικό μου σπίτι μέχρι τη στιγμή που το λευκό ύφασμα άρχισε να διαλύεται.
Δίπλα στην κουζίνα, στο μικρό δωμάτιο με τα παράθυρα, υπήρχε ένα πολύ παλιό αλλά κομψό ξύλινο μπαούλο και το μπαούλο αυτό ήταν γεμάτο με τους μποξάδες της μητέρας μου.
Κάθε φορά που έραβε κάτι, πήγαινε πάντα σε αυτό το μπαούλο και έβγαζε μερικούς μποξάδες γεμάτους με παλιά υφάσματα ή φορέματα που έμοιαζαν σαν ολοκαίνουργια, τα χρησιμοποιούσε αυτά ή τα φερμουάρ ή τα κουμπιά τους, ράβοντάς μας απίστευτα φορέματα ή φούστες.
Υφάσματα και κλωστές
Αυτά τα υφάσματα έμοιαζαν σαμπώς και δεν θα γερνούσαν ποτέ, ήταν τόσο καλής ποιότητας. Υπήρχαν μεταξωτά βελούδα, ταφτάδες, κρεπ, όλα τα είδη μεταξωτών και γυαλιστερών υφασμάτων, όλα τα είδη βαμβακερών ρούχων. Ο αδελφός της μητέρας μου, ο Hasan, είχε μεταναστεύσει στο Λονδίνο, αφού είχε παντρευτεί την Ismet Hanim και σε όλη της τη ζωή στο Λονδίνο, έραβε για να βγάζει τα προς το ζην για την οικογένειά της. Η θεία Ismet έδινε πάντα υφάσματα και κλωστές στη μητέρα μου, καθώς και στην αδελφή της μητέρας μου, τη θεία μου Fattush. Η θεία Fattush ζούσε στο Βαρώσι μαζί τον μεγάλο μας θείο Ahmet και η θεία Fattush έδινε στη μητέρα μου ρούχα και υφάσματα και η μητέρα μου τα άλλαζε για να της ταιριάζουν ή έφτιαχνε κάτι καινούργιο για εμάς. Αλλά πριν από αυτό, τα έβαζε σε αυτούς τους μποξάδες.
Επισκέψεις στην Αμμόχωστο
Η θεία Ismet και ο θείος Hasan, αφού δούλεψαν όλη τους τη ζωή στο Λονδίνο, είχαν επιστρέψει στην Κύπρο και είχαν εγκατασταθεί στην Αμμόχωστο. Η μητέρα μου μερικές φορές τους επισκεπτόταν και έμενε μαζί τους για μια βδομάδα. Μερικές φορές πήγαινε για να μείνει με τη θεία Fattush, αλλά συνήθως έμενε μόνο λίγες μέρες μαζί της, αφού ήταν λίγο δύστροπη – λίγες μέρες μαζί της ήταν αρκετές για τη μαμά και επέστρεφε στη Λευκωσία. Όταν έμενε περισσότερο, μου έλεγε: «Αυτή τη φορά ήταν καλύτερα.»
Στη θεία Fattush άρεσε πολύ να ντύνεται – θυμούμαι όταν ήμουν παιδί ότι είχε τουλάχιστον 20-30 ζευγάρια παπούτσια που ταίριαζαν με το χρώμα του φορέματος που φορούσε. Αυτά ήταν πολύ κλασικά παπούτσια με χαμηλό τακούνι, μερικά ήταν μπεζ, μερικά ανοιχτό πράσινο, μερικά γαλάζια και μερικά μαύρα. Επειδή ήταν ψηλή γυναίκα, νομίζω ότι προτιμούσε τα χαμηλά τακούνια. Έδινε στη μητέρα μου τα φορέματα που δεν ήθελε πια, ή τα παλτά της ή κάποια υφάσματα που δεν έχει προλάβει να ράψει και η μητέρα μου τα έβαζε όλα αυτά σε αυτούς τους μποξάδες.
Ιστορίες από το παρελθόν
Οι μποξάδες μας έλεγαν επίσης ιστορίες από προηγούμενες ζωές. Σε έναν μποξά υπήρχαν τα ρούχα της θείας Afet που είχε «μεγαλώσει» τη μαμά μου. Η θεία Afet δεν είχε παιδιά, ήταν παντρεμένη με τον Kazim Chavush από την Αυδήμου και επειδή δεν είχαν παιδιά, φρόντιζαν τα παιδιά της αδελφής της Afet, της Ziba (της γιαγιάς μου) και η μητέρα μου τη φρόντιζε στα τελευταία της χρόνια. Δώρισε σπίτια στη μητέρα μου και τους αδελφούς της κοντά στην οδό Ερμού στη Λευκωσία.
«Μαμά, τι θα κάνεις με αυτά τα παλιά πράγματα;» τη ρωτούσα κοιτάζοντας τα αιωνόβια ρούχα της θείας Afet που είχε πεθάνει πολύ πριν γεννηθώ εγώ.
«Εσύ, μη μου λες τίποτα τώρα. Αυτά είναι οι αναμνήσεις της μακαρίτισσας της θείας μου.»
Υπήρχαν και τα ρούχα των τριών παιδιών της αδελφής μου που δεν τους έκαναν πια. «Ίσως μια μέρα τα χρειαστούμε», έλεγε, και τα φύλαγε στους μποξάδες.
Σύμβολο των προσφύγων
Η χώρα μας έχει μια ιστορία πολέμου, τον πόνο του πολέμου, την ιστορία του να γίνεσαι πρόσφυγας. Οι κοινότητές μας αναγκάστηκαν να φτιάξουν μποξάδες με λίγα ρούχα και έπρεπε να φύγουν από τα σπίτια τους ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1950, συνεχίζοντας το 1963-64 και το 1974, όλη τους η ζωή πέρασε ως πρόσφυγες. Τουρκοκύπριοι, Ελληνοκύπριοι, Αρμένιοι Κύπριοι, Μαρωνίτες Κύπριοι, Λατίνοι Κύπριοι, όλοι έγιναν πρόσφυγες. Τους έδιωξαν από τα σπίτια τους, άρπαξαν έναν μποξά με λίγα ρούχα για να πάνε προς ένα άγνωστο μέλλον. Οι γυναίκες μάζεψαν λίγα ρούχα για τα παιδιά τους και έφυγαν. Έτσι, οι «μποξάδες» ή τα «δέματα» έχουν μια ισχυρή και βαθιά σχέση με τις γυναίκες του τόπου μας. Η προίκα τους ήταν σε μποξάδες, τα κεντήματα, οι δαντέλες, τα σεντόνια και οι μαξιλαροθήκες, καθώς και οι μποξάδες έγιναν αυτό που έπαιρναν μαζί τους με λίγα ρούχα για τις ίδιες και τα παιδιά τους όταν έφευγαν με τις κλοτσιές από τον πόλεμο. Μερικές φορές στη βιασύνη, ένα σεντόνι γινόταν μποξάς. Μερικές φορές ένα τραπεζομάντηλο γινόταν μποξάς, όπου ρίχνονταν μέσα οι πιο επείγουσες ανάγκες, γίνονταν μποξάς και έφευγαν από το σπίτι, το σπίτι στο οποίο μπορεί να μην επέστρεφαν ποτέ. Οι μποξάδες είναι επίσης σύμβολο του πολέμου και της προσφυγιάς.
Πίνακες ζωγραφικής της Nilgun Guney
Η καλή μου φίλη, καλλιτέχνις Nilgun Guney (κόρη του Ismet Guney που είχε δημιουργήσει τη σημαία της Κύπρου), δημιούργησε μια υπέροχη έκθεση με τους απίστευτους πίνακές της με τίτλο «Bohdja». Για την έκθεσή της είπε τα εξής:
«Δημιούργησα τους πίνακές μου με υλικά όπως φορέματα, μποξάδες, σάλια, τούλια από τα προηγούμενα χρόνια χρησιμοποιώντας την τεχνική του κολάζ σε καμβάδες. Με αυτόν τον τρόπο, το πρόσφατο παρελθόν του νησιού μας είναι στην ατζέντα αυτής της έκθεσης. Επειδή χρησιμοποίησα πραγματικά φορέματα και αντικείμενα από το παρελθόν, οι πίνακες αυτοί φέρουν επίσης ένα εθνογραφικό χαρακτηριστικό. Οι ίδιοι οι πίνακες σχημάτισαν τα αφηρημένα σώματα των παλαιότερων ιδιοκτητών αυτών των φορεμάτων.
Η λέξη BOHDJA θυμίζει θετικά πράγματα, όπως ο μποξάς προίκας, ο μποξάς του γάμου, καθώς και τα αρνητικά συναισθήματα του να γίνεσαι πρόσφυγας, να βρίσκεσαι στον δρόμο και να προσπαθείς να ξεφύγεις. Προσπαθώντας να αφηγηθώ την ιστορία της καθημερινής ζωής μέσα από τα ρούχα που χρησιμοποιήθηκαν, προσπάθησα να ζωγραφίσω τον Κύπριο άνθρωπο που πέρασε τον πόλεμο και έγινε πρόσφυγας με τις χαρές και τους πόνους του.
Η έκθεση «Bohdja» συνδέεται περισσότερο με τις γυναίκες. Ενώ τονίζω τη θέση της γυναίκας στην καθημερινή ζωή, όπως η προίκα και ο γάμος. Προσπάθησα επίσης να επικεντρώσω την προσοχή στην απώλεια και τον πόνο τους λόγω των πολέμων. Προσπάθησα να πω τα συναισθήματα της ευτυχίας και της δυστυχίας μέσα από την εικόνα της γυναίκας.
Με τη δική μου τεχνική αφαίρεσης, προσπάθησα να ταιριάξω το παραδοσιακό με το σημερινό. Προσπάθησα να περάσω από το παραδοσιακό που ήταν η ουσία μου στο οικουμενικό.»
Μέχρι στιγμής, η έκθεσή της με τίτλο «Bohdja» παρουσιάστηκε στη Λευκωσία και την Κερύνεια. Ελπίζω ότι θα μπορούσε επίσης να πάει στη Λεμεσό, τη Λάρνακα και σε άλλα μέρη, έτσι ώστε οι πίνακές της να συνδέσουν τις κοινότητές μας μέσω της υπέροχης τέχνης της.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.