Σου είπα καις την ψυχή μου, Κύπρος, και δεν σε ένοιαξε καν. Και μάλιστα την καις πολύ. Δεν με νοιάζει ο ήλιος που καίει το δέρμα μου. Καις την ψυχή μου. Στήνεις τα αγάλματα εκείνων που μας έριξαν στη φωτιά. Δίδεις παράσημα στους δολοφόνους. Δεν μπορείς να σταματήσεις να διηγείσαι τις ιστορίες ηρωισμού εκείνων που έχυσαν αίμα. Χειροκροτείς τους λόγους που δεν πρέπει να χειροκροτούνται και σωπαίνεις εκεί που πρέπει να βρίσεις. Όμως, τι ωραίες βρισιές έχεις και στα τουρκικά και στα ελληνικά. Δεν βρίζεις όπως βρίζουν εκείνοι που ήρθαν μετά σε αυτό το νησί. Άμα βρίσεις, βρίζεις στα κυπριακά. Έβρισα και εγώ τις προάλλες μόλις άκουσα μια είδηση. Στα ελληνικά. «Λαμπρόν να σας κάψει». Αυτή δεν θεωρείται βρισιά. Είναι πολύ αθώα. Είναι μια κατάρα. Δεν πιστεύω στις προσευχές και στις κατάρες.
Καις την ψυχή μου, Κύπρος, όμως μην ενθουσιάζεσαι. Δεν πρόκειται να σε αφήσω και να φύγω. Δεν θα πεθάνω πριν πεθάνεις εσύ. Ο δρ Ιχσάν Αλί πέθανε μέσα στη θλίψη. Δεν μπόρεσε να δει το μετά. Ευτυχώς που δεν μπόρεσε να το δει. Θα έσκαζε από τη θλίψη. Είπε το εξής σε έναν φίλο του τέσσερις μήνες μετά από τη στρατιωτική επιχείρηση: «Μαζέψτε τα και φύγετε, γιε μου, δεν υπάρχει επιστροφή πλέον. Ο Μακάριος τα κατάφερε στο τέλος και μοίρασε αυτό το νησί». Το θυμήθηκε και μας το διηγήθηκε αυτό ο αγαπητός μου φίλος Ουμίτ Ινατσί. Όμως, ήταν πολύ αξιοπρόσεχτα για εμένα και τα εξής λόγια που έγραψε ο Ουμίτ: «Πρέπει να είναι καθήκον μας να χαλάσουμε το κέφι των αποσχιστών Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι έκαναν κτήμα τους τη δημοκρατία και είναι στο χέρι τους να μας δώσουν σε κάποιο βαθμό τα δικαιώματά μας στη δημοκρατία, στον βαθμό που θα συναινέσουν». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είπα και εγώ παρόμοια πράγματα με τον Γιώργο Παπανδρέου. Με είχε ρωτήσει κατά τη συνάντησή μας στο ξενοδοχείο Χίλτον στη Λευκωσία: «Τι μπορώ να κάνω για εσάς;». Ήταν λίγο πριν το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν. Του είπα ότι είναι φαντασίωση να αναμένει κάποιος να βγει «ναι» και από τις δύο πλευρές. Ζήτησα δε από αυτόν το εξής: Πείστε τους διαμένοντες στον νότο για την επιστροφή ξανά στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται σε όσα μου καίνε την ψυχή, Κύπρος. Όμως, τι μου καίει την ψυχή πιο πολύ; Να σου το πω να το ξέρεις. Είσαι ρατσίστρια! Πολύ ρατσίστρια. Αν μοιραστήκαμε και γίναμε κομμάτια τόσο πολύ και αν ακόμα τρέχει αίμα από την ψυχή μας και δεν μπορέσαμε να βρούμε τον δρόμο μας, αυτό οφείλεται στο ότι εμβολιάστηκε ρατσισμός στις φλέβες μας. Αυτό έγινε πιο εμφανές αφότου ήρθαν ξένοι πρόσφυγες και μετανάστες ανάμεσά μας. Προστέθηκε και αυτό στον ρατσισμό του ενός μας εναντίον του άλλου. Είσαι μικρή, μικροσκοπική, δεν μπορείς να στεγάσεις όλους τους ταλαιπωρημένους, το καταλαβαίνω βεβαίως. Δεν είναι αυτό που εννοώ. Όμως, μην είσαι τόσο άπονη, Κύπρος. Τις προάλλες δολοφονήθηκε ένας Πακιστανός στο Ξερό. Δεν λέω πέθανε. Δολοφονήθηκε. Καθόταν με έναν φίλο του σε ένα παγκάκι στην ακροθαλασσιά. Ήρθε και τον χτύπησε ένας απρόσεχτος πιωμένος οδηγός που προσπερνούσε τα μπροστινά του αυτοκίνητα και πέταξε στη θάλασσα. Το όνομά του ήταν Ακμπάρ, λέει. Ένας νέος άνθρωπος.
Δεν ξέρω αν καταγόταν από το Ισλαμαμπάτ, το Λαχόρ, το Καράτσι ή το Πεσιαβέρ. Ξεψύχησε. Ποιος τον χτύπησε και τον σκότωσε; Ένας Τούρκος στρατιώτης. Μέλος των ειρηνευτικών δυνάμεων. Τι έκανε η Αστυνομία; Δεν τον συνέλαβε, δεν τον φυλάκισε και δεν τον προσήγαγε στο δικαστήριο. Τον παρέδωσε στον στρατό. Δεν το αποκαλώ δυστύχημα αυτό. Είναι δολοφονία ευθέως! Κανείς δεν είπε τίποτα αναφορικά με αυτό. Δεν έγινε κανένα σχόλιο. Γιατί; Διότι είσαι ρατσίστρια, Κύπρος. Μήπως σε νοιάζει αν πέθανε ένας Πακιστανός; Και πριν χρόνια ένα αυτοκίνητο πάτησε δύο κορίτσια από το Τουρκμενιστάν που βρίσκονταν στην άκρη του δρόμου και τα σκότωσε. Κανείς δεν νοιάστηκε και γι’ αυτά. Ούτε για τη Βιετναμέζα η οποία δολοφονήθηκε.
Υπάρχει παγκοσμιοποίηση. Σωστά. Παγκοσμιοποίηση. Γεννήθηκε στο Πακιστάν και πέθανε στην Κύπρο. Λέω μην έρχεστε εδώ. Μην έρχεστε. Αυτά εδώ δεν είναι ευοίωνα μέρη. Πάλι έρχονται όμως…