Όσο με συγκλόνισε η περιγραφή των αλλεπάλληλων βιασμών της «Ιωάννας» από τους Τούρκους στρατιώτες (βλ. ΠΟΛΙΤΗΣ, 17 Αυγούστου) άλλο τόσο, και περισσότερο ακόμα, με συγκλόνισε η ειδεχθής αντιμετώπιση της φρικτής δοκιμασίας της από την Εκκλησία και την κοινωνία. Ο ιερέας του χωριού της αρνείτο να την κοινωνήσει λες και αμάρτησε που την βίασαν, ενώ η ίδια λέει: «Ήμασταν οι βρόμικες, οι παρακατιανές του χωριού» (αυτή και η φίλη της Μαρία που κι αυτή βιάστηκε). Η δύσμοιρη Ιωάννα ακόμη θυμάται τη μητέρα της να της απαγορεύει να βγει έξω από το σπίτι για να μην προκαλεί τους χωριανούς! Οι δε συμμαθητές/συμμαθήτριές της - επηρεαζόμενοι από μία φονταμενταλιστική και υποανάπτυκτη κοινωνία - την απέφευγαν επιδεικτικά την Ιωάννα ωσάν να ήταν λεπρή.
Αντί να προσφέρουμε ζεστασιά, αγάπη περισσή, στοργή, συμπάθεια, συμπόνοια στην Ιωάννα για να αποφορτίσει, έστω για λίγο, τον πόνο που βιώνει, τη μεταχειριζόμαστε σαν πουτ@να. Μάλιστα! Αρνούμαστε να αποβάλουμε τα συντηρητικά και θρησκευτικά βιώματα του παρελθόντος και παραμένουμε θρησκόληπτοι και υπανάπτυκτοι. Είναι στιγμές σαν κι αυτές που νιώθω ντροπή που είμαι Κύπριος.
Η Ιωάννα στη συνέντευξή της μας διδάσκει τι θα πει αγάπη που οφείλουν να διαβάσουν όλοι, κυρίως οι ιερείς μας. Σταχυολογώ από τη συνέντευξή της: «Μη νομίζετε ότι είμαστε μόνο εμείς. Και οι δικοί μας οι στρατιώτες βίασαν Τουρκάλες. Και εκείνες πονούν όπως εμείς». Παρά τα βασανιστήρια που υπέστησαν στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών, αυτό δεν αλλάζει την αγάπη και τη συμπόνοια που αισθάνεται απέναντι στον απλό τον κόσμο που ζει στις κατεχόμενες περιοχές. Είναι όντως ένα δείγμα χριστιανικής αγάπης που διαπιστώνουμε μετά λύπης ότι είναι ξένο, όχι μόνο προς τους ιερείς μας, αλλά και προς την κυπριακή κοινωνία.