Τα τελευταία εικοσιτετράωρα οι σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών επιδεινώνονται ραγδαία, στον απόηχο της επίσκεψης Τραμπ στην Ευρώπη, όπου πήρε μέρος στη σύνοδο του ΝΑΤΟ και των G7. Οι λεπτομέρειες των όσων λέχθηκαν μεταξύ του και των ευρωπαίων ηγετών, που έρχονται καθημερινά στο φως, δημιουργούν μια εικόνα ανατροπής των διατλαντικών σχέσεων όπως αυτές καθιερώθηκαν με το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μεταξύ άλλων ο Τραμπ εκβιαστικά απαίτησε από τους Ευρωπαίους να αυξήσουν την οικονομική τους συνεισφορά στο ΝΑΤΟ από 1,22% του ΑΕΠ τους, που είναι τώρα, στο 2%. Απείλησε τη Γερμανία με 35% δασμό στα γερμανικά αυτοκίνητα και αδίστακτα είπε ότι προτιμά τις διμερείς συζητήσεις με ευρωπαϊκές χώρες για σύναψη εμπορικών συμφωνιών, παρά να διαπραγματεύεται με τα συλλογικά όργανα της ΕΕ, προκαλώντας την οργίλη αντίδραση του Γιούνκερ.
Βέβαια οι σχέσεις ΕΕ και ΗΠΑ ποτέ δεν ήταν εντελώς ομαλές, ούτε και συμφωνούσαν πλήρως σε όλα τα θέματα πολιτικής και άμυνας. Τη δεκαετία του 1960 οι ανησυχίες των Αμερικανών για το εμπορικό τους έλλειμμα, τη θέση τους δηλαδή στην παγκόσμια οικονομία, και η κατανομή των οικονομικών βαρών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, ήταν κυρίαρχα στις σχέσεις των δύο πλευρών. Κυρίως σε θέματα άμυνας και πυρηνικών όπλων υπήρξαν εποχές μεγάλων εντάσεων, όμως ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η αφοσίωση των ΗΠΑ στην ασφάλεια της Ευρώπης, πράγμα που γίνεται με τον χειρότερο τρόπο τώρα.
Ενδεικτικές είναι οι αντιδράσεις των ευρωπαίων ηγετών. Αμέσως μετά τη σύνοδο των G7 η Άνγκελα Μέρκελ, μιλώντας σε προεκλογική της συγκέντρωση, ανέφερε για πρώτη φορά ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει πραγματικά να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους, γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να στηρίζεται πλήρως στους συμμάχους της. Σημείωσε δε ότι οι καιροί αυτοί έχουν σε έναν βαθμό παρέλθει. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι η ΕΕ μπορεί να έχει φιλικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, ως καλοί γείτονες, ακόμα και με τη Ρωσία. Ο δε Γιούνκερ απείλησε ότι, αν οι ΗΠΑ επιχειρήσουν διμερείς εμπορικές επαφές με κράτη μέλη της ΕΕ, οι Βρυξέλες θα τις απαγορεύσουν. Τα άκρως αρνητικά αυτά δεδομένα επιδεινώθηκαν με τη χθεσινή ανακοίνωση του Τραμπ, ότι οι ΗΠΑ αποχωρούν από τη συμφωνία του Παρισιού του 2015 για την κλιματική αλλαγή.
Τα δεδομένα αυτά φέρνουν επιτακτικά στο προσκήνιο δύο θέματα μεγάλης σημασίας για τη διεθνή πολιτική. Το ένα είναι οι διαχρονικές διαφορές αντιλήψεων και πρακτικών μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ αναφορικά με τον τρόπο άσκησης διεθνούς πολιτικής. Πάντοτε οι ΗΠΑ στηρίζονταν, ως υπερδύναμη, στη στρατιωτική τους ισχύ για την οικοδόμηση σχέσεων με άλλα κράτη. Αντίθετα η Ευρώπη βασίζεται στην οικοδόμηση συνεργασιών, πράγμα που σημαίνει βαθύτερες και διαρκέστερες σχέσεις. Το έθεσε πολύ παραστατικά ο Γιούνκερ μιλώντας στις 16 Φεβρουαρίου στο συνέδριο για την άμυνα στο Μόναχο. «Δεν μου αρέσει», είπε, «το ότι οι Αμερικανοί φίλοι μας περιορίζουν αυτήν την ιδέα της ασφάλειας στα στρατιωτικά» και υποστήριξε ότι θα ήταν πιο λογικό να εξετάσουν μια «σύγχρονη πολιτική σταθερότητας». «Εάν κοιτάξει κανείς τι κάνει η Ευρώπη για την άμυνα», συνέχισε, «συν τη χρηματοδότηση ανάπτυξης, συν την ανθρωπιστική βοήθεια, η σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα φανεί αρκετά διαφορετική. Η σύγχρονη πολιτική δεν μπορεί να αφορά μόνο την αύξηση αμυντικών δαπανών», αναφερόμενος στην απαίτηση Τραμπ για αύξηση της συνεισφοράς των Ευρωπαίων στο ΝΑΤΟ.
Το δεύτερο θέμα είναι η πορεία που θα ακολουθήσει η ΕΕ από εδώ και μπρος, με δεδομένο πια ότι οι ΗΠΑ επί Τραμπ θα είναι εχθρικές, αλλά και υπονομευτικές απέναντί της. Τίθεται, με άλλα λόγια, θέμα ενηλικίωσης της ΕΕ και αποφασιστικής απάντησής της στις προκλήσεις των καιρών. Όπως τα έθεσε πιο πάνω η Γερμανίδα Καγκελάριος (παρ' όλο που αργότερα ο εκπρόσωπός της δήλωσε ότι η ίδια εξακολουθεί να είναι υπέρ της διατλαντικής συνεργασίας), ο μόνος δρόμος για την Ευρώπη είναι να πάρει την τύχη της στα χέρια της. Αυτό στην πράξη σημαίνει να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις που θέτει η Ιστορία ενώπιόν της: Τα προβλήματα που προκύπτουν από τη διεύρυνσή της, τον αποτελεσματικό χειρισμό της οικονομικής κρίσης και την εμβάθυνση της ζώνης του ευρώ με ευρωπαϊκούς μηχανισμούς οικονομικής στήριξης, το μεταναστευτικό, την τρομοκρατία και την εμβάθυνση της συνεργασίας των ευρωπαϊκών υπηρεσιών ασφαλείας (που σήμερα πάσχει σε μεγάλο βαθμό), τις πολιτικές περαιτέρω κοινωνικής συνοχής και πιο ευφάνταστη οικονομική πολιτική, τις συνέπειες του Brexit και την πρόληψη ανάλογου φαινομένου, την πρόκληση των σχέσεων με τη Ρωσία. Ιδιαίτερα, όμως, θα πρέπει να εγκύψει με κάθε σοβαρότητα στις προϋποθέσεις για άσκηση ενιαίας εξωτερικής πολιτικής, πιθανότητα που ποτέ δεν θέλησαν οι ΗΠΑ. Σε αυτήν την αδυναμία στηρίζεται, άλλωστε, η διασπαστική πολιτική του Τραμπ, όταν με αλαζονεία εκδήλωσε την πρόθεσή του για χωριστές επαφές με τα κράτη μέλη.
Αν η ΕΕ θέλει να ενηλικιωθεί, αυτά πρέπει να πράξει, μακριά από φόβους ότι η Γερμανία θα εξελιχθεί σε ηγεμονική δύναμη, με την αποχώρηση της Βρετανίας. Μεγάλη σημασία πρέπει να δοθεί στα προβλήματα των χωρών του Νότου, ώστε οι πολίτες να αισθάνονται την παρουσία της όλο και πιο έντονα στην καθημερινότητά τους. Γιατί η Ευρώπη πρέπει να είναι το μέλλον όλων μας.
george.dionyssiou@primehome.com