Του Αδάμου Ασπρή
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις στην Κύπρο, παρουσιάζουν μια κατακόρυφη πτώση των ποσοστών των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων, σε αντίθεση με μια άνευ προηγουμένου, άνοδο της ακροδεξιάς. Το γεγονός αυτό, θα έπρεπε κανονικά να ηχήσει, όχι απλώς καμπανάκι αλλά σειρήνες κινδύνου στις ηγεσίες των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, τα στελέχη τους αλλά και σε κάθε πολίτη που ασπάζεται τις αρχές της δημοκρατίας.
Αντί αυτού, στην πλειονότητα τους, οι ηγεσίες των δημοκρατικών κομμάτων του τόπου, συμπεριφέρονται ακόμη με όρους προηγούμενων δεκαετιών, δείχνοντας αδυναμία κατανόησης της έκτασης των κινδύνων που μια περαιτέρω ενίσχυση της ακδροδεξιάς, επιφυλάσσει, όχι μόνο για το μέλλον των κομμάτων τους αλλά και για τον ίδιο τον τόπο.
Η αλήθεια, είναι ότι μέρος των ηγεσιών των πολιτικών δυνάμεων που ανήκουν στο δημοκρατικό τόξο, έχουν ήδη εντοπίσει στο «ραντάρ» τους, το μέγεθος του επερχόμενου κινδύνου και αναπροσαρμόζουν τη στρατηγική τους, στέλνοντας πλέον μηνύματα συνεργασιών και ανασύνταξης. Δεν είναι όμως αρκετό.
Η γενική αίσθηση που υπάρχει στους πολίτες, είναι ο θυμός, η απογοήτευση, η απαξίωση και η έλλειψη εμπιστοσύνης. Τα κομματικά στελέχη, παραμένουν συνήθως κλεισμένα στα γραφεία τους, παρακολουθώντας εκ του μακρόθεν τα προβλήματα των πολιτών, επιδιδόμενα αραιά και που, σε βαρύγδουπες τοποθετήσεις στα ΜΜΕ αλλά και στην «εξυπηρέτηση» του στενού κομματικού τους περίγυρου.
Είναι για αυτό το λόγο που κανείς δεν νομιμοποιείται να ζητεί σήμερα εξηγήσεις από την κοινωνία για τη στάση της απέναντι στο πολιτικό σύστημα της Κύπρου. Οι φορές που πολιτικοί πρόδωσαν τους πολίτες, φτάνουν και περισσεύουν για δυο ζωές. Εξ ού και η επιθυμία ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, να τιμωρήσει τα λεγόμενα «παραδοσιακά κόμματα».
Η ιστορία όμως, έχει να επιδείξει πολλά παραδείγματα, με παρόμοιες συμπεριφορές της κοινωνίας, ειδικά στην Ευρώπη, την εποχή του μεσοπολέμου. Οι πολίτες, παρασυρόμενοι από τις εθνικιστικές κορώνες και τον λαϊκισμό, εμπιστεύτηκαν τη μοίρα τους σε φασίστες και ναζιστές. Το τι ακολούθησε, είναι πλέον καταγεγραμμένο στην ιστορία.
Σήμερα, κάποιοι αρέσκονται να προβαίνουν σε καθησυχαστικές τοποθετήσεις, ντύνοντας με προβιά το τέρας του εθνικισμού, διαβεβαιώνοντας ότι πρόκειται για μια «σύγχρονη και εξευμενισμένη μορφή ακροδεξιάς που ήδη συμμετέχει με επιτυχία, σε διάφορες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο».
Η Κύπρος όμως, δεν είναι η οποιαδήποτε χώρα που μπορεί να διαθέτει τα όποια περιθώρια απορρόφησης λαθών. Δυστυχώς, δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια.
Από το 1974 και εντεύθεν, η μικρή Κύπρος αποτελεί μια ημικατεχόμενη χώρα που διεξαγάγει αγώνα επιβίωσης. Ανέκαθεν για τους Κυπρίους, η παραμονή τους σε αυτά τα χώματα ήταν αγώνας επιβίωσης, πότε μέσα από μάχες απαράμιλλού ηρωισμού και πότε μέσα από τακτικές συγκατάνευσης και καρτερικότητας. Γενεές επί γενεών, ο στόχος παρέμενε πάντα ο ίδιος: Να αντέξουμε. Να κρατηθούμε εδώ.
Σε ένα χρόνο περίπου θα έχουμε βουλευτικές εκλογές. Εάν το 2026, οι προβλέψεις των δημοσκοπήσεων επαληθευτούν, τότε η ακροδεξιά θα έχει πλέον αποκτήσει τον απόλυτο ρυθμιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Κύπρου, με ότι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον μας.
Η εκλογική επιβράβευση της ακροδεξιάς, πέραν της οριστικής κανονικοποίησης της, θα οδηγήσει σε μια «νομιμοποιημένη» έξαρση της μισαλλοδοξίας, του εθνικισμού και του λαϊκισμού μέσα στην ίδια την κοινωνία. Ως αποτέλεσμα, αναπόφευκτα, το 2028, κάποιοι υποψήφιοι των Προεδρικών εκλογών, θα αναγκαστούν να γλυκοκοιτάξουν προς την ακροδεξιά, η οποία με το εκλογικό της εκτόπισμα, θα είναι σε θέση να υποσχεθεί νίκη στον δεύτερο γύρο των Προεδρικών εκλογών, έναντι της συμμετοχής της πλέον, στην διακυβέρνηση του τόπου.
Σε μια τέτοια εξέλιξη, ο όποιος νεοεκλεγείς Πρόεδρος, ενδεχομένως να θεωρήσει ότι θα μπορέσει να «κουμαντάρει» την ακροδεξιά. Το ίδιο αφελώς, πίστευαν το 1933 στην Γερμανία και ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ και ο έμπιστος του Φον Πάπεν, στην τελική φάση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν συναινούσαν στη συμμετοχή των Ναζιστών στη διακυβέρνηση της χώρας.
Στην Κύπρο, ούτε που θα το καταλάβουμε σε μια τέτοια περίπτωση, το πώς και πόσο γρήγορα θα βρεθούμε αντιμέτωποι με νέες περιπέτειες και τραγωδίες.
Μια χώρα που είναι υποχρεωμένη από τη μοίρα της να βαδίζει προσεκτικά και με ορθολογισμό για να επιβιώσει, ακροβατώντας πολύ συχνά σε ένα κόσμο γεμάτο προκλήσεις και κινδύνους, στην οικονομία, την εξωτερική πολιτική, την ασφάλεια και τη διαχείριση κρίσεων, θα βρεθεί να πορεύεται και να λαμβάνει αποφάσεις με προχειρότητα, στη βάση του λαϊκισμού, του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας.
Το τίμημα θα είναι βαρύ.
Η ιστορία μας προειδοποιεί. Η κατάρρευση των θεσμών που προστατεύουν τη Δημοκρατία σε συνάρτηση με την απληστία για κατάληψη της εξουσίας και τα προσωπικά συμφέροντα παραγόντων, μπορούν να οδηγήσουν μια χώρα, σε ένα salto mortal στο κενό.
Δεν πρόκειται για εικοτολογική προσέγγιση αλλά για δείγμα ιστορικής επανάληψης. Όχι προφανώς στην απόλυτη αντανάκλαση της, αλλά στην ίδια βασική, εξελικτική της πορεία.
Και όμως, μπορούμε να προλάβουμε τα χειρότερα. Οι ηγεσίες των κομμάτων που ανήκουν στο δημοκρατικό τόξο, οφείλουν να επιδείξουν ισχυρότερα αντανακλαστικά. Οφείλουν να συμπεριφερθούν ως οι «Ενήλικες στο Δωμάτιο» να συνειδητοποιήσουν το διακύβευμα και να βρουν τρόπους συνεννόησης και συνεργασίας. Όχι με ευχολόγια αλλά με πράξεις. Να σταθούν μαζί, ανάχωμα απέναντι στην ακροδεξιά.
Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να γίνουν. Πολύ συγκεκριμένα. Η γραμμή θα αποδειχθεί πολύ λεπτή και όντως υπάρχει κίνδυνος να την περάσουν. Ασφαλώς και δεν θα πρέπει να την περάσουν. Οφείλουν όμως να αναλάβουν πρωτοβουλίες που θα προστατεύσουν τη δημοκρατία και τον τόπο από νέες τραγωδίες και περιπέτειες. Το χρονικό παράθυρο είναι πλέον εξαιρετικά μικρό και κλείνει σε μερικούς μήνες.
Παραφράζοντας αυτό που είχε πει κάποτε ο Όττο Φον Μπίσμαρκ, ότι «Οι μεγάλοι πολιτικοί ακούν πριν από τους άλλους το μακρινό χλιμίντρισμα των αλόγων της ιστορίας» ας ευχηθούμε ότι οι ηγεσίες των δημοκρατικών δυνάμεων στην Κύπρο, όντως μπορούν να το ακούσουν, γιατί διαφορετικά, οι ορδές των αλόγων της ιστορίας, θα περάσουν σε μερικά χρόνια, πάνω από όλους μας.
ΜΑ in Diplomacy
MA of Public Administration