«Είναι γερασμένος ένας άνδρας που κάθεται με τις πιτζάμες να φάει το μεσημέρι», είπε. Αξύριστος και με παντόφλες. Ήταν άτομο που πρόσεχε πολύ τέτοια πράγματα, επειδή δεν ήθελε να γεράσει ποτέ. Δεν είχαν πέσει και πολύ τα μαλλιά του, όμως οι άσπρες τρίχες είχαν πληθύνει. Θα μπορούσαν άνετα να τον αναγνωρίσουν εκείνοι που τον γνώριζαν από τα παλιά ή εκείνοι που δεν τον είχαν δει καθόλου για πολύ μακρύ χρονικό διάστημα. Δηλαδή, δεν ήταν από εκείνους που αλλάζουν τόσο ώστε να μην αναγνωρίζονται. Παρά την περασμένη του ηλικία, αθλείτο καθημερινά και περπατούσε. «Πάντα είναι νέο το πνεύμα μου», έλεγε. Όμως, όλοι οι ηλικιωμένοι έλεγαν το ίδιο πράγμα. Γερνάει το σώμα του ανθρώπου, ενώ το πνεύμα του μένει πάντα νέο. Όταν περνούσε από τη γειτονιά όπου τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο, έκανε και εκείνος ένα σουτ. Δεν παρέλειπε έστω και μια μέρα να κόψει τη γενειάδα του. Ονειρευόταν να ζήσει τουλάχιστον εκατό χρόνια. Μάλιστα, ήταν βέβαιος ότι θα ζούσε τόσο.
Έβγαλε και μου έδειξε μια φωτογραφία του. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μια ομαδική φωτογραφία. Η πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου. «Βρες με να δούμε ανάμεσά τους», είπε. Κοίταξα, κοίταξα. Έναν προς έναν. «Αυτός είσαι;» ρώτησα. «Όχι», είπε. «Αυτός»; «Όχι». Τον γνώριζα από το λύκειο. Όμως, παρά ταύτα δεν μπόρεσα να τον αναγνωρίσω σε εκείνη τη φωτογραφία. Μου εξήγησε: «Κοίτα», είπε, «η στάση μου, η ματιά μου, δεν άλλαξαν καθόλου από τότε». Όταν ήταν μικρό παιδί θεωρούσε πολύ ηλικιωμένους τους ανθρώπους που ήταν σαράντα χρόνων. Έτσι ήταν οι θείοι του. Όμως, δεν θεωρούσε τον εαυτό του ηλικιωμένο αν και πέρασε τα εβδομήντα. Τι είναι τα σαράντα χρόνια; Τώρα τους θεωρούσε πολύ νέους. Κάποιος σε ηλικία σαράντα χρόνων θα μπορούσε να έχει άλλα εξήντα χρόνια να ζήσει. Γι’ αυτόν, όμως, δεν είχε απομείνει μια τέτοια δυνατότητα. Τέλειωναν τα γλυκά που βρίσκονταν στο κουτί. Και μέσα σε αυτό τον χρόνο που στένευε, θα τα έτρωγε αργά πλέον και απολαμβάνοντάς τα πιο πολύ από παλιά. Πρόσφατα άρχισε να αντιλαμβάνεται και να τον νοιάζουν πάρα πολλά πράγματα τα οποία δεν αντιλαμβανόταν και δεν τον ένοιαζαν στα χρόνια της πρώτης νιότης του. Αγαπούσε και παλιά τους αγρούς, όμως τώρα τους αγαπούσε πιο πολύ. Σαν να είχε ανακαλύψει πρόσφατα τη μυρωδιά των λουλουδιών. Είχε αντιληφθεί ότι ακόμα και οι γυναίκες είναι τώρα πιο ωραίες, πιο ελκυστικές από παλιά. Παλιά θεωρούσε τον εαυτό του ήλιο απέναντι στη θάλασσα, ενώ τώρα του φαίνεται πιο γλυκό να κάθεται σιωπηλός στην ακροθαλασσιά και να ατενίζει αφηρημένος τον ορίζοντα. Πρόσφατα είχε αντιληφθεί ότι το να αγαπάς είναι ωραιότερο από το να αγαπιέσαι. Παλιά ήθελε πάντα να αγαπιέται. Πλέον δεν θύμωνε άδικα, δεν οργιζόταν, δεν λάμβανε υπόψη πολλά πράγματα και έβλεπε τα πάντα πιο ανεχτικά. Σάστιζε γιατί δεν καταλάβαινε όταν ήταν νέος πάρα πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνει τώρα. Όμως, ό,τι και να έγινε, ήταν ικανοποιημένος από τη ζωή που είχε ζήσει μέχρι να φτάσει σε αυτή την ηλικία. Είδε και τον μεγαλύτερο πόνο, είχε βιώσει και τις μεγαλύτερες χαρές. Σε όσους τον ρωτούν αν θα ήθελε να ζήσει πάλι την ίδια ζωή αν ξαναρχόταν στον κόσμο, έλεγε χωρίς δισταγμό: «Ναι, πάλι θα ήθελα να ζήσω την ίδια ζωή». Να γεννηθεί στην ίδια χώρα. Να έχει τον ίδιο πατέρα. Να ερωτευτεί το ίδιο κορίτσι. Είχε και πράγματα για τα οποία μετάνιωσε, όμως αυτά δεν άξιζαν να λυπάται πια. Γι’ αυτόν, η ζωή ήταν ένα τρένο που προχωρούσε πάντα μπροστά.
Ναι, του είχε απομείνει λιγότερος χρόνος να ζήσει από εκείνον που έζησε μέχρι τώρα. Το αντιλαμβανόταν αυτό και πλέον ήθελε να ζει την κάθε του μέρα γεμάτη. Τελείωναν τα γλυκά που βρίσκονταν στο κουτί. Και βεβαίως, θα τα έτρωγε απολαμβάνοντάς τα πιο πολύ. Ένιωθε περισσότερο ενθουσιασμό από τον πρώτο ενθουσιασμό που είχε νιώσει όταν φιλούσε τη γυναίκα που αγαπούσε. Σαν να την ανακάλυπτε πρόσφατα.
«Πότε αρχίζει το γήρας;», με ρώτησε. Του απάντησα αμέσως: «Μόλις τελειώσει ο έρωτας»!