Παρακολουθώ τις τελευταίες εβδομάδες την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί σε κάποια σχολεία με τα περιστατικά βίας ανάμεσα σε μαθητές και αισθάνομαι ότι θα ήταν μεγάλο λάθος από πλευράς μου αν δεν έγραφα κάτι γι’ αυτό. Γιατί; Επειδή πριν από μερικά χρόνια ήμουν και εγώ ένα από εκείνα τα παιδιά που άκουγαν, έβλεπαν, δεν μιλούσαν και είδα τι ζημιά μπορεί να κάνει αυτή η σιωπή. Πριν από περίπου μια δεκαετία λοιπόν, ήμουν και εγώ μια από εκείνους τους μαθητές που παρακολουθούσαν αμέτοχοι τους καβγάδες και τα περιστατικά εκφοβισμού, που τις περισσότερες φορές λάμβαναν χώρα στην κεντρική αυλή του σχολείου. Δεν έβγαζα βίντεο, ούτε χειροκροτούσα τους νταήδες, απλά παρακολουθούσα, όπως έκαναν και δεκάδες άλλοι συμμαθητές μου. Γενικότερα αυτό δεν με ενοχλούσε, δεν ήθελα δηλαδή να βγω μπροστά και να σταματήσω τον καβγά ή να είμαι εγώ το καρφί που θα έλεγε στον καθηγητή ή στον οποιοδήποτε από τη διεύθυνση τι είχε γίνει. Ήξερα ότι αν το έκανα, το επόμενο διάλειμμα θα είχα θέμα, επομένως προτιμούσα, από φόβο καθαρά, να μένω στην απέξω. Είχα την ησυχία μου, δεν ενοχλούσα, δεν με ενοχλούσε κανείς και όλα καλά και όλα ωραία. Αυτοί που έκαναν τη φασαρία ήταν μια ομάδα 4-5 ατόμων. Ήταν οι νταήδες του σχολείου. Άντε να είχε ακόμη 15-20 άτομα που τους χειροκροτούσαν, οι υπόλοιποι ήμασταν απλοί παρατηρητές και υποψήφια θύματα σε περίπτωση που μιλούσαμε.
Μια μέρα βρέθηκε στο στόχαστρό τους μια συμμαθήτριά μου, με την οποία κάναμε και παρέα. Εγώ εκείνη την ημέρα έλειπα από το σχολείο, και την επομένη που ρώτησα κανείς δεν ήξερε να μου πει γιατί έδειραν την Κατερίνα. Έμαθα απλά ότι ένας από την ομάδα των πέντε άρπαξε από την κοτσίδα τη φίλη μου και να την έριξε κάτω. Την έσερνε από την κοτσίδα σχεδόν σε όλη την αυλή. Κανείς δεν πήγε να βοηθήσει. Κάποιοι χειροκροτούσαν. Κάποιοι έβγαζαν βίντεο. Κάποιοι άλλοι απλά κοιτούσαν. Όπως έκανα και εγώ τόσον καιρό.
Την επόμενη ημέρα η Κατερίνα δεν ήρθε σχολείο. Κάποιες μέρες αργότερα μάθαμε ότι δεν θα συνεχίσει στο σχολείο μας. Για κάποιους μήνες την επισκεπτόταν καθηγητής για κατ’ οίκον εκπαίδευση, και την επόμενη χρονιά πήγε σε άλλο σχολείο.
Προχθές, γράφοντας την ιστορία με τον 13χρονό μαθητή, τον οποίο ξυλοφόρτωσαν άσχημα συμμαθητές του και θα ολοκληρώσει τη χρονιά με κατ’ οίκον εκπαίδευση, θυμήθηκα την Κατερίνα. Είχαμε καιρό να μιλήσουμε και έτσι αποφάσισα να της στείλω ένα μήνυμα. «Κατερίνα μου, τι κάνεις; Όλα καλά;» της έγραψα. Δύο λεπτά μετά με πήρε τηλέφωνο. Μιλούσαμε για ώρες. Είπαμε τα νέα μας και σε κάποια στιγμή έπεσε στη συζήτηση στα περιστατικά βίας στα σχολεία. Της είπα ότι θέλω να γράψω κάτι γι’ αυτό και της ζήτησα να μου πει ποιο είναι το δικό της μήνυμα. «Να μην τους φοβούνται. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να σου συμπεριφέρεται με τέτοιον εξευτελιστικό τρόπο. Πρέπει, Άντρια μου, να μάθουμε στα παιδιά να μην σιωπούν. Εκείνοι που σιωπούν σήμερα είναι τα επόμενα θύματα των νταήδων», είπε. «Και κάτι τελευταίο. Γράψε σε παρακαλώ ότι ούτε με το να περιθωριοποιούν ή να βάζουν απλά μια αποβολή στους θύτες αλλάζει κάτι. Όσες ημέρες αποβολή και να τους βάλεις, πάλι τα ίδια θα κάνουν. Και να σταματήσουν το σχολείο, θα συνεχίσουν να κάνουν τα ίδια εκτός του σχολείου, και εκεί τα πράγματα θα είναι χειρότερα».
Για την Κατερίνα. λοιπόν. και για όλα εκείνα τα παιδιά που κλαίνε κάθε βράδυ στο μαξιλάρι τους, σκεπτόμενα ότι αύριο θα πάνε σχολείο και θα ξαναβρεθούν μπροστά στους νταήδες, οφείλουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι να σταματήσουμε να είμαστε αμέτοχοι θεατές.