Της Sevgul Uludag
«Πολλοί άνθρωποι ήξεραν τους φίλους μου και τους κατονόμαζαν όταν τους έβλεπαν στις φωτογραφίες, έτσι ήρθα σε επαφή με συγγενείς του Γιάννου Βλάχου και μου είπαν ότι ανευρέθηκε σε έναν μαζικό τάφο και τα οστά του θάφτηκαν στη Λάρνακα… Ήταν συνταρακτικό»
Η επιστολή
«Hedemora, Σουηδία 2011-10-04
Προς Angelique Chrisafis,
Εφημερίδα The Guardian (Παρίσι),
Πρόσφατα διάβασα όλα σας τα άρθρα στην εφημερίδα ‘The Guardian’ που αφηγούνται τη θλιβερή ιστορία του σπουδαίου κάτοικου της Κώμης Κεπήρ Γιάννου Βλάχου. Είναι πολύ συγκινητική. Είμαι ένας 66χρονος Σουηδός και όταν ήμουν 19 ετών πήγα στην Κύπρο ως στρατιώτης των Ηνωμένων Εθνών, ήμουν οδηγός. Λίγο μετά την άφιξή μου εκεί τοποθετήθηκα στην Κώμη Κεπήρ για να μεταφέρω τον Σουηδό διαπραγματευτή, λοχία Osten Andersson στις περιπολίες και να πηγαίνω στο στρατόπεδο στην Αμμόχωστο για να μεταφέρω φαγητό στο μικρό μας στρατόπεδο στην Κώμη Κεπήρ. Τα βράδια ήμασταν πεντέξι στρατιώτες που πηγαίναμε στο καφενείο του χωριού για να πιούμε, να φάμε και να απολαύσουμε τον δικό μας ελεύθερο χρόνο.
Η γνωριμία
Εκεί γνώρισα τον Γιάννο Βλάχου. Γίναμε οι καλύτεροι φίλοι. Ήταν πάντοτε τόσο χαρούμενος, γεμάτος ζωή και παρόλο που δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε την ίδια γλώσσα, επικοινωνούσαμε με ζωντάνια. Ένας άλλος καλός φίλος μου από εκείνη την εποχή ήταν ο Νίκος Κουλέρμου, μιλούσε λίγα αγγλικά και ήταν πολύ πρόθυμος να μου μάθει πολλές ελληνικές λέξεις. Έχω ακόμα ένα σημειωματάριο με όλες αυτές τις λέξεις γραμμένες, τις ελληνικές λέξεις, αλλά με τον δικό μου φωνητικό τρόπο.
Για περίπου τρεις-τέσσερις μήνες βρισκόμασταν συχνά και γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον πατέρα μου – παρ’ όλα αυτά περνούσαμε τόσο καλά μαζί και ένιωθα άνετα, πέρασα υπέροχα εκεί στην Κώμη Κεπήρ. Ίσως ένιωθα ότι η φιλία μας ήταν σαν αυτήν ανάμεσα στον πατέρα και τον γιο. Νιώθω ακόμα ζεστασιά όταν θυμούμαι τα μάτια του γεμάτα ζωή και τη ζωντάνια του, τα χειροκροτήματά του όταν εμείς οι νεαροί στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών, ‘ενισχυμένοι’ με κυπριακό κονιάκ, έπρεπε να αυτοσχεδιάσουμε τα τελευταία δημοφιλή τραγούδια που είχαμε στο μυαλό μας. Μπορώ να θυμηθώ μια υπέροχη βραδιά σε αυτό το καφενείο όταν τραγούδησα πολύ αργά τη νύκτα το κλασικό δημοφιλές τραγούδι του Gene Vincent ‘Be bop a lula’, με την απόλυτη και πλήρη υποστήριξη του ακροατηρίου. Ο Γιάννος ήταν ένας από τους πιο πρόθυμους υποστηρικτές μου.
Ήταν μια θλιβερή μέρα όταν έφυγα για τη Σουηδία μετά από έξι μήνες σε αυτό το όμορφο νησί. Ποτέ δεν θα ξεχάσω όταν ο Γιάννος ήρθε κοντά μου, με αγκάλιασε και μου έδωσε μια φωτογραφία του. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας είχε βάλει την κόρη του να γράψει: ‘Στον καλύτερό μου φίλο Erik, από τον John Vlachos’. (Νομίζω έγραψε ‘John’ ως μετάφραση στα αγγλικά του πραγματικού του ονόματος). Είχε επίσης και μια δική μου φωτογραφία.
Έχω ακόμα τη φωτογραφία αυτή, και για πολύ, πολύ καιρό τον σκεφτόμουν τόσο πολύ και είχα οδυνηρές σκέψεις για το τι του συνέβη τη δεκαετία του ’70. Όταν συνδέθηκα με το διαδίκτυο το 1997, άρχισα να ψάχνω για άτομα με το όνομά του. Είχα κάποιες επαφές με ανθρώπους στις ΗΠΑ, την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά κανένας δεν μπορούσε να μου δώσει πληροφορίες για τον κύριο Βλάχου και τι συνέβη στην Κώμη Κεπήρ μετά την τουρκική εισβολή. Στη διάρκεια των επόμενων χρόνων έψαξα περαιτέρω και στις αρχές του 2000 είδα την ιστοσελίδα με τους ‘αγνοούμενους Κύπριους’.

Η φωτογραφία
Τα χέρια μου έτρεμαν όταν συνέκρινα τη φωτογραφία που μου είχε δώσει το 1965 με τη φωτογραφία στην οθόνη, πιθανώς από πεντέξι χρόνια αργότερα. Ήταν αυτός. Με επηρέασε πολύ. ‘Θεάθηκε για τελευταία φορά στην περιοχή του Κάστρου Καντάρας’… Οδήγησα το φορτηγό Bedford και το τζιπ Land Rover πολλές φορές σε εκείνο τον άθλιο δρόμο προς το κάστρο. Μπορούσα να φανταστώ την περιοχή και τον είδα με τα μάτια της ψυχής μου να κρύβεται στο δάσος.
Πριν από μερικά χρόνια, στο facebook, πρόσεξα μια ομάδα με τίτλο ‘Κώμη Κεπήρ’ που είχε πολλές φωτογραφίες από το χωριό. Ήταν σαν να πήγαινα πίσω στον πρώτο μου καιρό στην περίοδο των Ηνωμένων Εθνών. Άρχισα να ρωτώ για ανθρώπους που ήξερα από τον καιρό της θητείας μου στο χωριό, είχα επίσης μερικές φωτογραφίες που ανάρτησα στην ομάδα και μετά από μερικούς μήνες πολλά πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν!
Πολλοί άνθρωποι ήξεραν τους φίλους μου και τους κατονόμαζαν κάτω από τις φωτογραφίες, έτσι ήρθα σε επαφή με συγγενείς του Γιάννου Βλάχου και μου είπαν ότι ανευρέθηκε σε έναν μαζικό τάφο και τα οστά του θάφτηκαν στη Λάρνακα… Ήταν συνταρακτικό… Ίσως ανάμεσα σε αυτούς να είναι και κάποιοι άνθρωποι που γνωρίζετε (αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι και εσείς γεννηθήκατε σε εκείνο το χωριό και αναγνωρίζετε πολλά άτομα εκεί;!): Άντυς Κουλέρμος, Χριστίνα Παύλου Σολωμή Πατσιά, Ελένη Κωνσταντίνου, Αλέξης Αλεξάνδρου, Λούης Λοΐζου και Jean Λοΐζου.
Και χθες βράδυ, λοιπόν, ήταν αργά αλλά δεν μπορούσα να αφήσω τον υπολογιστή χωρίς να ψάξω άλλο για αυτό το θέμα… Και τότε βρήκα τα άρθρα σου! Η περιγραφή σου για τον κύριο Βλάχου μου προκάλεσε έντονα συναισθήματα και αναδρομές στο 1965. Τον θυμούμαι ακριβώς έτσι, έναν άνθρωπο με αξιοπρέπεια, χιούμορ, με ιδιαίτερη ένταση στα μάτια του, αυτοπεποίθηση, ανοιχτόμυαλο και με μια μεγάλη ζεστασιά σε κάθε επαφή που είχαμε όταν ήμουν στην Κώμη Κεπήρ… Για μια ακόμα φορά εμφανίστηκαν οι καλές μου αναμνήσεις από τα μέσα της δεκαετίας του ’60… Ευχαριστώ για αυτήν την εξαιρετική γραφή!
Ζητώ συγγνώμη αν σας απασχόλησα πολύ με την ιστορία μου. Τα αγγλικά μου είναι ελάχιστα, αλλά ελπίζω να μπορείτε να καταλάβετε τα μεγάλα συναισθήματα που είχα στη διάρκεια της αναζήτησης για να βρω πληροφορίες για τον καλό μου φίλο Γιάννο Βλάχου. Τώρα έχω ακόμα μόνο ένα πράγμα να κάνω. Όταν θα είναι δυνατόν, θα επιστρέψω στην Κύπρο (δεν πήγα ποτέ ξανά από το 1965) και θα επισκεφτώ τον τάφο του κυρίου Βλάχου στη Λάρνακα και επίσης ελπίζω να συναντήσω κάποιους από τους καινούργιους μου φίλους από το facebook.
Στα νιάτα μου, όταν ήμουν είκοσι τριών με είκοσι έξι ετών, εργάστηκα επίσης ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα στη Σουηδία. Ήταν μια μικρή εφημερίδα αλλά μου άρεσε η δουλειά μου. Εντυπωσιάστηκα πολύ από τα άρθρα σας. Μπορώ να φανταστώ ότι εργάζεστε στο Παρίσι για την εφημερίδα ‘The Guardian’. Αγαπώ τη Γαλλία όπως επίσης και την Κύπρο… Η σύζυγός μου και εγώ μόλις επιστρέψαμε από ένα ταξίδι εργασίας και αναψυχής στη νότια Γαλλία. Ενοικιάσαμε ένα σπίτι στην παραλία στην Argeles-sur-Mer και περάσαμε υπέροχα εκεί. Ήταν η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που επισκεφτήκαμε αυτή την όμορφη ‘γωνιά της Γαλλίας’…
Χαιρετισμούς από τον Erik (Σουηδία)
Erik O. Sjodin
Mallbyvagen 65
SE-872 36 Kramfors
Sweden»
Ο ηγέτης της ομάδας είχε τον προφανή ηγετικό ρόλο. «Όταν φτάσουμε κάτω στο λιμάνι πρέπει να είσαστε προετοιμασμένοι», φώναξε. «Θα πρέπει να αναμένουμε οτιδήποτε! Βάλτε τους γεμιστήρες με τις φονικές σφαίρες στα αυτόματά σας όπλα!»
Ένα μικρό περιστατικό στο λιμάνι του Μπογαζιού
Ο Erik ποτέ δεν ξέχασε την Κύπρο ή τον Γιάννο Βλάχου. Μετά από χρόνια τον συνάντησα στην ομάδα της Κώμη Κεπήρ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και του ζήτησα να γράψει μερικές από τις αναμνήσεις του και μου έστειλε μερικά άρθρα που είχε γράψει στη Σουηδία, μεταφράζοντάς τα στα αγγλικά έτσι ώστε να τα καταλαβαίνω. Ένα από τα άρθρα που μου έστειλε, το οποίο έγραψε και μετέφρασε στα αγγλικά, έχει τίτλο «Ένα μικρό περιστατικό στο λιμάνι του Μπογαζιού» και σας το παραθέτω:
«Στο στρατόπεδο Bear Camp στην Κώμη Κεπήρ ένα από τα καθήκοντά μας ήταν να παρακολουθούμε για στρατεύματα ξηράς που ενδεχομένως να έρχονταν από τη θάλασσα στο λιμάνι Μπογαζιού. Είχαμε μεγάλες διόπτρες πάνω σε βάθρο με στόχο το λιμάνι Μπογαζιού μέρα και νύκτα. Κάθε ώρα έπρεπε να κοιτάζουμε μέσα από τις διόπτρες και να ερευνούμε για πλοία που εισέρχονταν στο λιμάνι. Μετά από περισσότερες από εκατό επιθεωρήσεις ρουτίνας στο λιμάνι, που τα πράγματα ήταν ήρεμα, κάποτε συνέβαινε και οι διόπτρες στρέφονταν κατά το ήμισυ για να παρατηρείται η κοντινή φύση. Τίποτε δεν φαινόταν να συνέβαινε από όσα περιμέναμε να συμβούν.
‘Έι, εκεί!.. Συλλογή στο τζιπ μας… Πιο γρήγορα, βιαστείτε… Γεμιστήρες στα όπλα!’. Ο μεγαλόσωμος άντρας που μασούσε τσίχλα, στρατιώτης από το κέντρο της Σουηδίας, ήταν ενθουσιασμένος. Ήταν ο προσωρινός προϊστάμενος, το ‘μεγάλο μας αφεντικό’ όταν ο λοχίας μας ήταν μακριά ή σε άλλη αποστολή. Είχε αποφασιστεί να ηγηθεί της ομάδας μας σε περίπτωση έντασης. Και τώρα, κάτι συνέβαινε στο λιμάνι του Μπογαζιού. Το ‘μεγάλο αφεντικό’ φώναζε και έτρεχε προς το τζιπ Land-Rover μας, ένα παλιό τζιπ χωρίς κάλυμμα αλλά με καθίσματα για έξι άτομα πίσω από τα μπροστινά καθίσματα. Όταν το μεγάλο αφεντικό έτρεξε στο τζιπ, το αυτόματό του όπλο κρεμόταν από τον δεξί του ώμο. Έμοιαζε με τους Αμερικανούς ήρωες πολέμου από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όπως περιγράφονται σε εκείνες τις φτηνές εκδόσεις βιβλίων τσέπης που αγοράζεις σε μπακάλικα. Το είδος βιβλίου που διάβαζε συνεχώς κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί.
Αμερικανικός τρόπος
Αυτός ο σκληρός αμερικανικός τρόπος ήταν το σήμα κατατεθέν του. Τον είχα ήδη ακούσει να εκφράζεται αλαζονικά για τους ήρωες πολέμου στα μπαρ της Αμμοχώστου. Προφανώς ήταν πολύ χαρούμενος με την επικείμενη κατάσταση και καθώς πηδούσαμε γρήγορα στα καθίσματα του τζιπ, περιέγραφε την κατάσταση. «Ένα πλοίο έφτασε στο λιμάνι του Μπογαζιού και ξεκίνησαν να κατεβάζουν στρατεύματα. Ακόμα δεν ξέρουμε πόσους, αλλά υπάρχει επικείμενος κίνδυνος να αρχίσει η ενίσχυση ομάδων πριν από απόπειρα πραξικοπήματος!’. Αυτή ήταν κατ’ ακρίβεια μια από τις αποστολές μας ως δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, να αναφέρουμε τελικά οποιεσδήποτε αλλαγές στους αριθμούς των στρατευμάτων. Αρχικά αναφορά και τελικά, μετά τις αποφάσεις, δράση. Μέσα στον ενθουσιασμό του ο προσωρινός μας προϊστάμενος είχε ξεχάσει εντελώς το τελευταίο μέρος των κανόνων συμπεριφοράς μας – τώρα ήταν μόνο ώρα για δράση! Πολλοί στρατιώτες μιλούσαν για τον κίνδυνο ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να στείλουν στρατεύματα από την ηπειρωτική Ελλάδα για προετοιμασία στρατιωτικής κατάληψης του νησιού.
Ήμασταν όλοι εξοικειωμένοι με τις πληροφορίες που ακούγαμε κατά καιρούς για το κίνημα της ΕΟΚΑ, τον αγώνα τους για Ένωση – το νησί Κύπρος να ενωθεί με την Ελλάδα. Στην ιστορία της ΕΟΚΑ περιγράφεται πολλή τρομοκρατία, όχι λιγότερη από αυτήν ενάντια στους πρώην αποικιοκράτες του νησιού – τους Άγγλους. Κάποιοι από τους Έλληνες στην Κύπρο ήταν, ωστόσο, στις επιλογές για επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ και οι μαχητές θεωρούνταν περίπου ήρωες. Η αστάθεια της πολιτικής κατάστασης στην Κύπρο δεν απέκλειε το σενάριο ότι οι Τούρκοι θα μπορούσαν να αναλάβουν τη διοίκηση του νησιού. Η απόσταση μεταξύ της ηπειρωτικής Τουρκίας και του βόρειου μέρους της Κύπρου δεν υπερβαίνει τα εξήντα χιλιόμετρα και η αεροπορία χρειάζεται μόνο μερικά λεπτά για να φτάσει στο νησί. Σε καθαρό καιρό είναι δυνατό να δεις, χωρίς διόπτρες, τις τουρκικές ακτές από τις βόρειες παραλίες της Κύπρου.
Στη διάρκεια των πολεμικών αναταραχών στη δυτική Κύπρο στις αρχές του Αυγούστου 1964, σουηδικά στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών βρίσκονταν ανάμεσα στις ελληνικές δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς που επιτίθεντο –δυνάμεις εδάφους– και τους Τουρκοκύπριους που προσπαθούσαν να προστατεύσουν το χωριό Κόκκινα. Βαριές τουρκικές δυνάμεις αεροπορίας επιτέθηκαν στα χερσαία στρατεύματα των Ελληνοκυπρίων. Οι Τούρκοι επέδειξαν τη δύναμη του στρατού τους και τα σουηδικά στρατεύματα των Ηνωμένων Εθνών βοήθησαν να σταματήσουν οι επιθέσεις και να επιτευχθεί ανακωχή. Ένα μεγάλο καθήκον για τις σουηδικές ομάδες μάχης στην εμπόλεμη ζώνη ήταν να εκκενώσουν την περιοχή της μάχης από τις γυναίκες και τα παιδιά. Αυτή η επίθεση από τον ουρανό, όταν βομβαρδίστηκαν τα Κόκκινα από την τουρκική αεροπορία, ήταν ξεκάθαρη στο μυαλό του προϊσταμένου μας…
Ο ηγέτης της ομάδας
Η απόσταση από το στρατόπεδό μας μέχρι το Μπογάζι δεν ξεπερνούσε τα πεντέξι χιλιόμετρα. Το ‘μεγάλο αφεντικό’, ο ηγέτης της ομάδας μας, μιλά ασταμάτητα και με υπερηφάνεια και οδηγεί τόσο απρόσεκτα με ταχύτητα στους δρόμους που είναι γεμάτοι στροφές, που είμαστε αναγκασμένοι να κρατούμε με όλη μας της δύναμη στον σκελετό της κουκούλας του τζιπ. Παρ’ όλα αυτά, ριχνόμαστε μπροστά και πίσω καθώς στρίβουμε τις στροφές του δρόμου. Μπορούμε να φανταστούμε ότι το ‘μεγάλο αφεντικό’ είναι ενθουσιασμένο με τον νέο του ρόλο. Η αποστολή αρχικά, να αναφέρουμε περιστατικά και μετά που θα δοθούν εντολές να δράσουμε, δεν ήταν στο μυαλό του αυτή τη στιγμή… Τώρα δρούσε και ήταν το αφεντικό!
Ο ηγέτης της ομάδας είχε τον προφανή ηγετικό ρόλο. ‘Όταν φτάσουμε κάτω στο λιμάνι πρέπει να είσαστε προετοιμασμένοι», φώναξε. ‘Πρέπει να αναμένουμε οτιδήποτε! Βάλτε τους γεμιστήρες με τις φονικές σφαίρες στα αυτόματά σας όπλα!’. Η νευρικότητα κλιμακώνεται όταν φτάνουμε στο λιμάνι. Το ‘μεγάλο αφεντικό’, τώρα προετοιμασμένο για μάχη, φρενάρει απότομα και σχεδόν χάνουμε την ισορροπία μας μπροστά από τις κατοικίες της Εθνικής Φρουράς στο Μπογάζι. Δύο Έλληνες αξιωματικοί είχαν δει το τζιπ μας να κατεβαίνει με μεγάλη ταχύτητα και να σταματά μπροστά από το κτήριο. Όταν στάθμευσε το τζιπ, το μεγάλο αφεντικό πηδάει από το κάθισμά του με το περίστροφο στο χέρι του και ένα τσιγάρο στο στόμα του που κουνιέται καθώς μιλά. Μοιάζει με έναν από τους ρομαντικούς τυποποιημένους ήρωες από φτηνά πολεμικά περιοδικά…
Είμαστε τρεις στρατιώτες που ακόμα καθόμαστε στο ανοιχτό τζιπ, περίπου είκοσι μέτρα από τους Έλληνες αξιωματικούς που συνεννοούνται με το ‘μεγάλο αφεντικό’ μας και τον οδηγό. Εμείς που καθόμαστε στο τζιπ είμαστε όλοι περίπου 20 χρονών, σχεδόν για πρώτη φορά έξω από τα σύνορα της Σουηδίας, αλλά ήδη τώρα περιλαμβανόμαστε στο πολιτικό παιγνίδι εξουσίας του οποίου έχουμε την εντολή να παρακολουθούμε την εξέλιξη.
Ο απτός φόβος
Ο φόβος μας καταλαμβάνει σε αυτή την κατάσταση, ένας δυσάρεστος απτός φόβος. Ο ηγέτης της ομάδας μας μιλάει στους Έλληνες αξιωματικούς στα αγγλικά και όταν οι φωνές μεταξύ τους γίνονται δυνατές, απασφαλίζουμε τα αυτόματά μας όπλα και κρατούμε το δάκτυλο στη σκανδάλη, έτοιμοι να αφήσουμε τις σφαίρες να σφυροβολήσουν αν χρειαστεί.
Οι δύο Έλληνες αξιωματικοί που είναι υπεύθυνοι για τις ελληνικές θέσεις είναι τώρα μερικά μέτρα μακριά από τον ηγέτη της ομάδας μας και είναι ξεκάθαρο ότι η σκληρή στάση του οδηγού μας τους προκαλεί. Μετά από σύντομη διαμάχη, ένας από αυτούς φωνάζει: ‘ΟΚ, έτσι είναι που θέλετε να πολεμήσετε…’ και γυρίζει από την άλλη πλευρά και κατευθύνεται προς τη στρατιωτική βάση. Στη διάρκεια της ανταλλαγής λεκτικών διαξιφισμών, αρκετοί Έλληνες στρατιώτες μαζεύτηκαν έξω από την πύλη και παρακολουθούσαν τι συνέβαινε στον δρόμο. Η σοβαρότητα του λόγου του αξιωματικού δεν ήταν παρά μια δοκιμασία και πρόκληση, αλλά ήταν ακριβώς η ατμόσφαιρα που επικράτησε που βιώσαμε τόσο έντονα.
Ο οδηγός μας τώρα βρίσκει τον εαυτό του να επιστρέφει στο τζιπ, να ψάχνει για τον ασύρματο επικοινωνίας που βρίσκεται εκεί και να καλεί το προσωπικό στην Αμμόχωστο. Καταφέρνει να έρθει σε επαφή με έναν υπεύθυνο Σουηδό αξιωματικό των Ηνωμένων Εθνών και μετά από περιγραφή της κατάστασης παίρνει τη διαταγή να ηρεμήσει με την υπόσχεση ενίσχυσης από το προσωπικό της Αμμοχώστου.
Επίσης δεν υπάρχει περαιτέρω ενίσχυση από τους Έλληνες, έτσι η κατάσταση ηρεμεί. Μετά την άφιξη των ενισχύσεων, που φτάνουν με ένα αυτοκίνητο Ferret, συμπεριλαμβανομένου και διαπραγματευτή από το προσωπικό, μπορούμε να επιστρέψουμε μετά από λίγο στο στρατόπεδο Bear Camp.
Εκ των υστέρων, αναλογίστηκα το περιστατικό δύο φορές. Πόσο εύκολα θα μπορούσε να ριχτούν πυροβολισμοί σε εκείνη την κατάσταση… Στρατιώτες που μόλις άφησαν την εφηβεία πίσω τους, μια αγχωτική κατάσταση, φονικές σφαίρες στους γεμιστήρες, το δάκτυλο στη σκανδάλη, ναι, δεν είναι ακατανόητο το πώς απειλητικές καταστάσεις κλιμακώνονται και προκύπτουν».