14 Αυγούστου, πάλε σήμερα, ο Πάτερ Ιωάννης, χτύπησε πένθιμα την καμπάνα για 45η φορά. 45 εν τζαι τα χρόνια στον συνοικισμό. Αφού για τρια χρόνια σχεδόν εγυρίζαν φίλους, συγγενείς τζαι ξένους, τελικά εδώσαν τους το σπίτι στον συνοικισμό.
Τζαι ο Πάτερ Ιωάννης, τόσα εν τα χρόνια που μακαρίζει τους πεθαμένους, τζαι τους αγνοούμενους μας. Τον γιο της μακαρίτισσας της Αντριανούς, τον άντρα της κας Ελλούς τζαι της Μαρούλλας, αλλά τζαι τον παππού μου τον Απόστολο, τον παππού μου τον Χρυσό, τον θείο μου τον Αντωνάκη… Τον Αντωνάκη μας, εθάψαν με έσιει λλία χρόνια… Στρατιώτης, μωρό… Εχάθηκεν στη Τζερύνεια, ήβραν κάτι κόκκαλα τζαι είπαν μας εν δικά τους. «Ανάθεμα τζαι αν ξέρουν τζαι τζούτοι», ελάλεν η θεία μου, τζαι εθώρεν την κασσιούα που τα εβάλαν μέσα.
Κάθε χρόνο δαμέ στο συνοικισμό να ακούεις τα ίδια τζαι τα ίδια… της μιας ο πατέρας επήεν να ξυμαντρίσει τζαι δεν ήρτε πίσω, εστράφηκεν το κοπάδι του… Της άλλης, ο γιος, στρατιώτης 18 χρονών… Ο τάδε ήταν στη τάδε μάχη, ο άλλος ήταν στον καφενέ τζαι επιάσαν τον… Ο ένας κλαίει για το Βαρώσι, άλλος για την Ασσια τζαι την Τύμπου, άλλος για την Μόρφου. 48 χρόνια προσφυγιάς… Τζαι που τούτα τα 48, τα 25 μεινίσκω τζαι εγω δαμέ.
Στην γειτονιά μας, επεθάναν πολλοί… ο Ολυμπιακός που έκαμεν σάντουιτς, η Μαρούλλα, η Αντριανού που ένα γιο τον είσιεν τζαι τζαι δεν έμαθε ποτέ τη τύχη του… Η Αναστού, η Φροσού τζαι πρόσφατα η θεία μου η Φωτεινή.
Τζαι κάθε που ξεψυχά κανένας γείτονας, ακούω τζαι την Μάνα μου να νεκαλιέται τζαι να λαλεί ξανά την ιστορία για τον πατέρα της… Τζαι ο δικός μου ο πατέρας, να εν που τες λλίες φορές που σιύφκει τη τζιεφαλί του τζαι εν λαλεί τίποτε. 80 χρονών ο πατέρας μου… Άλλης γεννιάς. Με τα σιέρκα του έχτισε το σπίτι στην Τύμπου… Έχασε τζαι τον φίλο του τον καρδιακό τον Παπαθανάση τότε στη δεύτερη εισβολή. Καμιά φορά, στο τραπέζι που μιλούμε, λαλεί μου τις ιστορίες που τότε, για τις παραλίες του Βαρωσιού που επηένναν, για το παναΰριν στην Άσσια μας, για τη δουλειά στον μύλο του παππού του Κομωδρόμου… Ούτε τζαι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές άκουσα τις ιστορίες τούτες. Τζαι κάθε 14ης Αυγούστου, τζιαμέ στο προαύλιο της εκκλησίας να σκέφτομαι το ίδιο τζαι εγώ μαζί τους…
«Άραγε θα μας αξιώσει ο Πλάστης μου να σταφούμε σπίτι μας;, να πάω στην παραλία της Γλώσσας, στο Φάληρον εις το Βαρώσι, στον μύλο του παππού μου του Παναή ή στο παναύριν του Αή Σπυριδώνου;»
Τζαι τζείνη την ώρα πάλε ακούω την Μάνα μου να μετρά τα χρόνια δυνατά… «Αλλ’ ένας χρόνος στη ράσιη μας» εννά πει… τζαι πιάνει τον πατέρα μου τζαι φέφκουν… Τζαι πάλε η ίδια κουβέντα... «Ανάθεμα τζαι εφέραν σας στο τόπο μας...»