Όταν κάθισα στο γραφείο για να γράψω ακόμα ένα άρθρο γραμμένο στο νερό, σε μια κοινωνία που έμαθε πολύ αργά αυτά που έπρεπε να ξέρει, δεν άντλησε καθόλου διδάγματα από αυτά που έμαθε και δεν είδε ποτέ στη ζωή της το πρόσωπο της δημοκρατίας, είδα μπροστά μου το ρεμπέτικο τραγούδι της Μαρίκας. Από την κηδεία της Μαρίκας, που δεν θα ξεχάσω ποτέ:
«Καίγομαι, καίγομαι
Ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά
Πνίγομαι, πνίγομαι
Πέτα με σε θάλασσα βαθιά».
Όποτε τελειώσω ένα μυθιστόρημα που με επηρεάζει, όποτε παρακολουθήσω μιαν ταινία που με συγκινεί πολύ και δυναμώνει τον ξεσηκωμό μου κατά της αδικίας, πάντα καταλήγω στο ίδιο σημείο. Στην ίδια στάση. Στον ίδιο σταθμό. Σαστίζω με τη ζωή που συνεχίζεται σαν να μην γράφτηκαν και να μην λέχθηκαν αυτά. Αντηχεί στα αφτιά μου η φωνή του διαβόλου που λέει ότι δεν άλλαξε και δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτα. Όποτε περάσω από την Πύλη Πάφου το βράδυ, πάντα θυμάμαι αυτά που μου διηγήθηκε ο δάσκαλος Αρίφ. Σε έναν μακρινό νυκτερινό περίπατο που κάναμε μερικά χρόνια πριν πεθάνει, μου είχε πει δείχνοντας το κτήριο της Πυροσβεστικής καθώς περνούσαμε απ’ εκεί: «Κοίτα, εργάστηκα και εδώ». Ύστερα, μου διηγήθηκε μιαν ανάμνησή του. Ήταν, λέει, η επόμενη μέρα της δολοφονίας του Αυξεντίου στα βουνά του Μαχαιρά. Συναντήθηκε με έναν Άγγλο αξιωματικό στην πόρτα της Πυροσβεστικής. Ο αξιωματικός ήταν πολύ κεφάτος. «Ο Αυξεντίου good κεμπάπ», του είπε. Κουράστηκα να γυρίζω συνεχώς στις σελίδες της ανεπίσημης άγραφης ιστορίας. Να ψάχνω δολοφόνους μια ζωή. Να προσπαθώ να μάθω μυστικά που δεν μπόρεσα να λύσω από το στόμα των ανθρώπων της παλιάς υπόγειας οργάνωσης, που πιστεύω ότι βρίσκονται στα τελευταία σκαλοπάτια της ζωής τους πια. Να ρωτώ ποιος πρόδωσε τον Αυξεντίου, ποιος σκότωσε τον Φαζίλ. Κουράστηκα. Ξέρω, οι παλιές γενιές τούτης της χώρας είναι σαν ένα καράβι που μεταφέρει ένα βαρύ φορτίο. Φορτώθηκαν βάρος που δεν μπορούν να σηκώσουν. Τα έθαψαν όλα στην καρδιά τους. Η καρδιά όλων είναι σαν τεράστιο νεκροταφείο. Τι ωφελεί και αν πλησίασαν την ηλικία των εκατό χρόνων. Θα φύγουν με μεγάλη θλίψη και στεναχώρια. Προτού μπορέσουν να δουν τη μέρα που νοσταλγούν πιο πολύ.
Όποτε ανέβω στα βουνά. Όποτε καθίσω κάτω από ένα πευκόδεντρο. Όποτε κοιτάξω τη θάλασσα. Όποτε ακούσω τον ήχο της σιωπής. Πάντα, βλέπω το ίδιο όνειρο. Ξύλινα μακριά τραπέζια που στήθηκαν από τη μια άκρη της Μεσαριάς μέχρι την άλλη. Όλοι μαζί τρώμε, πίνουμε, τραγουδούμε και χορεύουμε. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Μπουζούκι και μπαγλαμάς. Ξαφνικά, εμφανίζεται μπροστά μου μια επιγραφή πάνω στα βουνά: «Απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή»! Το μυθιστόρημα «χρόνια εισβολής και κατοχής» θα γραφτεί μετά που θα τελειώσει η εισβολή και η κατοχή; Όποτε έρθει η 20η Ιουλίου. Όποτε παρελάσουν τα τανκ. Όποτε πετάξουν πολεμικά τζετ πάνω από το κεφάλι μας κατά τις τελετές. Θυμάμαι τον νεκρό που στριμώχτηκε ανάμεσα σε δύο ορόφους στο Βαρώσι. Τις μπουλντόζες που έσκαψαν ομαδικούς τάφους. Τις γυναίκες που βιάστηκαν αλλά δεν έχασαν ποτέ την αξιοπρέπειά τους. Και θυμάμαι και εσένα, Κύπριε διοικητή. Στις παραλίες του θανάτου στο Βαρώσι. Ήρθε σε εσένα, μαζί με την 29χρονη κόρη της, μια Ελληνοκύπρια, από τις πόρτες που άνοιξαν μετά από 29 χρόνια. Ρώτησε για εσένα τους ευρισκόμενους στον καφενέ. Δεν υπήρχε κανείς που δεν σε ήξερε εκεί. Σε ειδοποίησαν και ήρθες. Είδες την κόρη σου; Την αγκάλιασες; Την αγκάλιασες με τη στοργή ενός πατέρα; Ντράπηκες; Ζήτησες συγχώρεση από τη μητέρα της;
Όλα αυτά γράφονται στο νερό. Ή σε αμμουδιές που γλείφει και καταπίνει το νερό. Σαν να περνούμε μέσα από μια ταινία του Αγγελόπουλου. Το νεκροταφείο είναι το πρώτο μέρος από το οποίο πέρασε ο άνδρας που επέστρεψε στην πατρίδα του από την Αυστραλία, μετά από πολλά χρόνια. Ένα λιβάδι που κλαίει. Όποτε πιάσει η μύτη μου μυρωδιά γιασεμιού από έναν κήπο. Όποτε διαβάσω άρθρα για την Τόχνη, τη Μαράθα, το Παλαίκυθρο και την Άσσια. Όποτε ακούσω τις αναμνήσεις ενός πρόσφυγα. Όποτε δω τη μάνα ενός αγνοούμενου. Ηχεί στα αφτιά μου το τραγούδι της Μαρίκας. Πέτα με σε θάλασσα βαθιά. Πιο βαθιά.
Όποια κληρονομιά και αν αφήσουν στα παιδιά τους οι παλιές γενιές, τους αφήνουν μια μισή μοιρασμένη Κύπρο στο τέλος. Η χειρότερη κληρονομιά. Ελπίζω να μην αφήσουν και οι νέες γενιές αυτήν την κληρονομιά στα δικά τους παιδιά και εγγόνια. Τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει από το να αφήνεις κληρονομιά στις επόμενες γενιές μιαν πατρίδα μοιρασμένη στα δυο και σε κατάσταση κατάπαυσης του πυρός; Αυτές είναι εποχές που νοσταλγούμε πιο πολύ την ωραιότερη μέρα. Κάθε Ιούλιο. Ακόμα και οι αθόρυβες πεταλούδες μάς ψιθυρίζουν τι πρέπει να κάνουμε. Άραγε, γράφονται στο νερό και αυτά τα ψιθυρίσματα;