Ως παράπλευρη απώλεια της πιο ανόητης δεκαετίας στην ιστορία της Κύπρου χάθηκαν από το 1964 έως και το 1974 περίπου 2000 ψυχές. Πρόκειται για Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους στους οποίους δώσαμε τον διεθνή κωδικό «αγνοούμενοι». Από το 1981 ιδρύσαμε μια τριμελή διακοινοτική επιτροπή, τη ΔΕΑ, με στόχο την αναζήτησή τους. Έκτοτε έχουν περάσει 38 χρόνια, αλλά δεν καταφέραμε να διακριβώσουμε την τύχη ούτε των μισών. Υπάρχει περίπτωση να λυθεί το Κυπριακό όταν οι πολιτικές ηγεσίες σε αυτό τον τόπο δεν κατάφεραν να λύσουν ένα καθαρά ανθρωπιστικό πρόβλημα;
Αυταπάτες
Σε ό,τι αφορά τους αγνοούμενους, κανένας πλέον συγγενής δεν έχει αυταπάτες ότι ζει κάποιος από αυτούς. Όλοι όμως διεκδικούν το αυτονόητο. Να βρεθούν έστω εκείνα τα οστά τα γεγυμνωμένα και να ταφούν κατά το έθος μας. Να εκταφούν από τους βάρβαρους λάκκους και τις χωματερές που πετάχτηκαν και να ταφούν ξανά με το πρέπον συνοδευτικό μοιρολόι προς εξόφληση του αρχαίου χρέους προς τη μάνα γη, «εξ ης ελήφθη». Αυτή την αποκατάσταση την έχουμε ανάγκη όλοι. Οι γυναίκες όμως κυρίως, που με τη γήινη σοφία τους έχουν καταφέρει να ενσωματώσουν και να κουβαλούν ανεξίτηλα στην ιδιοσκευή τους το DNA της Αντιγόνης: Γεννήθηκαν για ν' αγαπούν, είτε είναι Ελληνοκύπριες, είτε Τουρκοκύπριες, είτε Παλαιστίνιες, είτε Γαλλίδες, είτε Αμερικάνες.
Αυτή η αγάπη που οδήγησε τα τελευταία 38 χρόνια σε μια παθιασμένη αναζήτηση των αγαπημένων τους, ξεπερνά τα πολιτικά μας προβλήματα, τις ιδεολογικές μας αγκυλώσεις, τις θρησκευτικές και φυλετικές μας διαφορές. Δεν διαφέρει σε τίποτα ο πόνος της Μαρίας από της Σεμιλάι, ο πόνος της Κιζέν από αυτόν της Κατερίνας. Όταν θάβεις τον αγνοούμενο πατέρα, σύζυγο ή αδελφό, δεν αναζητάς επιχειρήματα τι πήγε λάθος στη διαχείριση του Κυπριακού. Απλώς σκέφτεσαι ποια μέγιστη ανοησία σε έφερε μπροστά από ένα φέρετρο να θρηνείς για έναν άνθρωπο με τον οποίο θα μπορούσε η ζωή σου να ήταν γεμάτη χαρά και ευτυχία. Σκέφτεσαι πόσος δόλος, ιδιοτέλεια και απληστία χρειάστηκε από κάποιους ανόητους ώστε να βρεθείς συντετριμμένος μπροστά από ένα τόσο δα φέρετρο με περιεχόμενο μερικά φθαρμένα κόκαλα για να πεις ένα στερνό αντίο.
Η πολιτική
Το θέμα των αγνοουμένων βέβαια έχει και πολιτική διάσταση. Η οποία, εφόσον οι συγγενείς αγνοούμενων δεν είχαν τον ρόλο αλλά κυρίως τις ηγεσίες που τους αναλογούσαν και τους άρμοζαν, υπερίσχυσε.
- Οι Τουρκοκύπριοι υπό την καθοδήγηση της Τουρκίας είδαν την υπόθεση των αγνοουμένων ως μια ευκαιρία να ανασύρουν από τη λήθη τους δικούς τους νεκρούς του 1964 σε μια προσπάθεια δικαίωσης αλλά και για να ισοφαρίσουν τη διεθνή κατακραυγή. Η ανάδειξη των ε/κ αγριοτήτων το 1964 επίσης έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να δικαιολογεί μέχρι ακόμα και σήμερα την εισβολή ως μια επέμβαση για να διασώσει τους Τουρκοκύπριους από την εξόντωση.
- Οι Ε/Κ εκμεταλλεύθηκαν πολιτικά το θέμα των αγνοουμένων για να καταδείξουν την υπέρμετρη βία και τη βαρβαρότητα της Τουρκίας, επιδιώκοντας να διασυνδέσουν γενικά τους νεκρούς, τους αγνοούμενους και τους χιλιάδες πρόσφυγες του 1974 με άλλου είδους γενοκτονίες και μετακινήσεις πληθυσμών της Τουρκίας, όπως των Αρμενίων, των Ποντίων, των Μικρασιατών, των Κωνσταντινουπολιτών. Ειδικά τα πρώτα χρόνια με αποστολές, φωτογραφικές εκθέσεις και διεθνείς εκδηλώσεις προσπάθησαν και πέτυχαν τη συντριπτική καταδίκη της Τουρκίας.
Η στεγνή πολιτική διαχείριση βεβαίως ενός ανθρωπιστικού προβλήματος έχει πάντα κοντά ποδάρια. Στην ουσία δεν επέτρεψε στην τραγωδία της Κύπρου «δι’ ελέου και φόβου», όπως λέει ο Αριστοτέλης στον ορισμό του για την τραγωδία, να μας οδηγήσει στην κάθαρση όλων αυτών των παθημάτων. Ο έλεος κι ο φόβος, η συμπόνια δηλαδή κι ο φόβος που ένιωσαν χιλιάδες Κύπριοι, Ε/Κ και Τ/Κ, από τα παθήματα των τραγικών τους νεκρών θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον καθαρισμό της ψυχής. Θα μπορούσαν διά της ενσυναίσθησης όλα αυτά που συνέβησαν στο κοντινό μας περιβάλλον, στην κοινωνία μας, στην πόλη μας, και κατ’ επέκταση στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο στον οποίο ανήκουμε, να μας κάνουν πιο σοφούς. Και σε ανθρώπινο επίπεδο, ακόμα και σε πολιτικό επίπεδο.
- Αντί τούτου είδαμε τους συγγενείς αγνοουμένων να εκπροσωπούνται από περιστασιακούς ηγέτες που αναζητούσαν περισσότερο πολιτική αναγνώριση και σημασία.
- Είδαμε μια ΔΕΑ που είναι μια τριμελής διακοινοτική διερευνητική επιτροπή, αποτελούμενη από έναν αντιπρόσωπο της ελληνοκυπριακής κοινότητας, έναν αντιπρόσωπο της τουρκοκυπριακής κοινότητας κι ένα τρίτο μέλος, που υποδεικνύεται από τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, να λειτουργεί με βέτο και πολιτική ισότητα για να εξυπηρετεί περισσότερο πολιτικές σκοπιμότητες στην ευρύτερη σφαίρα του Κυπριακού παρά να υποστηρίζει το ανθρωπιστικό της έργο. Ποιο στ' αλήθεια βέτο και ποια πολιτική ισότητα απαιτούνται στη λήψη μιας ειλικρινούς απόφασης, ότι ως άνθρωποι θα κάνουμε το καθήκον μας απέναντι σε συνανθρώπους που άδικα έχασαν τις ζωές τους μέσα στη δίνη συγκρούσεων και πολέμων;
- Είδαμε άτομα που διορίστηκαν κατά καιρούς στη ΔΕΑ να κάνουν δημόσιες σχέσεις, να κάνουν μεγάλα ταξίδια σε Νέα Υόρκη, Μπουένος Άιρες, Λονδίνο, Κίεβο και αλλού, αναζητώντας φακέλους και στοιχεία για τους αγνοούμενους. Για ποιο λόγο, όταν όλα τα στοιχεία είναι στοιβαγμένα στο παλιό αεροδρόμιο Λευκωσίας;
- Είδαμε και από τις δύο πλευρές κινήσεις τακτικής σε μια προσπάθεια αποποίησης ευθυνών. Να ξεθάβονται δηλαδή οι νεκροί από το σημείο δολοφονίας τους και να μεταφέρονται αλλού. Οποία αναξιοπρέπεια αλήθεια!
- Και σαν μην έφτανε κι αυτό, είδαμε και μια τάση εμπορικοποίησης της όποιας εμπειρογνωμοσύνης αποκτήσαμε στον τομέα της αναζήτησης της τύχης των αγνοουμένων, για να μην έχουμε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς. Βλέπετε τα 3,5 εκατ. ευρώ που μας δίνει κάθε χρόνο η ΕΕ είναι λίγα.
- Είδαμε τέλος λειτουργούς της ΔΕΑ να ενδιαφέρονται για την προσωπική τους ανέλιξη. Είδαμε ίντριγκες και μαχαίρια να ανασύρονται λες και η ΔΕΑ θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν άλλο ημικρατικό οργανισμό ο οποίος προορίζεται να υπάρχει για πάντα.
Τι κατάντησε τελικά;
Οι χιλιάδες συγγενείς των αγνοουμένων, η Κατερίνα, η Σεμιλάι, η Κιζέν και η Μαρία, θα μπορούσαν να ήταν μπροστάρηδες στον αγώνα για επανένωση αυτού του τόπου. Όπως φαίνεται μέσα από εκατοντάδες κείμενα που έγραψαν και γράφουν οι δημοσιογράφοι Σεβγκιούλ Ουλουντάγ και Ανδρέας Παράσχος, είναι οι μόνοι άνθρωποι που έχουν κάνει υπέρβαση σε ό,τι αφορά τα πάθη αυτής της χώρας. Το συνειδητοποίησαν όπως η Αντιγόνη μπροστά στο άψυχο σώμα του αδελφού της Πολυνείκη, έξω από τη Θήβα. Ότι δηλαδή το ανθρώπινο χρέος είναι πάνω από νόμους των πολιτικών ηγετών και των κάθε λογής θεών.
Μου έτυχε να είμαι παρών σε αρκετά συναπαντήματα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μανάδων αγνοουμένων. Δεν επρόκειτο για συναπάντημα σε τραπέζι συνομιλιών, ούτε για διάλογο μεταξύ πολιτικά κωφών. Επρόκειτο για μια σεμνή παράσταση με μουσική υπόκρουση ένα μοιρολόι που αγκάλιαζε στη διαπασών ολόκληρη την Κύπρο, από την Πάφο μέχρι το Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Στο οποίο δεν χωρούσαν ούτε κορόνες, ούτε φάλτσα. Ήταν η ώριμη και πονεμένη φωνή της Κύπρου που ζητά δικαιοσύνη. Χωρίς αυτήν οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι θα συνεχίσουν να βαδίζουν τον δρόμο της απληστίας και της στενοκεφαλιάς.