Έχει εξωτερική πολιτική η Κύπρος; Στην αναζήτηση εξωτερικής πολιτικής πάντως το σίγουρο είναι ότι δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε ξανά τον τροχό. Η εξωτερική πολιτική ξεκινά πάντα από το εσωτερικό κάθε χώρας, όπως ορθά διατύπωσε ο Βρετανός πολιτικός Ουίλιαμ Γλάδστον.
Η πολιτική κουλτούρα, οι ανάγκες αν θέλετε, και τα καλώς νοούμενα συμφέροντα των πολιτών, είναι αυτά που θα πρέπει να καθορίζουν και να διέπουν την εξωτερική πολιτική κάθε σοβαρού κράτους.
Ποιοι είμαστε;
Είμαστε μια χώρα που η γεωγραφία μας επιτρέπει όλοι να οραματιζόμαστε ότι μπορούμε να αναδειχθούμε σε έναν συνεκτικό κρίκο ειρήνης, ασφάλειας και υγιούς επιχειρηματικότητας στην ταραγμένη Ανατολική Μεσόγειο και εν γένει τη Μέση Ανατολή. Ως ευρωπαϊκή χώρα έχουμε την έξωθεν καλή μαρτυρία: Έχουμε ένα δημοκρατικό σύστημα, υψηλούς δείκτες εσωτερικής ασφάλειας στις ελεύθερες περιοχές, έχουμε σοβαρές υποδομές στην παροχή υπηρεσιών, μπορούμε εν ολίγοις να αναπτύξουμε έναν ρόλο τίμιου ενδιάμεσου και εταίρου προς όλες τις γειτονικές μας χώρες οι οποίες έχουν σοβαρά προβλήματα μεταξύ τους.
Η Αίγυπτος δεν μπορεί να αναπτύξει απευθείας σχέσεις με το Ισραήλ, ούτε με την Τουρκία. Το Ισραήλ έχει σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις του με το Λίβανο, τη Συρία, την Τουρκία και εν γένει με όλο τον Αραβικό Κόσμο. Η Τουρκία έχει μηδέν διπλωματικές σχέσεις με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, έχει εισβάλει στη Συρία, έχει προβλήματα με την Ελλάδα και έχει εισβάλει στην Κύπρο. Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη αν αναγνωρίσουμε τον τρόπο με τον οποίο κινούνται στην περιοχή κάποιες μεγαλύτερες δυνάμεις. Όπως πολύ καλά το διευκρίνισε ο Νόαμ Τσόμσκι, «δεν υπάρχει σήμερα περισσότερη ηθική στις παγκόσμιες υποθέσεις απ΄ όση υπήρχε την εποχή του Τσέγκις Χαν».
Η Ρωσία, μετά την Κριμαία έχει καταστήσει τη Συρία στρατιωτική της βάση, επιχειρεί να φέρει με το μέρος της την Τουρκία, προκαλώντας τριγμούς στο ΝΑΤΟ, και επιπλέον στηρίζει περιφερειακά το Ιράν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν μέσα σε αυτό τον λαβύρινθο να διατηρήσουν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο. Στηρίζουν το Ισραήλ αναγνωρίζοντας τα κατεχόμενα Γκολάν ως εβραϊκό έδαφος, ενισχύουν μια δικτατορία στην Αίγυπτο, προσπαθούν να επαναφέρουν σε τροχιά ελέγχου την Τουρκία, οδηγούν σε απομόνωση το Ιράν, συγκρατούν τους Κούρδους, επιθυμούν να διατηρήσουν το μεγάλο ενεργειακό φιλέτο και τον κυρίαρχο ρόλο τους στην Αραβική Χερσόνησο.
Τι δεν καταλάβαμε;
Η Κύπρος δεν μπορεί και ούτε πρέπει να μπει σε τέτοιου είδους ανταγωνισμούς. Ας αναζητήσουμε λοιπόν διεθνώς κάποια παραδείγματα χωρών οι οποίες διαδραματίζουν ρόλο έντιμου ή έστω χρήσιμου διαμεσολαβητή, ρόλο τον οποίο πιστεύουμε ότι μπορεί να αναλάβει η Κύπρος. Στην Ευρώπη, είναι η Ελβετία, το Λουξεμβούργο και ακόμα και η μικρή Μάλτα. Πολύ σύντομα αυτό τον ρόλο θα μπορούσε να αναλάβει και Ιρλανδία αν η Βρετανία αποχωρήσει από την ΕΕ. Σε άλλες περιοχές του πλανήτη, αυτό τον ρόλο επιτελούν η Αυστραλία η οποία προσπαθεί να λειτουργεί ως buffer στην αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας, αλλά και η μικρή Σιγκαπούρη, η οποία έχει διεθνές εκτόπισμα ως επιχειρησιακό κέντρο δυσανάλογο του μεγέθους της.
Τι κοινά χαρακτηριστικά έχουν όλες αυτές οι χώρες που προαναφέραμε; Έχουν βρει τις εσωτερικές τους πολιτικές ισορροπίες από τη μια και από την άλλη έχουν καταφέρει να έχουν μηδενικά προβλήματα με τους γείτονές τους.
Σε τι διαφέρει από αυτές τις χώρες η Κύπρος; Η Κύπρος έχει μόνο ένα πρόβλημα. Το γνωστό πρόβλημα με την Τουρκία λόγω της εισβολής του 1974, διά της οποίας έχει επιβληθεί επί του εδάφους μια ντε φάκτο διχοτόμηση.
Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι αυτό δεν εξαρτάται μόνο από την Κύπρο αλλά και από την Τουρκία. Δεκτόν. Πόσο όμως πειστικοί σε αυτό το επιχείρημα είμαστε όταν στην τελευταία έκθεσή του για το Κυπριακό, μετά το Κραν Μοντανά, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, καταλόγισε εξίσου και στην Κυπριακή Δημοκρατία και την Τουρκία έλλειψη πολιτικής βούλησης για τη λύση;
Εν ολίγοις, το Κυπριακό δεν είναι εύκολο πρόβλημα να επιλυθεί, έχω όμως την εντύπωση ότι αν πραγματικά επιδιώκουμε να λειτουργήσουμε ως σοβαρή χώρα στην περιοχή μας, και κυρίως ως ένας πυλώνας συνεργασίας μεταξύ των χωρών που μας περιβάλλουν, οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητές μας αναδεικνύοντας ξανά ως υπέρτατό μας στόχο την επίλυσή του. Αυτό πρέπει να είναι το κυρίαρχο διακύβευμα της εξωτερικής μας πολιτικής.
Πυλώνας ασφαλείας;
Το 2013 η κυβέρνηση Αναστασιάδη έχουμε την αντίληψη ότι ξεκίνησε έχοντας αυτή την ξεκάθαρη στόχευση σε ό,τι αφορά την εξωτερική μας πολιτική. Μια πολιτική δηλαδή που εξυπηρετεί τις εσωτερικές μας ανάγκες και τανάπαλιν. Από τότε κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης σύγκλησης της Τριμερούς στην Ιερουσαλήμ στην παρουσία του Αμερικανού ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο, ακούσαμε τον υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου Νίκο Χριστοδουλίδη με έπαρση Μακαρίου του Τρίτου, δίκην κεντρικού ομιλητή από το βήμα της Διάσκεψης των Αδεσμεύτων, να επαναπροσδιορίζει τη στρατηγική μας: «Πιστεύουμε ότι πρέπει να κάνουμε ένα ακόμα βήμα, να θεσμοθετήσουμε την εταιρική σχέση μας και να δημιουργήσουμε μια περιφερειακή συνεργασία για την ασφάλεια και τη συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο». Σε πρόσφατη συνέντευξή του και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανακήρυξε την Κύπρο σε πυλώνα ασφαλείας στην περιοχή, σε συνεργασία με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και την Ελλάδα.
Πρόκειται βέβαια για δηλώσεις που πόρρω απέχουν από την πραγματικότητα:
Πώς η Κύπρος μπορεί να γίνει πυλώνας ασφάλειας ή έστω ισότιμος εταίρος σε ένα σύστημα ασφαλείας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όταν η ίδια εκλιπαρεί θεούς και δαίμονες κάθε εξάμηνο για την ανανέωση της θητείας της Ουνφικύπ, για να μπορέσει έτσι να διασφαλίσει τον έλεγχο μιας γραμμής αντιπαράθεσης 183 χιλιομέτρων με την Τουρκία;
Πώς μπορεί η Κύπρος να συμμετέχει στην ενεργειακή ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο όταν η Τουρκία παρεμποδίζει διεθνείς εταιρείες να προχωρήσουν σε γεωτρήσεις σε θαλάσσια οικόπεδα στη δική της ΑΟΖ χωρίς να μπορεί να αντιδράσει;
Μέρος ποιας ασφάλειας στην περιοχή μπορεί να γίνει η Κύπρος ότι δεν μπορεί καν να εκπληρώσει στοιχειωδώς τα καθήκοντά της όπως αυτά απορρέουν από τις διεθνείς συμβάσεις για έρευνα και διάσωση στην ΑΟΖ της;
Οι τριμερείς
Με λίγα λόγια, με βάση την εξωτερική πολιτική που ασκεί σήμερα η Κύπρος, ούτε πυλώνας ασφαλείας μπορεί να γίνει, και το χειρότερο με άλυτο το Κυπριακό, ούτε σε πυλώνα συνεργασίας μπορεί να εξελιχθεί.
Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι συμμετέχει σε κάποιες τριμερείς συναντήσεις με κάποιες προβληματικές χώρες στην περιοχή οι οποίες ενώνουν τα προβλήματά τους και λειτουργούν ως αντίπαλο δέος στην Τουρκία. Θα μπορούσε κάποιος βέβαια να υποστηρίξει ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή. Οφείλουμε να μπούμε σε αυτές τις τριμερείς για να διασφαλίσουμε τουλάχιστον αυτό που έχουμε σήμερα, δηλαδή την όποια Κυπριακή Δημοκρατία μας απέμεινε. Αυτό θα ήταν αποδεκτό αν πραγματικά μέσω των τριμερών μπορούσε να διασφαλιστεί κάτι τέτοιο. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει κάποιος ότι μια τέτοια συμμαχία είναι το αναγκαίο αντίπαλο δέος στην Ανατολική Μεσόγειο για να περιορίσει τις ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας. Είμαστε σίγουροι ότι τέτοιες αναλύσεις ακούει όταν παρακάθεται στα συνέδρια του Εβραϊκού Λόμπι ή της Ahepa στην Ουάσινγκτον ο Κύπριος ΥΠΕΞ Νίκος Χριστοδουλίδης και εξάπτεται.
Από την άλλη, ο γνωστός φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης το έχει διακηρύξει προ πολλού: «Ζούμε στην κοινωνία των λόμπι και των χόμπι». Ο Καστοριάδης μιλά για μια γενική έλλειψη στόχων σε όλες τις δυτικές κοινωνίες. Αν εξειδικεύσουμε τη ρήση αυτή στην εξωτερική πολιτική, θα μπορούσε κάποιος να σημειώσει ότι το χόμπι της εξωτερικής μας πολιτικής είναι να κάνει λόμπι δουλεύοντας σε ψιλό γαζί έναν ολόκληρο λαό, προσδίδοντας στις τριμερείς υπερφυσικές δυνατότητες, με βάση τις οποίες η Κύπρος μετατρέπεται σε πυλώνα ασφαλείας και εξαγωγέα φυσικού αερίου από τα μικρά της κοιτάσματα. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι αστείο ακόμα και να το σκεφτόμαστε. Αν π.χ. δεν επανεκλεγεί ο Νετανιάχου ή αν η Αίγυπτος πέσει ξανά στα χέρια των Αδελφών Μουσουλμάνων, το πιο πιθανό είναι ότι αυτές οι τριμερείς συνάξεις θα θυμίζουν περισσότερο διπλωματική φάρσα παρά απόπειρα διατύπωσης ενός σοβαρού γεωπολιτικού δόγματος.
Πώς χάνουμε τον στόχο;
Οπότε επιστρέφουμε στο αρχικό ερώτημα: Έχουμε εξωτερική πολιτική;
Αν εύλογος στόχος της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου είναι να αναδειχθεί διά της επίλυσης του Κυπριακού σε μια χώρα η οποία να μπορεί να συνεργάζεται με όλες τις γειτονικές της χώρες, προσφέροντας το έδαφός της ως πλατφόρμα ειρηνικής συνεργασίας, επιχειρηματικότητας και υψηλού επιπέδου υπηρεσιών, η απάντηση είναι αρνητική. Τίποτα δεν γίνεται προς αυτή την κατεύθυνση.
- Δυστυχώς η τρέχουσα μας πολιτική υπηρετεί τη λογική της διαμόρφωσης στρατοπέδων στην Ανατολική Μεσόγειο, οπότε δεν διευκολύνει την επίλυση προβλημάτων, απεναντίας γίνεται μέρος ενός μεγαλύτερου προβλήματος. Μπήκαμε στη λογική των τριμερών όχι για να εντάξουμε σε αυτήν και την Τουρκία, αλλά αναζητώντας προστασία από την απειλή της Τουρκίας. Μετά την τριμερή της Ιερουσαλήμ, διαπιστώσαμε επίσης ότι πέραν της Τουρκίας αποκτήσαμε και άλλους εχθρούς, όπως η Κίνα, το Ιράν και η Ρωσία.
- Ξεκινήσαμε τις τριμερείς με όραμα να δημιουργήσουμε στην Ανατολική Μεσόγειο ένα ενεργειακό τόξο το οποίο θα άλλαζε το παράδειγμα μετατρέποντας την Ανατολική Μεσόγειο σε θάλασσα ειρήνης. Καταντήσαμε να κτίζουμε πολεμικούς ναυστάθμους, να διαθέτουμε το FIR και το έδαφός μας ως πεδίο βολής και ασκήσεων μαχητικών αεροπλάνων του Ισραήλ και της Αιγύπτου, να επιχαίρουμε από την άρση του αμερικανικού εμπάργκο για να μπορέσουμε να αγοράσουμε καινούργια όπλα. Παραμένουμε με Βρετανικές Βάσεις στο 3% του εδάφους της ελεύθερης Κύπρου, ενώ και το 36% της Βόρειας Κύπρου να έχει μετατραπεί σε μια απέραντη στρατιωτική βάση της Τουρκίας.
- Μπήκαμε στην ΕΕ με στρατηγική τη λύση του Κυπριακού και την επανένωση μαζί με χώρες που έμαθαν να ζουν ειρηνικά μέσα από διάλογο και αμοιβαίους συμβιβασμούς. Καταλήξαμε να κυνηγούμε μικροσυμφέροντα, να κτίζουμε έωλες φιλοδοξίες, να φοβόμαστε τον τριτοκοσμικό Ερντογάν, να συμπορευόμαστε με τον λαϊκιστή Νετανιάχου και να χειροκροτούμε τον δικτάτορα Σίσι.
Όλα αυτά στο όνομα μιας κυπριακής υποκριτικής ηθικολογίας περί προστασίας της μικρής κατεχόμενης μας πατρίδας. Λυπούμαι να παρατηρήσω, αλλά ο νεαρός υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου έχει μετατραπεί σε έναν μικρό Μακάριο, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως κακέκτυπο του Σπύρου Κυπριανού και του Τάσσου Παπαδόπουλου. Με μια διαφορά. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης έχει πείσει τους πάντες, ακόμα και τον ίδιο τον Πρόεδρο, ότι στο πρόσωπό του έχει συγκεραστεί η ολική και ταυτόχρονα διαχρονική ελληνοκυπριακή ηθική στην αντιμετώπιση του Κυπριακού. Η οποία όμως είναι επικοινωνιακή και δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Η οποία, κατά έναν παράδοξο τρόπο, πάντα πείθει και πάντα, σε μια διαδρομή δεκαετιών, έχει αποδειχθεί ανίκητη. Όπως βέβαια σημείωσε ο Γάλλος φιλόσοφος Emile Cioran, «όλη η ηθική δεν έχει άλλον σκοπό από το να μετατρέψει αυτή τη ζωή σε ένα σύνολο χαμένων ευκαιριών».