Το ότι ο Νίκος Αναστασιάδης εμφανιζόταν πολύ πιο επιφυλακτικός να πάρει οποιαδήποτε ρίσκα, να προχωρήσει σε βήματα που θα δοκίμαζαν την Τουρκία και την ίδια την προσπάθεια λύσης, ήταν κάτι που είχε ήδη διαφανεί από το τέλος της πρώτης πενταετίας του. Ο τρόπος που χειρίστηκε τις προσπάθειες στο Μοντ Πελεράν και Κραν Μοντανα, η εκτός λογικής κόντρα που άνοιξε με τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, οι παρεμβάσεις του έκτοτε που ενέταξαν το Κυπριακό σ’ ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών, επιβεβαίωναν πως το Κυπριακό είχε πάψει να αποτελεί προτεραιότητα για τον ίδιο. Από ένα σημείο και μετά έδειξε να βολεύεται από τη στασιμότητα. Να την επιδιώκει.
Με την επανεκλογή του, η πρόθεση της κυβέρνησης να αφήσει στην άκρη το Κυπριακό έγινε από νωρίς ξεκάθαρη. Τόσο μέσα από τα ανοίγματα προς τον Αρχιεπίσκοπο και τον χώρο του Κέντρου, όσο και την επιλογή του να τοποθετήσει σε θέσεις κλειδιά και εντός Προεδρικού ανθρώπους όχι μόνο με ακραίες απόψεις στο Κυπριακό, αλλά που είχαν στο παρελθόν ταυτίσει τη λύση με τη μειοδοσία. Με χαρακτηριστικότερη (όχι μόνη) την επιλογή του κυβερνητικού εκπροσώπου. Και επιβεβαιώθηκε από την αντίδρασή της στην πρώτη κίνηση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διάρρηξη του status quo: την πρόταση Ακντζί για αποδοχή του πλαισίου Γκουτέρες ως στρατηγική συμφωνία. Ενώ, για μήνες, δηλώναμε πως στο ναυάγιο του Κραν Μοντάνα οδηγηθήκαμε λόγω της άρνησης της άλλης πλευράς να συζητήσει τερματισμό των εγγυήσεων, προβάλλαμε την ανάγκη αξιοποίησης του πλαισίου το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει καταλυτικά στην προσπάθεια λύσης (ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος και νυν ΥΠΕΞ Νίκος Χριστοδουλίδης έκανε λόγο για κεκτημένο και ο περίγυρος του Προέδρου για ενέργειες που έφεραν το Κυπριακό όσο ποτέ προηγουμένως κοντά σε λύση) και επαναλαμβάναμε την ετοιμότητά μας για επανέναρξη των συνομιλιών, στη βάση του συγκεκριμένου πλαισίου, μια πρόταση που υποτίθεται επιδιώκαμε όλο το προηγούμενο διάστημα, την έφερε σε άβολη θέση. To πόσο απροετοίμαστοι ήμασταν για να μπούμε σε σοβαρή συζήτηση του Κυπριακού έγινε ξεκάθαρο από την αρχική αντίδραση η οποία προήλθε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο (που δεν διέφερε σε τίποτε από αυτήν του Κέντρου), ο οποίος έσπευσε να απαξιώσει την πρόταση αλλά και τη σημασία της, καλώντας τον Ακκιντζί να τα βρει πρώτα με την Τουρκία. Κυρίως όμως από την αντίδραση του ίδιου του Νίκου Αναστασιάδη. Ο Πρόεδρος χρειάστηκε δύο μέρες και μια τεράστια ουρά- που δημιουργούσε σκιές γύρω από το τι τελικά προνοεί το πλαίσιο, που μέχρι την πρόταση Ακιντζί ήταν ξεκάθαρο- για να αποδεχθεί μια συμφωνία που για έναν ολόκληρο χρόνο αποτελούσε για τον ίδιο δεδηλωμένη πρόθεση. Ενώ προσέφυγε και σε εξυπνακίστικες μανούβρες, αποδεχόμενος δήθεν το πλαίσιο (όχι όπως αυτό κατατέθηκε αλλά όπως διαμορφώθηκε) 4 μέρες μετά την κατάθεσή του που οδήγησε σε ναυάγιο. Η αντίδραση Αβέρωφ που έσπευσε να καλωσορίσει τον Ακιντζί πίσω στη διαδικασία ήταν η άβολη επιβεβαίωση του πόσο άλλαξε ο Αναστασιάδης.
Διάβασα πως το γεγονός πως η Τουρκία ήδη έσπευσε να ακυρώσει τον Τ/Κ ηγέτη, να μιλήσει για δύο κράτη, αποτελεί απόδειξη όσων έλεγε η πλευρά μας: ότι η πρόταση Ακιντζί ήταν άνευ ουσίας, πως το κλειδί το έχει η Τουρκία. Πώς, όμως, αυτό αλλάζει την ουσία; Πώς δικαιώνει την αντίδρασή μας; Τι θα μπορούσε να χάσει η ε/κ πλευρά- που ως στόχο έχει τη διάρρηξη του status quo- αποδεχόμενη αμέσως (και χωρίς ουρές) την πρόταση; Αν ο Ακιντζί μπλόφαρε, ή δεν είχε την έγκριση της Τουρκίας, αυτό θα διαφαινόταν στις συζητήσεις και τους μόνους που θα άφηνε εκτεθειμένους θα ήταν τον Τ/Κ ηγέτη και την Τουρκία. Αν αυτή η πρόταση ήταν ειλικρινής, τότε θα οδηγούμασταν σε αυτό που εδώ και έναν χρόνο διατεινόμαστε ότι επιδιώκουμε: στην επανέναρξη των συνομιλιών. Από μια αφετηρία, μάλιστα, που η ίδια η κυβέρνηση χαρακτήριζε όλο το προηγούμενο διάστημα το καλύτερο σημείο που έφτασε ποτέ το Κυπριακό.
Για μια ακόμα φορά όμως αποδείχθηκε ότι οι πράξεις δεν συμβαδίζουν με τη ρητορική μας. Και δεν συμβαδίζουν με τη ρητορική μας επειδή η ρητορική μας δεν είναι ειλικρινής. Διότι δείχνουμε πλέον ξεκάθαρα πως βολευόμαστε από τη στασιμότητα. Αισθανόμαστε άνετα με την τουρκική αδιαλλαξία. Φοβόμαστε τις εξελίξεις. Κάθε ενέργεια της άλλης πλευράς για άρση της στασιμότητας, μας πανικοβάλλει. Όχι μόνο έχουμε αποδεχθεί, αλλά αγκαλιάσει τη διαίρεση.
Με έναν Πρόεδρο που καθημερινά επιβεβαιώνει πλέον πως, όχι μόνο δεν αποτελεί πρώτιστο γι’ αυτόν η λύση αλλά ούτε στόχο. Δεν θυμίζει σε τίποτε τον Αναστασιάδη της περιόδου πριν το 2004, ούτε αυτόν που εκλέγηκε με στόχο να θέσει τέρμα στη διαίρεση. Αντίθετα, προσομοιάζει σε ύφος, ρητορική και ήθος με τον μεγαλύτερο πολιτικό του εχθρό στο Κυπριακό- τον Τάσσο Παπαδόπουλο. Όταν έψαχνε κάθε είδους προσκόμματα για να μην συζητά, εξηγούσε πως το να βρίσκεσαι στο τραπέζι δεν σημαίνει απαραίτητα ότι συζητάς, και έχοντας απωλέσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας στο εξωτερικό, χρησιμοποιούσε τον λαό ως ασπίδα για διαιώνιση της διαίρεσης.
Η αντίδραση της Τουρκίας, το μόνο που απέδειξε είναι πόσα λίγα μας χωρίζουν. Γι’ αυτό και όσοι αγχώνονται δήθεν για την τουρκική πρόταση για λύση δύο κρατών δεν πείθουν κανένα. Αφού είναι ξεκάθαρο ότι απηχεί τις αντιλήψεις μιας σημαντικής μερίδας και της δικής μας πλευράς. Η οποία δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο του «Κέντρου», αλλά βρίσκει πλέον φανατικούς οπαδούς και στο Προεδρικό.