Περνώ από τη νεκρή ζώνη καθώς φυσάει ένα ανοιξιάτικο αεράκι. Κιτρίνισαν τα χόρτα στα τείχη. Ένας σκύλος γυρίζει αδέσποτος στο οδόφραγμα. Οι αστυνομικοί πίνουν τον μεσημεριανό τους καφέ. Τα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο στον νότο επιστρέφουν με λεωφορεία. Αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που χαλάει τη σιωπή του νωχελικού καλοκαιριάτικου κλίματος. Φωνές πουλιών και παιδιών. Έδωσα την ταυτότητά μου. Ένας νεαρός αστυνομικός πίσω από το τζάμι πάτησε μερικά πλήκτρα στον υπολογιστή. Εντάξει. Περνάω. «Σε εκείνη την πλευρά». Κάποτε κάποιοι είχαν πει ότι «δεν υπάρχει εκείνη και αυτή η πλευρά, όλη [η Κύπρος] είναι δική μας». Μου άρεσε πολύ. Ήταν οι πρώτες μέρες που άνοιξαν τα οδοφράγματα. Και ένα από εκείνα τα βράδια καθώς καθόμουν στο μπαλκόνι είχα ακούσει ότι ένας μεθυσμένος Ελληνοκύπριος που περνούσε από τον δρόμο έλεγε στα τουρκικά τα λόγια ενός τραγουδιού. «Αμάν κουζούμ, αμάν…». Είχε κέφι. Μήπως είχε πράγματι κέφι ή έτσι μου φάνηκε; Ήταν μέρες με πολύ ενθουσιασμό, αλλά και πολλή θλίψη. Και με πόση αγωνία ήμασταν γεμάτοι. Πόση ανυπομονησία υπήρχε σε εκείνες τις ουρές. Ξαφνικά είχε εκραγεί η νοσταλγία που συσσώρευσε μέσα μας το άλλο μισό της πατρίδας μας. Ήμασταν σαν τους κατάδικους που απέκτησαν την ελευθερία τους μετά από 29 χρόνια στο κελί. Τα παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς να δουν καθόλου το άλλο μισό της πατρίδας τους είχαν πατήσει τα 29. Είχαν παντρευτεί και αποκτήσει οικογένεια και παιδιά. Δεν είχαν απολύτως καμία ανάμνηση από το άλλο μισό το οποίο δεν είδαν ποτέ τους. Δεν είχαν ανέβει ποτέ στα βουνά του Πενταδακτύλου. Δεν είχαν καθίσει έστω και μια φορά στην παραλία της Κερύνειας. Δεν είχαν δει το Τρόοδος, δεν είχαν πάει ποτέ στο Κάστρο της Πάφου, δεν είχαν βγάλει ποτέ φωτογραφίες στην πέτρα του Ρωμιού. Μόνο οι μητέρες, οι πατέρες, οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους είχαν αναμνήσεις από εκείνα τα μέρη. Οι κάμερες του κόσμου είχαν στραφεί πάνω μας. Η Κύπρος είχε γίνει ξανά πρωτοσέλιδο παντού. Πέστε την αλήθεια. Όλοι ελπίζαμε ότι «αυτό είναι το τέλος, τίποτα πια δεν θα είναι όπως παλιά», έτσι δεν είναι; Τέλειωσαν τα βάσανά μας, τέλειωσε ο διαχωρισμός και άλλα παρόμοια. Νομίσαμε ότι κάναμε και εμείς την επανάσταση που έπρεπε να κάνουμε. Όμως, καθώς περνούσαν τα χρόνια θα καταλαβαίναμε ότι ήταν και αυτό ένα παιχνίδι που μας έπαιξε η μοίρα. Δεν είχαν καθόλου καλή πρόθεση εκείνοι που άνοιξαν τις πόρτες μετά από τόσα χρόνια. Ήθελαν να μας κάνουν να συνηθίσουμε τα δύο χωριστά κράτη και τις γειτονικές σχέσεις. Όμως, δεν μπορούσαν όλοι να ανεχτούν τον εξευτελισμό της επίδειξης ταυτότητας και διαβατηρίου για να περάσουν από το ένα στο άλλο μισό της πατρίδας τους. Και ήταν πάρα πολλοί εκείνοι που δεν το ανέχονταν. Πέρασαν 15 χρόνια από τότε. Αλλά είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων οι οποίοι δεν πέρασαν καθόλου στον βορρά. Ένας Ελληνοκύπριος φίλος μου μίλησε για το 70%. Υπάρχουν κάποιοι που τους επικρίνουν επειδή δεν πέρασαν καθόλου. Εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς.
Χθες παρακολούθησα ένα βίντεο. Και ζωντάνεψαν μπροστά στα μάτια μου εκείνες οι μέρες πάλι. Ένα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε τη δεύτερη μέρα μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Ο δημοσιογράφος της τηλεόρασής μας κρατά ένα μικρόφωνο στο χέρι και ρωτά όσους στέκονταν στην ουρά για να περάσουν. «Είστε ευχαριστημένη από την απόφαση;», ρωτάει μιαν Ελληνοκύπρια γυναίκα. «Φυσικά είμαι ευχαριστημένη», λέει η γυναίκα. Ένας άλλος άνδρας, ο οποίος επίσης δήλωσε ότι ήταν ευχαριστημένος, λέει το εξής: «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα για επανένωση του νησιού». Υπέβαλε την εξής ερώτηση σε έναν μεσήλικα άνδρα: «Δύσκολα καταλαβαίνουμε ποιος είναι ο Τούρκος και ποιος ο Έλληνας. Εσείς είστε Έλληνας;». Ο άνδρας του είπε ότι ήταν Έλληνας. Και πρόσθεσε: «Υπάρχει πολύς κόσμος. Θέλουν να περάσουν πολλοί Τούρκοι και Έλληνες». «Πώς βρίσκετε την απόφαση για άνοιγμα των οδοφραγμάτων;» «Πολύ ωραία. Κοιτάξτε τους ανθρώπους, η κατάστασή τους τα λέει όλα. Κοιτάξτε τα πρόσωπά τους, θα καταλάβετε ότι θέλουν να ζήσουν μαζί. Ο λαός είναι ο ίδιος στον βορρά και στην άλλη πλευρά. Είναι λάθος να υπάρχουν δύο μέρη στην Κύπρο. Ενιαία Κύπρος!» Τέτοιες ήταν και οι απαντήσεις που πήρε ο δημοσιογράφος στις ερωτήσεις που υπέβαλε σε Τουρκοκύπριους. Νιώθουν πολλή ελπίδα και χαρά.
Περνώ από τη νεκρή ζώνη καθώς φυσάει ένα καλοκαιρινό αεράκι. Κιτρίνισαν τα χόρτα. Θα συναντηθώ με τον Φοίβο και τον Πάμπο. Πάλι θα συζητήσουμε την κατάσταση στη χώρα μας. Πάλι θα ρωτήσουμε ο ένας τον άλλον τι μπορούμε να κάνουμε. Πώς θα σώσουμε την Κύπρο από τα χέρια των εχθρών; Τα συζητήσαμε πολύ αυτά, πάρα πολύ. Σκεφτήκαμε καλά πράγματα, πάντα κάναμε ωραία όνειρα. Αλλά τίποτε απ’ αυτά δεν μπορέσαμε να υλοποιήσουμε. Ακόμα δεν μπορέσαμε να πάψουμε να πηγαινοερχόμαστε ο ένας στον άλλο ως φιλοξενούμενοι. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων ήταν μια ευκαιρία για εμάς για να κτίσουμε κοινά μέτωπα. Ούτε αυτό μπορέσαμε να το αξιοποιήσουμε. Δεν έχουμε και μεγάλη διαφορά από τα τζιτζίκια. Μόλις τελειώσει η δουλειά μας, οι Ελληνοκύπριοι φίλοι πάλι θα με αφήσουν στο οδόφραγμα. Εκείνοι θα πάνε στην πλευρά τους. Και εγώ στη δική μου πλευρά!
Όταν επέστεψα το απόβραδο στην εφημερίδα έμαθα την είδηση βόμβα της ημέρας και σοκαρίστηκα και εγώ όπως όλοι. Ο Ερντογάν πουλά την Τουρκία. Όλα τα ακίνητα που ανήκουν στο κράτος. Τις γέφυρες, τα φράγματα, τους αυτοκινητόδρομους, όλα τα κτήρια που ανήκουν στο δημόσιο. Τα πουλά όλα. Και μάλιστα σε όλο τον ισλαμικό κόσμο και κυρίως στις ισλαμικές χώρες του Κόλπου. Μην τον ματιάσω! Άραγε θα πουλήσει και την Κύπρο;