Τα όσα συνέβησαν χθες, έξω από την «Αφρίκα» μπορεί κανείς να τα «διαβάσει» σε διάφορα επίπεδα... Και πρέπει κυρίως.
Το πρώτο, είναι εύκολο. Μια εφημερίδα, σε ένα περιβάλλον δύσκολο και επικίνδυνο επιλέγει να κάνει μια τοποθέτηση αληθινή και «αιρετική» γνωρίζοντας, σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό, τι θα ακολουθήσει.
Και λέω «σε κάποιον βαθμό» γιατί πιστεύω πως ούτε και οι ίδιοι οι συνάδελφοι δεν φαντάστηκαν πως ο Ταγίπ Ερντογάν θα χειριζόταν το θέμα δημόσια όπως το χειρίστηκε και θα καλούσε σε πράξεις βίας εναντίον τους.
Σε πρώτο επίπεδο, λοιπόν, το θέμα διαβάζεται εύκολα.
Ωμή βία και απροκάλυπτη, κατόπιν δημόσιων μάλιστα οδηγιών της Άγκυρας, ενάντια σε ανθρώπους οι οποίοι τόλμησαν να προκαλέσουν τον Ερντογάν μιλώντας ξεκάθαρα για αυτό που γίνεται στο Αφρίν: μια εισβολή. Και παραλληλίζοντάς την με το 1974.
Ωστόσο, αυτό που έκανε η Αφρίκα δεν δικαιούται κανείς να το βλέπει α λα καρτ, αναλόγως του εάν συμφωνεί ή διαφωνεί, είναι Ελληνοκύπριος ή Τουρκοκύπριος, είναι αριστερός, δεξιός ή κάτι άλλο.
Η ελευθερία της έκφρασης και η ελευθερία του Τύπου, μέρος της οποίας απολύτως και αναντίλεκτα είναι η διατύπωση «αιρετικών» απόψεων και συχνά αληθειών οι οποίες όμως σπανίως διατυπώνονται δημόσια διότι αγγίζουν θέματα ταμπού και αμφισβητούν το μισό αφήγημα της Ιστορίας το οποίο αποφάσισε να αποδέχεται ως την απόλυτη αλήθεια η πλειονότητα της όποιας κοινωνίας, αυτή λοιπόν η ελευθερία, είναι μία και είναι η ίδια.
Και αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι αυτή δεν περνά και πολύ καλύτερες στιγμές στα ελεγχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση κυπριακά εδάφη, εάν αφαιρέσει κανείς τη φυσική βία.
Είναι για αυτό που βρίσκω διπλά υποκριτικό, γελοίο και προσβλητικό προς τον αγώνα των συναδέλφων, άτομα τα οποία βρέθηκαν και βρίσκονται μονίμως ενάντια στην εδώ «αιρετική» άποψη να επικαλούνται την Αφρίκα, τον Σενέρ και τα μισά κείμενά του.
Αυτά τα κείμενα τα οποία οι ίδιοι νομίζουν ότι στηρίζουν το δικό τους αφήγημα, την ώρα που επιλέγουν να μην διαβάζουν ή να κάνουν ότι δεν διάβασαν τα άλλα του (και τους) κείμενα μέσα από τα οποία αποτυπώνεται και η υπόλοιπη αλήθεια. «Αιρετικά» πάλι αλλά για τη δική μας πλευρά.
Προσωπικά, βρήκα εξαιρετικά… ενδιαφέρουσα την αντίδραση του Μουσταφά Ακιντζί στα όσα συνέβησαν και το γεγονός ότι δήλωσε πως κανείς δεν πρέπει να μιλά για εισβολή στην τ/κ κοινότητα όταν αναφέρεται στο 1974, διότι εάν δεν γινόταν η εισβολή η χούντα και οι πραξικοπηματίες θα είχαν αφανίσει τους Τ/Κ.
Και όσοι Ε/Κ επικαλούνται, λοιπόν, την Αφρίκα και το δικαίωμά της να λέει ελεύθερα και με τόση τόλμη τα όσα λέει –και αυτό κάνει– θα πρέπει να μου επιτρέψουν και εμένα, βάσει του ίδιου δικαιώματος, να καταθέσω μια... «αιρετική» άποψη. Όχι για πρώτη φορά. Σήμερα όμως πιο προκλητικά, λόγω της διασύνδεσης.
Επί της ουσίας, η δήλωση Ακιντζί, όπως και οι πλείστες πολιτικές τοποθετήσεις και στις δύο πλευρές, αποτυπώνει τη μισή αλήθεια. Εδώ, το γεγονός πως φυσικά και δεν θα είχαν αφήσει Τουρκοκύπριο ζωντανό οι συγκεκριμένοι αν δεν γινόταν η εισβολή, αυτούς τουλάχιστον που δεν θα έφευγαν.
Και οι φρικαλεότητες στα χωριά Μαράθα, Σανταλάρης και Αλόα μετά το πραξικόπημα, η Τόχνη αλλά και όλα όσα έγιναν το 1963 από τους ίδιους ανθρώπους -και τότε όχι μόνο αυτούς- αποδεικνύουν το τι θα γινόταν και στη συνέχεια.
Αυτό που δεν τόλμησε να πει ο Ακιντζί, διότι αυτό δεν συμφέρει το αφήγημα της πλειονότητας στην άλλη κοινότητα είναι πως η εισβολή δεν έγινε κυρίως για να σωθούν οι Τ/Κ, όπως αφέθηκαν εκείνοι να πιστεύουν, αλλά για να θέσει η Άγκυρα ένα κομμάτι της Κύπρου υπό τον έλεγχό της, πράγμα που επίσης αποδείχτηκε.
Και πως εάν το ζητούμενο ήταν η σωτηρία των Τ/Κ τότε τα ανομολόγητα απέναντι, στη δημόσια τουλάχιστον σφαίρα, εγκλήματα του τουρκικού στρατού εις βάρος Ε/Κ αμάχων όχι μόνο δεν θα έπρεπε να είχαν διαπραχθεί αλλά θα έπρεπε να είχαν τιμωρηθεί, αντί να αποσιωπώνται.
Χωρίς όμως αυτό, πάντα, να αναιρεί την πρόβλεψη για το τι θα περνούσαν εκείνοι στα χέρια μας εάν η χούντα εδραιωνόταν στην Κύπρο, όταν μάλιστα τα πέρασαν στα χρόνια πριν από το πραξικόπημα, χωρίς κανείς ακόμα και σήμερα να τολμά να αγγίξει το θέμα στη δική μας κοινότητα και χωρίς αυτό να υπάρχει καν στα βιβλία της Ιστορίας στα σχολεία μας.
Φωνές αιρετικές οι οποίες επιμένουν να γίνονται δυσάρεστες πηγαίνοντας κόντρα στην απόκρυψη της Ιστορίας στο σύνολό της, πάντα γίνονταν και γίνονται στόχος και στις δύο κοινότητες και πολύ φοβάμαι πως το πράγμα δεν αλλάζει ιδιαίτερα εάν απέναντι, με τη βαριά σκιά του Ερντογάν, η αντίδραση εκδηλώνεται με ωμή βία εν μέσω της σιωπής των πολλών…
… την ώρα που εδώ, εκείνες οι φωνές «απλά» στιγματίζονται επίσης ως προδότες και δωσίλογοι γιατί επιλέγουν να λένε την αλήθεια, με ό,τι αυτός ο στιγματισμός συνεπάγεται για τη ελευθερία της έκφρασης, για τη διάσωση της ιστορικής πραγματικότητας και για το πόση από αυτήν επιτρέπεται τελικά να καταλήξει στα αφτιά και τα μυαλά των επόμενων γενεών.
Αν, λοιπόν, θέλουμε να σταθούμε πλάι στην Αφρίκα θα πρέπει να αποφασίσουμε. Γιατί όταν εξυπηρετούμε τη φίμωση της Ιστορίας και την απόκρυψη της αλήθειας που μας πονά, τότε δεν είμαστε μαζί με την Αφρίκα αλλά απέναντί της. Μαζί είμαστε, ναι. Μαζί με τους αντίστοιχους δικούς μας που καταργούν την ελευθερία της έκφρασης, όσο πια μπορούν στο περιβάλλον που ζούμε εμείς.
Αθόρυβα, χωρίς πέτρες και χωρίς τραμπούκους οι οποίοι λαμβάνουν έξωθεν οδηγίες. Βελούδινα αλλά εξίσου βίαια και κυρίως εξίσου επικίνδυνα και αντιδημοκρατικά. Με τη σιωπηρή ανοχή των πολλών ενάντια σ’ αυτούς που «αιρετικά» επιμένουν να τη λένε δημόσια.
Και σ΄ ένα περιβάλλον που δεν μοιάζει καν με εκείνο των κατεχομένων, ούτε έχει τα ελαφρυντικά της βαριάς σκιάς της Τουρκίας που τα καλύπτει, η δική μας... κατάληξη στο ίδιο σημείο θα έπρεπε να μας προβληματίζει διπλά. Δεν νομίζετε;