Του Παύλου Μ. Παύλου
Κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (1912-13) άρχισε να αναδύεται η αντιπαράθεση του πρίγκιπα -και πολύ σύντομα βασιλιά- Κωνσταντίνου με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Το πρώτο δυνατό τεστ ήταν η διαφωνία του πρώτου στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Είχε επιλέξει να οδηγήσει τον στρατό προς τα βόρεια, ενώ ο Βενιζέλος επιθυμούσε διακαώς την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Τελικά ο πρωθυπουργός επέβαλε τη βούλησή του. Αλλά οι λόγοι της διαφωνίας του Κωνσταντίνου έμειναν στην Ιστορία ως μια απόδειξη ότι η κοινωνική μας θέση καθορίζει τα πιστεύω μας. Το αντίθετο ισχύει πολύ λιγότερο.
Για τη διαφωνία των δύο υπήρχαν πολλοί λόγοι. Άλλοι συνδεδεμένοι με την εσωτερική πολιτική κατάσταση και άλλοι με τη διεθνή. Πιο σημαντικός είναι ίσως εκείνος που σχετιζόταν με το τι εκπροσωπούσε ο καθένας. Ο Βενιζέλος εκπροσωπούσε τα συμφέροντα του νέου και δυναμικού τμήματος της αστικής τάξης. Αυτό το τμήμα ευνοούσε τη Μεγάλη Ιδέα και την επέκταση σε νέα εδάφη, τα οποία και αντιμετώπιζε ως νέες αγορές. Η Θεσσαλονίκη, με τον ανερχόμενο επιχειρηματικό της δυναμισμό και τον συναφή πολυεθνικό της χαρακτήρα, ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος αυτής της τάξης. Αντίθετα ο Κωνσταντίνος, ως ευγενής, εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της παλιάς ολιγαρχικής αριστοκρατίας των Αθηνών. Αυτή η τάξη ήταν ήδη πανικόβλητη στην ιδέα της διεύρυνσης των συνόρων. Στο μέχρι τότε μικρό ελληνικό κράτος ήταν κυρίαρχη και ακλόνητη. Ο διπλασιασμός της Ελλάδας, με ένταξη στα σύνορά της δυναμικών τμημάτων του επιχειρηματικού κόσμου των βόρειων περιοχών και των νησιών του Αιγαίου, θα την οδηγούσε σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό παραγκωνισμό.
Η σύγκρουση αυτών των δύο κόσμων θα οδηγήσει λίγο αργότερα στον εθνικό διχασμό, στη Μικρασιατική Καταστροφή. Και σε πάθη και δεινά που, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, εκτείνονται μέχρι τις μέρες μας.
Η λύση δύο κρατών
Στην Κύπρο έχει αρχίσει μια συζήτηση γύρω από το αν θα ήταν καλύτερα να βαδίσουμε προς λύση δύο κρατών, αντί της ΔΔΟ. Κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, μια τέτοια συζήτηση θα ήταν χρήσιμη, γιατί θα μπορούσε να αναδείξει τα αρνητικά μιας λύσης διαχωρισμού. Και να στρέψει ξανά την κοινωνία στη μόνη λογική και εφικτή επιλογή, τη ΔΔΟ. Όμως αυτό δεν γίνεται, γιατί όσοι ερωτοτροπούν με την ιδέα των δύο κρατών δεν μπαίνουν ανοιχτά σε έναν διάλογο. Προτιμούν να μην αναλάβουν το βάρος της ευθύνης. Γι’ αυτό κολοκυνθίζουν το θέμα ώστε να διολισθήσουμε σταδιακά προς τη διχοτόμηση.
Αν αποφασίζαμε επισήμως ως ελληνοκυπριακή κοινότητα τη λύση δύο κρατών, η μόνη χώρα η οποία θα μπορούσε να πειστεί να μας ακολουθήσει θα ήταν η Ελλάδα. ΗΠΑ και Βρετανία είναι σαφώς αρνητικές, ενώ για την ΕΕ κάτι τέτοιο θα ήταν εφιαλτικό σενάριο. Ούτε καν η Ρωσία, η οποία ευνοείται από την εκκρεμότητα, δεν θα μας στήριζε ανοιχτά, λόγω της νέας τροπής που έχει πάρει η συμμαχία της με την Άγκυρα. Επομένως, η μόνη επιλογή που απομένει σε όσους υποστηρίζουν τη διχοτόμηση είναι η σιωπηρή διολίσθηση προς αυτήν, μέσα από προσχηματικούς χειρισμούς και παιγνίδια με τον χρόνο.
Γιατί όμως η λύση δύο κρατών έχει πλέον τόσους πολλούς οπαδούς - έστω σιωπηρούς και ανεπίσημους; Η απάντηση ίσως βρίσκεται στα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης: Αυτή η κρίση τρομοκράτησε τη μικροαστική τάξη, που αγωνίζεται να κρατηθεί στο μέσον της κοινωνικής πυραμίδας και να μην φτωχοποιηθεί. Η μικρή ανάκαμψη της οικονομίας την ανακουφίζει. Ενώ μια λύση που θα ενοποιούσε την Κύπρο θα ανακάτευε ξανά την τράπουλα και θα αποσταθεροποιούσε ίσως τη θέση της. Την ίδια στιγμή, η κρίση στέρησε τον (αναιμικό έτσι κι αλλιώς) δυναμισμό από τη μεγαλοαστική τάξη. Το δυναμικό της τμήμα, που θα οραματιζόταν μια μεγαλύτερη αγορά, επέκταση δραστηριοτήτων και συνέργειες με Τουρκοκύπριους επιχειρηματίες, έχει συρρικνωθεί. Στη μεγαλοαστική τάξη έχει κυριαρχήσει το συντηρητικό της τμήμα, αυτό που φοβάται τα ανοίγματα και τις ανατροπές, αυτό που βολεύεται στη μικρή, μισή Κύπρο. Υπάρχουν μια σειρά από επαγγελματικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες (από μεγαλοδικηγορικά και λογιστικά γραφεία, μέχρι σημαντικά τμήματα του εμπορικού κόσμου και του αναπτυσσόμενου τουριστικού τομέα), των οποίων οι πρωταγωνιστές αισθάνονται ευτυχείς με το «να μείνουμε όπως είμαστε».
Το μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού προσωπικού αυτές τις δύο τάξεις εκπροσωπεί, και κυρίως τη συντηρητικοποιημένη πια μεγαλοαστική. Γιατί από αυτήν προέρχεται, ή από αυτήν προσδοκά αποδοχή για προσωπική ανέλιξη. Στις δεξιώσεις της υψηλής κοινωνίας, ένας αόρατος παρατηρητής θα απέβαλλε κάθε αμφιβολία.
Καλάθι
- Κάτι συμβαίνει με τα περί αναβάθμισης της αμερικανικής παρουσίας στις θάλασσες της περιοχής μας: Μια περιθωριακή τουρκική ιστοσελίδα έγραψε ότι ο αμερικανικός 6ος Στόλος ενισχύεται για χάρη της γεώτρησης της ExxonMobil στο οικόπεδο 10 της κυπριακής ΑΟΖ. Το πήρε το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Sputnik, το διάνθισε, και από προχθές σχεδόν όλα τα κυπριακά ΜΜΕ το αναπαράγουν σωρηδόν. Πράγματι σχετίζεται με την ΑΟΖ μας η ενίσχυση; Και αν ναι, γιατί από τώρα, αφού η γεώτρηση θα γίνει σε οκτώ μήνες; Οι προκαταρκτικές διερευνήσεις είναι δεδομένο ότι δεν θα παρενοχληθούν. Επομένως;
- Πολλαπλασιάζονται οι εν δυνάμει σύμμαχοι του Προέδρου. Η δίκην αμοιβάδας διαίρεση του μεγαλύτερου κόμματος του «κέντρου» δημιουργεί τώρα δύο ΔΗΚΟ, που θα ανταγωνίζονται ποιο θα έχει την εύνοια του Προεδρικού. Μακάρι να πολλαπλασιάζονταν με τον ίδιο τρόπο, αντί να μειώνονται, οι διεθνείς σύμμαχοι του Προέδρου. Και να μειώνονταν, αντί να πολλαπλασιάζονται, τα προβλήματα που τον περιμένουν. Σε όλους τους τομείς.
- Μερικές φορές, όσο πιο πολύπλοκα γίνονται τα πράγματα, τόσο πιο απλή γίνεται η λύση. Αν περιμένουμε να φύγει η σκόνη για να αναπνεύσουμε, θα πεθάνουμε από ασφυξία.